Κυριακή, 25 Νοεμβρίου 2018 08:12

Η Ρένα Μόρφη - Σούλη Ανατολή στην “Ε”: «Οταν ανεβαίνω στη σκηνή δεν υπάρχει σκηνοθεσία...»

Δεν χρειάζεται να εκβιάσεις το συναίσθημα ή την προσοχή του κοινού

Δεν χρειάζεται να εκβιάσεις το συναίσθημα ή την προσοχή του κοινού

Τη σύστησε στο κοινό ο Φοίβος Δεληβοριάς, την αγκάλιασαν οι "Ιμάμ Μπαϊλντί", και τώρα διερευνά δικούς της, σόλο δρόμους: Η Ρένα Μόρφη σήμερα εκφράζεται μέσα από τη Σούλη Ανατολή - τονίζοντας έτσι μια προσωπική αίσθηση διαχρονικότητας, την οποία επιδιώκει να μεταφέρει και στα τραγούδια της.

Δεν κουράζεται ποτέ να διηγείται την ιστορία αυτού του δεύτερου ονόματος, μιλά για τις μίξεις στη μουσική και στη ζωή μας, επιλέγει να «μην παίρνει τον κόσμο απ' τα μούτρα» για να τον διασκεδάσει με το ζόρι, νιώθει ευγνώμων για τον καταιγισμό εμπειριών που έχει ήδη αποκομίσει και... ετοιμάζεται ν' αλλάξει μουσικά τα Χριστούγεννά μας, με ένα ολοκαίνουργιο τραγούδι. Η Καλαμάτα θα την υποδεχτεί αυτή την Τετάρτη 28/11 στις "Χάντρες", στην Παραλία, για να μοιραστεί μαζί της μια ζωντανή βραδιά που «θα ξυπνήσει τα κύτταρά της».

- Είστε ταυτόχρονα η Ρένα Μόρφη και η Σούλη Ανατολή. Δεν είναι ό,τι πιο συνηθισμένο μια τραγουδίστρια να εκφράζεται μέσα από 2 διαφορετικές περσόνες. Εχετε κουραστεί να εξηγείτε την παρουσία τους ή ανακαλύπτετε κι εσείς με τον καιρό καινούργια πράγματα γι' αυτές;

Οχι, καθόλου δεν έχω κουραστεί να λέω αυτή την ιστορία... Η Σούλη Ανατολή είναι μια επιλογή προσωπική, με οικογενειακές αναφορές. Και δεν πρόκειται τόσο για μια δεύτερη περσόνα, όσο για έναν τίτλο. Επέλεξα αυτό το όνομα ως τίτλο για τον πρώτο μου δίσκο, γιατί υπάρχει μια σύνδεση: Ηταν το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της γιαγιάς μου όταν έκανε τις εμφανίσεις της.

Χαίρομαι λοιπόν κάθε φορά να εξηγώ την ιστορία, και χαίρομαι επίσης που ενδιαφέρει τον κόσμο. Γιατί δεν ήταν για μένα μια αυθαίρετη επιλογή απλώς για εμπορικούς σκοπούς. Με εκφράζει βαθύτερα, αλλά και δένει με την όλη μουσική και αισθητική προσέγγιση του δίσκου - ενώ την υποστηρίζω και εμφανισιακά, στα live. Οπότε, όλο αυτό είναι ένα concept το οποίο με εκφράζει.

- Στην Καλαμάτα πάντως, ποια από τις... δύο θα ανέβει στη σκηνή, στις “Χάντρες”;

 Από τη στιγμή που πρόκειται πια για τη δική μου δουλειά, για τη σόλο καριέρα μου -ας το πούμε έτσι-, για τα δικά μου πράγματα που θα παρουσιάσω... ο εαυτός μου είναι που θ' ανέβει στη σκηνή. Εγώ θα είμαι - αλλά όπως και να με φωνάξει κανείς, είτε Ρένα είτε Σούλη, εγώ θα γυρίσω!

