Κυριακή, 15 Μαρτίου 2020 08:57

Ο Δημήτρης Σταμούλης στην "Ε": “Μέσα από τα κλασικά έργα έχουν ειπωθεί τα πάντα”

Γράφτηκε από την
«Το αποτέλεσμα της υποκριτικής είναι σαν το καλό φαγητό: / Θέλει πολύ χρόνο για να μαγειρευτεί»

«Το αποτέλεσμα της υποκριτικής είναι σαν το καλό φαγητό: / Θέλει πολύ χρόνο για να μαγειρευτεί»

 

Αλλοτε ζωγράφος, άλλοτε σκηνοθέτης, κατά βάση ηθοποιός. Τα τελευταία χρόνια και σκιτσογράφος.

Ο πολυσύνθετος Δημήτρης Σταμούλης ζει εδώ και λίγους μήνες στην Καλαμάτα, αφού μετέχει στην παιδική παράσταση του ΔΗΠΕΘΕΚ “Οι φασουλήδες με το ρόπαλο” του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Εσπίριτου. Πριν από λίγο ολοκλήρωσε και τη συμμετοχή του στην κεντρική παραγωγή του θεάτρου, στο “Γενικό Γραμματέα”. Ο ίδιος έχει γράψει πολλά χιλιόμετρα στο χώρο των τεχνών, όμως το βιβλίο του “Ποιος είπε ότι η νύχτα είναι μαύρη;” τον έκανε να αποκτήσει φανατικούς αναγνώστες, οι οποίοι περιμένουν τα νέα του σκίτσα, μέσα από τη σελίδα του στο Facebook. Συγκινητικά και αυθόρμητα, ανεπιτήδευτα και σαρκαστικά, τα σχέδιά του βγάζουν μια σαρκοβόρα παιδικότητα, η οποία δεν μπορεί να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο…

- Ξεκινώντας… έχει κάποια σχέση το όνομά σας… με το γνωστό τραγούδι;

Οχι, καμία. Είναι το τραγούδι για το “Σταμούλη το λοχία”, το οποίο μετά από τόσες φορές που το έχω ακούσει, δεν το αντέχω άλλο (γελάει)! Μου θυμίζει φοιτητικές εκδρομές όπου όλοι το τραγούδαγαν στο λεωφορείο!

- Η ζωή σας χαρακτηρίζεται από τη μετακίνηση. Αλλού γεννηθήκατε, αλλού σπουδάσατε και ζήσατε τελικά. Ποιον τόπο νιώθετε δικό σας;

Τόπο δικό μου πια, νιώθω την Ελλάδα. Η αδελφή μου, ο αδελφός μου και τα ανίψια μου είναι στην Κύπρο, αλλά μένω εδώ από τα 18 μου. Από τότε παρέμεινα στην Ελλάδα. Νιώθω Ελληνας, σκέφτομαι “ελληνικά”. Μιλάω όμως ακόμα την ντοπιολαλιά της Κύπρου, αλλά ο τρόπος σκέψης μου πια έχει προσαρμοστεί… στο εδώ.

- Πώς γεννήθηκε η ιδέα της υποκριτικής; Η Κύπρος έχει τη δική της παράδοση στο θέατρο, πρέπει αυτό το γεγονός να έπαιξε σημαντικό ρόλο.

Εχει μεγάλη παράδοση, ναι. Ηταν ηθοποιοί ο θείος μου και η θεία μου, κι έτσι πήγαινα μαζί τους στις περιοδείες, μαζί με το ΘΟΚ. Από μικρός, είδα όλα τα μεγάλα έργα. Γνώρισα πολύ σπουδαίους ηθοποιούς, γυρνούσαμε μαζί όλη την Κύπρο. Υπήρχε λοιπόν μέσα μου η ιδέα, αλλά ήμουν ένα πολύ-πολύ ντροπαλό παιδί. Κοκκίνιζα μόνο και μόνο αν μου μίλαγε κάποιος. Τώρα φαινομενικά αυτό άλλαξε, αλλά εκείνο το ντροπαλό παιδί κάπου υπάρχει μέσα μου.

