«Η Καλαμάτα για μένα δεν είναι τόπος, είναι χρόνος, είναι η παιδική μου ηλικία» λέει ο Μίλτος Πασχαλίδης όταν μιλάει για τον τόπο που γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του καλοκαίρια.
Από μικρός ασχολήθηκε με τη μουσική μαθαίνοντας κιθάρα στο Ελληνικό Ωδείο. Σπούδασε πάντως μαθηματικός στο Ηράκλειο Κρήτης και κατόπιν παρακολούθησε μεταπτυχιακό κύκλο μαθημάτων Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Ρεθύμνου.
Η πρώτη του δισκογραφική παρουσία ήταν με τους "Χαΐνηδες".
Το 1995 ηχογραφεί τον πρώτο προσωπικό του δίσκο "Παραμύθι με λυπημένο τέλος" και από τότε έχουν ακολουθήσει άλλοι 6 και πολλές συνεργασίες. Αυτή την περίοδο εμφανίζεται στην "Ακτή Πειραιώς" μαζί με τους Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, Σάκη Μπουλά, Γιάννη Κούτρα, Δημήτρη Σταρόβα και Γιάννη Ζουγανέλη.
- Τι είναι το διαφορετικό, το επιπλέον που δίνετε στον κόσμο στην "Ακτή Πειραιώς";
«Νομίζω πως το παραπάνω είναι ότι πρόκειται για μια συνδυαστική παράσταση. Δηλαδή ο θεατής μπορεί να βρει να ακουμπήσει στο τραγούδι, στη σάτιρα, στη συγκίνηση, στο θέαμα. Είναι αρκετά συνδυαστικό κι εγώ το κάνω για πρώτη φορά - και δεν σου κρύβω ότι όταν πήγα να παίξω είχα αρκετές επιφυλάξεις, γιατί δεν το είχα ξανακάνει. Τελικά οι περισσότερες απ’ αυτές τις επιφυλάξεις έχουν αρθεί κι αισθάνομαι καλύτερα απ’ ό,τι φοβόμουν».
- Επιλέγει αυτό το συνδυαστικό ο κόσμος;
«Επιλέγει να κάνει παρέα, μετράει πολύ προσεκτικά τα χρήματά του που σημαίνει ότι προτιμάει να δει με τα ίδια χρήματα 5-6 καλλιτέχνες παρά έναν. Αν και η δικιά μας η συνεργασία δεν έγινε γιατί κάποιος απ’ όλους μας δεν μπορούσε να εμφανιστεί μόνος του, αλλά είχε σχέση με την πολυπλοκότητα της δομής. Θέλαμε να φτιάξουμε ένα πράγμα που να απευθύνεται με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ήθος και καλλιτεχνικότητα σε όλο και περισσότερο κόσμο. Εκτός από την "Ακτή Πειραιώς" βέβαια, όπου παίζουμε όλοι, κάνουμε και εμφανίσεις στην επαρχία όπου πάμε είτε κατά μόνας είτε δυάδες ή τριάδες».
-Στην επαρχία είναι διαφορετικό ακόμα το κοινό σε σχέση με την Αθήνα;
«Τα ίδια χάλια είναι οικονομικά, παντού πια. Ηταν καλύτερα τα πράγματα στην επαρχία σε μια εποχή που η επαρχία παρήγαγε κάτι. Τώρα δεν υπάρχουν αυτά γιατί στην πραγματικότητα η αγροτική παραγωγή έχει αποψιλωθεί πια και δεν περνάει πλέον πιο εύκολα ο κόσμος ούτε στην επαρχία».
- Σου έχει λείψει καθόλου η επαρχία;
«Οχι, καθόλου! Εζησα 16 χρόνια στην Κρήτη και είπα φτάνει! Ενα βασικό πράγμα που μου έφερε τον κορεσμό να ζω στην επαρχία, ήταν η έλλειψη αλληλεπίδρασης. Εγώ αισθάνομαι ότι για να ανθίσει αυτό που κάνω πρέπει να είναι σε ένα περιβόλι που να έχει κι άλλα λουλούδια. Το να είμαι μόνος μου ή να είναι άλλοι 2-3 δεν φτάνει. Στην Αθήνα αισθάνομαι ότι είμαι σε μια οικογένεια ανθρώπων, μουσικών, ποιητών, στιχουργών, καλλιτεχνών γενικότερα, που αγαπώ και με τους οποίους μπορούμε να αλληλεπιδρούμε χωρίς να χρειάζεται να παίρνω το καράβι ή το αεροπλάνο για να πάω να τους βρω. Επίσης με "ησυχάζει" η ανωνυμία της Αθήνας. Δηλαδή έλεγα στους φίλους μου, όταν ήμουν στην Κρήτη, ότι πολλές φορές ένιωθα πως πρέπει να γίνω όμορφος για να βγω να πάρω τσιγάρα. Με την έννοια ότι σε μια επαρχιακή πόλη σε ξέρουν όλοι...».
- Σε νοιάζει τι θα πει ο κόσμος;
«Σε προσωπικό επίπεδο καθόλου, αλλά στην τέχνη μου, σε ένα βαθμό ναι. Αν με ένοιαζε στην προσωπική μου ζωή, τότε θα ζούσα όπως θα ήθελε ο κόσμος».