- H μουσική και τα τραγούδια σας μου θυμίζουν εκείνο το παραδοσιακό βρετανικό στιχάκι για τις νύφες που για καλοτυχία πρέπει να φορούν «something old, something new, something borrowed, something blue...»*. Αυτές οι μίξεις είναι γενικότερα τρόπος ζωής για εσάς;

 Ναι, πράγματι είναι. Ολοι οι άνθρωποι όμως έχουμε αναφορές και στοιχεία από τους γονείς μας, τους παππούδες, τους φίλους μας, τους γονείς των φίλων μας… Είμαστε όλοι ένα μωσαϊκό εντυπώσεων, εμπειριών, ακόμα και άλλων ανθρώπων - κι αυτό είναι που κάνει τον καθένα μας τόσο μοναδικό.

Κάπως έτσι λειτούργησα και καλλιτεχνικά: Ενωσα όλες μου τις αγάπες, τις εμπειρίες, τις αναμνήσεις και τις αναφορές... Και χαίρομαι που ζούμε σε μια εποχή όπου έχουμε πρόσβαση στην πληροφορία του παρελθόντος, ώστε να εμπνεόμαστε για να δημιουργήσουμε κάτι νέο.

- Σε κάποια από τα τραγούδια της Σούλης, τα όργανα και η ενορχήστρωση μοιάζουν να έρχονται από άλλες δεκαετίες. Ποιο στοιχείο αισθάνεστε ότι αναδεικνύεται περισσότερο έτσι: της διαχρονικότητας ή της νοσταλγίας;

Σε ό,τι έχει να κάνει με τον ήχο, νομίζω ότι υπάρχει ένα διαχρονικό αίσθημα, το οποίο μεταφέρεται από γενιά σε γενιά και είναι εκείνο που σε κάνει στ’ αλήθεια να συγκινείσαι. Τώρα, όσον αφορά την ενορχήστρωση του δίσκου, επιλέξαμε έναν λίγο παράδοξο τρόπο να παρουσιάσουμε και να βγάλουμε αυτή την αίσθηση, καθώς δεν υπάρχει μπουζούκι σε όλα αυτά τα τραγούδια - αν και συνήθως είναι το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό. Υπάρχει ηλεκτρική κιθάρα, υπάρχουν λάτιν κρουστά (όχι ντραμς), κι έχει γίνει ένα πολύ ιδιαίτερο πάντρεμα. Ετσι κι αλλιώς, πρώτος ο Μανώλης Χιώτης είχε φέρει αυτό το στιλ και την “εξωτικότητα” στο λαϊκό τραγούδι, με το μάμπο, τη δεκαετία του 1950.

Κατά τα άλλα θα έλεγα ότι έχουμε μια πολύ λιτή ενορχήστρωση, αρκετά αντίθετη από τις πολύ λαϊκές συνταγές. Κρατήσαμε όμως τον ήχο της φαρφίσας, ο οποίος έχει χαρακτηρίσει τη δεκαετία του ‘60 και του ‘70. Κι αυτό ίσως δίνει τη συγκεκριμένη αίσθηση, που λες: Σου ξυπνά κάτι στο θυμικό σου που πιθανόν δεν μπορείς να το καταλάβεις αλλά έχει περάσει στο αίμα σου. Μ’ αρέσει που έχει γίνει όλη αυτή η ανάμιξη, η οποία θεωρώ ότι αναδεικνύει κυρίως τη διαχρονικότητα - όχι τόσο τη νοσταλγία.

- Το 2019 συμπληρώνετε 10 χρόνια παρουσίας στο τραγούδι. Πόσο διαφορετική είναι σήμερα η Ρένα Μόρφη από το κορίτσι που ξεκινούσε πριν από μια δεκαετία πλάι στο Φοίβο Δεληβοριά;

Οντως, συμπληρώνονται 10 χρόνια, δεν το είχα συνειδητοποιήσει! Μισό λεπτό, αγχώθηκα... Πώς περνάνε τα χρόνια;

Κοίτα, σίγουρα είχα από τότε το ίδιο όραμα: να κάνω κάτι δικό μου και να εκφραστώ με αυτούς τους τρόπους, με αυτά τα μέσα - πώς να το πω, δεν θέλω να κατηγοριοποιώ τη μουσική.