- Πώς ήταν για ένα παιδί να έρχεται σε επαφή με τόσο μεγάλους θεατρικούς συγγραφείς;

Δεν μπορούσα να καταλάβω τότε ότι αυτό ήταν ποίηση, αλλά σίγουρα κάτι ένιωθα. Η επαφή μου με τους ηθοποιούς, που για μένα ήταν μαγικά όντα, μου έδινε μεγάλη χαρά.

- Η εποχή που ενηλικιώνεστε και έρχεστε στην Αθήνα είναι μια εποχή όπου από τη χώρα μας βγήκαν επίσης πολύ σημαντικοί θεατρικοί συγγραφείς, λογοτέχνες, ποιητές. Πώς σας διαμόρφωσαν τα ερεθίσματα αυτά;

Ηρθα στην Αθήνα για να σπουδάσω ζωγραφική. Ημασταν λοιπόν μια παρέα φοιτητών, που διαβάζαμε πάρα πολύ. Ηταν αλλιώς τότε τα πράγματα. Σίγουρα με διαμόρφωσε όλη αυτή η επαφή μου με τα βιβλία, αλλά αυτό που πραγματικά με άλλαξε ήταν το ότι, ακόμα και νωρίτερα από τα 18, άρχισα να μένω μόνος μου και μάλιστα σε μια άλλη χώρα. Αυτό άλλαξε όλη μου τη ζωή. Η μητέρα μου μού έλεγε πως δεν πίστευε ποτέ ότι θα τα καταφέρω. Τα κατάφερα, γιατί βρήκα πολλούς καλούς φίλους, βρήκα αγάπη. Εχω φίλους που επικοινωνούμε ακόμα, μετά από τόσα χρόνια, παρότι ζουν σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Οι περισσότεροι είναι ζωγράφοι. Μάλιστα, στα φοιτητικά μας χρόνια ποζάραμε ο ένας στον άλλο, ως μοντέλα ζωγραφικής!

- Εχετε παρουσιάσει τη ζωγραφική σας δουλειά στο κοινό;

Ναι έχω κάνει εκθέσεις, περίπου 6-7, και εξακολουθώ και ζωγραφίζω. Τα έργα μου αυτά τα αναρτώ στο Ιnstagram, ενώ τα σκίτσα στο Facebook.

- Γιατί όλοι οι ηθοποιοί λένε ότι το παιδικό θέατρο είναι πιο απαιτητικό από το θέατρο για τους ενήλικους;

Γιατί πολύ απλά, αν το παιδί βαρεθεί, θα σ’το δείξει. Ο ενήλικoς θα κοιτάξει το κινητό του, θα κουνηθεί λίγο στη θέση του. Τα παιδιά το δείχνουν πολύ πιο έντονα όταν δυσανασχετήσουν. Αρα θέλει μεγαλύτερη προσπάθεια για να τα κρατήσεις.

- Πώς είναι αυτό ως συναίσθημα;

Είναι ωραίο και άβολο ταυτόχρονα. Γιατί βλέπεις πως η δουλειά σου… δεν είναι καλή! “Δεν μ’ αρέσει αυτό που κάνεις”, είναι σαν να σου το λέει κατάμουτρα! Οταν ακούς φασαρία από κάτω, αυτό σημαίνει πως κάτι δεν πάει καλά.