- Η Καλαμάτα τι είναι για σένα;
«Η Καλαμάτα που εγώ θυμάμαι δεν υπάρχει πια, αλλά ως έννοια είναι η παιδική μου ηλικία... Οταν εγώ μιλάω για την Καλαμάτα δεν αναφέρομαι σε τόπο, αλλά σε χρόνο! Οπως είναι η Καλαμάτα σήμερα δεν την ξέρω, εκτός από κάποια που δεν αλλάζουν - η παραλία της Ανάστασης, το Πανελλήνιο, η Ακρίτα και η Φαρών όπου ήταν τα σπίτια που μεγάλωσαν οι γονείς μου. Αυτή είναι η Καλαμάτα για μένα, ενώ οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν καν ότι είμαι Καλαματιανός γιατί έχουν περάσει πολλά χρόνια από εκείνα τα παιδικά καλοκαίρια. Ακόμα και οι φίλοι των γονιών μου δεν συνδυάζουν ότι ο Μίλτος είναι ο γιος του Ευγένιου και της Ευγενίας».
- Σήμερα τι γράφεις;
«Εχω γράψει ήδη έναν δίσκο που κυκλοφορεί το Φλεβάρη. Το μεγαλύτερο μέρος είναι σε στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου και ο τίτλος είναι "Ξένοι σ’ έναν τόπο που αλλάζει". Αυτό λοιπόν είναι που μου βγαίνει να γράψω, αν και ο δίσκος έχει δύο μόνο πολιτικά - κοινωνικά τραγούδια, τα υπόλοιπα είναι μάλλον υπαρξιακής φύσης, είτε ερωτικά είτε του τύπου "τι γυρεύω εγώ εδώ πέρα". Μου βγαίνει όμως να γράψω κυρίως κείμενα και λιγότερο τραγούδια. Πάντως ούτε κι εκεί μου βγαίνει μια άκρατη επιθετικότητα στο γράψιμό μου, αλλά μάλλον μια αντίδραση για να γράψω κάτι πιο προσωπικό».
- Πώς τον αντιμετωπίζεις τον καιρό;
«Κάνω αυτό που ξέρω να κάνω καλύτερα, τη δουλειά μου όσο καλύτερα μπορώ, και δεν έχω παραιτηθεί από τη λειτουργικότητά μου. Είμαι όσο πιο κοντά γίνεται στην κόρη μου και δεν κλείνομαι να κλαίω τη μοίρα μου. Συμπαρίσταμαι στις κοινωνικές ομάδες που μου το ζητούν, όπως οι απεργοί της Χαλυβουργίας, οπότε αυτό κατά μία έννοια είναι μια μορφή αντιμετώπισης και διαμαρτυρίας. Ως πολίτης αισθάνομαι παγωμένος, θυμωμένος με όλα αυτά που συμβαίνουν, και έχω διπλή αγωνία επειδή έχω και την ευθύνη ενός παιδιού. Και αγωνία όχι μόνο επιβιωτική για το παιδί μου, αλλά και ηθική γιατί ξανάρχεται εκείνο το ερώτημα που το είχαμε ξεχάσει, "σε τι κόσμο φέραμε τα παιδιά μας". Ηταν τα ερωτήματα που είχαν το ’70 και λίγο αργότερα, για το αν είναι ματαιοδοξία να κάνεις ένα παιδί και να το θεωρήσεις συνέχεια του εαυτού σου, ή αν είναι μια πραγματική συνέχεια ή αν θέλεις να κάνεις για πρώτη φορά κάτι ανιδιοτελές στη ζωή σου - γιατί το παιδί είναι το πλάσμα από το οποίο δεν περιμένεις να πάρεις κάτι».
- Εχεις απαντήσει στο ερώτημα;
«Νομίζω ότι είναι όλα αυτά μαζί. Ενα αίσθημα για το αν θα αφήσεις ένα βιολογικό ίχνος πίσω σου - γιατί οι καλλιτέχνες είμαστε τυχεροί καθώς αφήνουμε ένα ίχνος με τα τραγούδια μας... που δεν ξέρω βέβαια αν θα τα θυμούνται μετά από 50 ή 100 χρόνια».
- Με το Διαδίκτυο έχεις καλή σχέση;
«Οχι ιδιαίτερα, γιατί έχω κάποιους εξαιρετικά καλύτερους τρόπους να χάνω την ώρα μου. Μπορώ να βγαίνω βόλτα άσκοπα, να σκοτώσω τον καιρό μου με χιλιάδες τρόπους και όχι συνομιλώντας με αγνώστους στο Ιντερνετ. Για τη διαχείριση της ιστοσελίδας και της σελίδας στο Facebook, υπάρχει ένας άνθρωπος που το κάνει, αλλά δεν είμαι εγώ».
- Τι θες να κάνεις μέσα στον καινούργιο χρόνο;
«Να είμαι υγιής εγώ και η οικογένειά μου, να συνεχίσω να είμαι δημιουργικός -και ήδη τελειώνω και το δεύτερο βιβλίο μου-, να συνεχίσω να γράφω τραγούδια γιατί έχω μεγάλη όρεξη για δημιουργία».
- Εχεις ήδη κυκλοφορήσει ένα μυθιστόρημα κι ετοιμάζεις το επόμενο. Αυτή η έφεση στη γραφή υπήρχε πάντα;
«Την είχα πάντα, είναι η αλήθεια, αλλά κάποια στιγμή μου ζητήθηκε να γράψω μερικά άρθρα για εφημερίδες όπως ο "Ριζοσπάστης" και άλλα έντυπα αριστερής καταβολής. Και επειδή γράφοντας τραγούδια ανακάλυψα ότι ήμουν και λίγο εγκλωβισμένος στη φόρμα του τραγουδιού και μου περίσσευαν λέξεις που κάπου ήθελα να τις βάλω, άρχισα να γράφω κείμενα. Ανακάλυψα λοιπόν ότι είναι κάτι που μου δίνει χαρά κι όσο συμβαίνει αυτό θα συνεχίσω να το κάνω».
Συνέντευξη στη Μαρία Τομαρά