Τα χρόνια αυτά πέρασαν με πάρα πολύ έντονη δουλειά· δεν θα πω “σκληρή”, γιατί όταν κάνουμε κάτι που αγαπάμε, αυτό δεν μπορεί να έχει σκληρότητα. Κάποιες φορές έχει πολλές δυσκολίες σε πρακτικό επίπεδο, αλλά πάντα νιώθεις χαρούμενος κι ευλογημένος που κάνεις ως επάγγελμα αυτό που έχεις επιλέξει κι αγαπάς.

Εχω μαζέψει πάρα πολλές εμπειρίες αυτά τα χρόνια, πάνω στη σκηνή. Εχω συναντηθεί με ανθρώπους από διάφορες εθνικότητες, από διάφορα μέρη της Ελλάδας και του κόσμου, και υπό διάφορες συνθήκες. Κι αυτό νομίζω ότι μου πρόσφερε ένα δώρο εμπειρίας και επαγγελματισμού, που πολύ δύσκολα θα μπορούσα αλλιώς να το κατακτήσω, όχι σε 10, αλλά ούτε σε 20 χρόνια.

Ημουν βέβαια πολύ τυχερή που ήμουν μέλος ενός συγκροτήματος όπως οι "Ιμάμ Μπαϊλντί", το οποίο είχε διεθνείς προδιαγραφές, και μπορέσαμε αυτό το πράγμα να το ταξιδέψουμε και ν’ αποκτήσω εμπειρίες σε διάφορες διοργανώσεις και συνθήκες… Κάτι που νομίζω ότι με έχει “ψήσει” σ’ αυτόν το χώρο μ’ έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, δίνοντάς μου πολλά πολλά εφόδια.

- Οταν ανεβαίνετε στη σκηνή, τι λαχταράτε να δώσετε αλλά και να πάρετε από τον κόσμο που ήρθε να σας ακούσει;

Οταν ανεβαίνω στη σκηνή, δεν υπάρχει καθόλου σκηνοθεσία. Ο σκοπός είναι απλώς να γνωριστούμε με τον κόσμο. Αυτό είναι κάτι που τα τελευταία χρόνια αποφάσισα ότι έχω ανάγκη να το κάνω. Δηλαδή, δεν χρειάζεται να “παίρνεις κάποιον απ’ τα μούτρα”, για να περάσουμε καλά με το ζόρι. Δεν χρειάζεται να εκβιάσεις κάποιο συναίσθημα - ή να εκβιάσεις την προσοχή του κοινού. Εχω αποφασίσει ότι θέλω να γνωρίζομαι με τον κόσμο, μέσα από τα τραγούδια. Και η ροή του προγράμματος, της συναυλίας, έχει αυτό το σκοπό, οδηγεί σε μια κορύφωση, ενώ έχει και στιγμές πιο εσωτερικές.

Ουσιαστικά, κάθε φορά ονειρεύομαι και θέλω να μοιραστούμε απλώς αυτές τις ώρες. Να τις ζήσουμε, να νιώσουμε κάπως ζωντανοί. Αυτός είναι ο σκοπός της διασκέδασης και της ψυχαγωγίας: να ξυπνήσουν τα κύτταρά σου και να νιώσεις ότι συνδέεσαι μ’ έναν άλλο άνθρωπο. Και νομίζω ότι πρόκειται για κάτι εντελώς αμφίδρομο και διαδραστικό. Είτε είμαι πάνω στη σκηνή είτε από κάτω, ο σκοπός είναι ο ίδιος: να γίνουμε μια αλυσίδα μέσα απ’ αυτή την επικοινωνία.

- Σε τι διαφέρει -αν διαφέρει- η διάθεσή σας όταν βρίσκεστε μπροστά σ’ ένα κοινό στην Ελλάδα ή σ’ ένα πολυεθνικό κοινό στο εξωτερικό; Αλλάζουν κατά κάποιο τρόπο οι προτεραιότητές σας, ανάλογα με τον τόπο και τους ανθρώπους του;

Οχι, καθόλου... Κι αυτό ήταν το μαγικό που βίωσα με τους “Ιμάμ Μπαϊλντί”. Ανεξάρτητα από το τι γλώσσα μιλούσε το κοινό, η επικοινωνία και τα συναισθήματα που ανταλλάσσαμε τελικά ήταν τα ίδια. Αυτό αποδεικνύει μάλλον και την καθολικότητα και τη διαχρονικότητα κάποιων τεράστιων τραγουδιών και συνθετών, όπως π.χ. του Τσιτσάνη ή του Ζαμπέτα - αλλά και των διασκευών, του ήχου που έδωσαν τα παιδιά στα συγκεκριμένα τραγούδια. Ολα αυτά έκαναν τα τραγούδια και τα συναισθήματα να μιλάνε από μόνα τους, χωρίς να είναι απαραίτητη η γλώσσα.

Δεν σου κρύβω ότι σε κάθε περίσταση η διαδικασία είναι η ίδια: Ξεκινάς μ’ έναν ήπιο τρόπο και στο τέλος αυτό κορυφώνεται. Απλώς, στο εξωτερικό είναι λίγο πιο εκφραστικοί από την αρχή. Εκτονώνονται περισσότερο. Ξέρουν ότι έχουν έρθει ν' ακούσουν μια συναυλία, που θα κρατήσει τόση ώρα, και θα χορέψουν όσο περισσότερο μπορούν, κάθε λεπτό, θα ρουφήξουν την κάθε στιγμή. Στην Ελλάδα χρειάζεται όντως λίγο περισσότερος χρόνος “προσαρμογής” και γνωριμίας - αλλά αυτό, εντέλει, μπορεί να κάνει και τη σχέση πιο ουσιαστική.

- Πώς θα κλείσει αυτός ο χρόνος για εσάς και τι σχεδιάζετε ή ονειρεύεστε για τον επόμενο;

Καταρχάς, τώρα πολύ σύντομα θα κυκλοφορήσει ένα καινούργιο, χριστουγεννιάτικο τραγούδι. Είναι “Τα Χριστούγεννά μου” - και θα θέλαμε να πλαισιώσει αυτές τις γιορτές, αλλά και όλες τις επόμενες!

Κατά τα άλλα, με τους “Ιμάμ Μπαϊλντί” έχουμε κάνει μια παύση αυτή την περίοδο και επικεντρώνομαι στην προσωπική μου δουλειά. Τώρα βρίσκομαι στο στούντιο για τον δεύτερο προσωπικό μου δίσκο, ο οποίος περιέχει πολλές εκπλήξεις: και από άποψη ρεπερτορίου, αλλά και κάποια συνεργασία από το εξωτερικό.

Μέχρι το τέλος του χρόνου κάνω μια περιοδεία στην Ελλάδα, έτσι θα έρθω και στην Καλαμάτα την ερχόμενη εβδομάδα. Επίσης θα κάνω κάποιες εμφανίσεις και στο “Σταυρό του Νότου” στην Αθήνα. Είναι ένα πολύ φιλόξενο μέρος που δημιουργεί καλή ατμόσφαιρα - εμείς βέβαια προσπαθούμε να δώσουμε το δικό μας στίγμα και τη δική μας ατμόσφαιρα στο χώρο, με διάφορα σκηνικά, αλλά έτσι κι αλλιώς πρόκειται για μια από τις πιο ιστορικές μουσικές σκηνές της Αθήνας και είμαι χαρούμενη που έχω βρει τη “στέγη” μου εκεί.

Αυτά είναι λοιπόν τα σχέδια… Είμαστε σε πυρετό ετοιμασιών και δημιουργικότητας… και ανυπομονώ να μοιραστώ τις καινούργιες ιδέες με τον κόσμο που τόσο πολύ αγκάλιασε τον πρώτο μου δίσκο.

 

*«κάτι παλιό, κάτι καινούργιο, κάτι δανεικό, κάτι γαλάζιο»