- Θέλει μεγαλύτερη προσπάθεια στις πρόβες;

Οχι, δεν έχει διαφορά σε αυτό το κομμάτι, γιατί εγώ δεν αντιμετωπίζω το παιδικό θέατρο ως κάτι αλλιώτικο. Η δουλειά που γίνεται είναι ακριβώς η ίδια. Εδώ στην Καλαμάτα, έτυχε να παίξω πρώτη φορά σε παιδική παράσταση, στους “Φασουλήδες με το ρόπαλο”, του Λόρκα. Είχα βάλει στοίχημα ότι θα δουλέψω το ίδιο, όπως δουλεύω πάνω σε ένα κλασικό έργο. Και όντως, όλοι οι ηθοποιοί έτσι δουλέψαμε. Αυτό πάντως ανταμείβεται. Εχω να πω από τη μέχρι τώρα εμπειρία μου στην πόλη, πως όταν βλέπουν την παράσταση τα παιδιά είναι ήσυχα και αντιδρούν, γελάνε, στα σωστά σημεία. Ενθουσιάζονται σε άλλα σημεία, εκεί που θα θέλαμε να ενθουσιαστούν, και αυτό όλο ως εμπειρία είναι μια αποκάλυψη.

- Με το ΔΗΠΕΘΕ της πόλης μας ήταν η πρώτη σας επαφή αυτή;

Ναι, ήταν η πρώτη γνωριμία. Συνεργάζομαι με το Γιάννη Μαργαρίτη, ο οποίος ήταν και δάσκαλός μου στη σχολή, ενώ έχουμε δουλέψει μαζί και στο παρελθόν. Με τον ερχομό μου εδώ, ξαφνικά είδα μια πόλη υπέροχη. Το άκουγα, αλλά είναι αλλιώς να το ζεις, ειδικά αν μένεις κοντά στη θάλασσα.

- Τον απολαύσατε το ρόλο σας στους “Φασουλήδες”; Να πούμε για αυτόν, μιας και ο “Γενικός γραμματέας” ολοκληρώθηκε.

Ναι, είμαι ένας ταξιδευτής που γυρνάει πίσω στην Ανδαλουσία και θέλει -σχεδόν με βία- να διεκδικήσει την παλιά του αγαπημένη”...

- Να πάμε λίγο στο βιβλίο “Ποιος είπε ότι η νύχτα είναι μαύρη;” από τις Εκδόσεις “Ποταμός”. Πώς φτάσατε στην έκδοσή του;

Με το θάρρος, ή θράσος αν θέλετε, του πρωτάρη. Τηλεφώνησα στην εκδότρια Αναστασία Λαμπρία, αλλά μου είπε πως δεν είχε χρόνο και θα ήθελε να της το στείλω με mail. Τότε ζήτησα να με δεχτεί η ίδια, παρά την περασμένη ώρα, και υποσχέθηκα να είμαι στο γραφείο της σε 5 λεπτά. Εφτασα τρέχοντας, ήμουν σχεδόν χωρίς ανάσα! Οταν εκείνη τα είδε, μου ζήτησε να μην τα δείξω αλλού.

Τώρα, πώς φτιάχτηκε αυτό το βιβλίο; Τα κείμενα του βιβλίου ήταν γραμμένα σε χαρτάκια, μαζεμένα σε ένα σημείο στο σπίτι μου, σε ένα συρτάρι. Κάποια στιγμή σκέφτηκα να τα σκιτσάρω και μετά ξεκίνησε μια αλυσίδα. Μου πήρε πάρα πολύ χρόνο. Πάντα ξεκινάω από τα λόγια και μετά προχωράω στο σκίτσο. Εκ των υστέρων συνειδητοποίησα πως είχα επηρεαστεί πάρα πολύ από τα χαϊκού. Τα ποιήματα αυτά περικλείουν όσα θέλουν να πουν μέσα σε πολύ λίγες λέξεις. Μπορούν να σου μεταδώσουν μια εικόνα ή ένα συναίσθημα με αυτόν τον τρόπο. Είχα δύο βιβλία με χαικού, μου τα είχαν χαρίσει, τα είχα διαβάσει και ήταν πολύ αγαπημένα μου. Ετσι κατάλαβα πως είχε μπει αυτός ο τρόπος έκφρασης στο υποσυνείδητό μου. Το να μπορείς να “ξύσεις” την ψυχή ενός ανθρώπου, με πολύ λίγες λέξεις.

- Τι είναι αυτό που μπορεί να σας πυροδοτήσει μια φράση, όπως αυτές που συνοδεύουν τα σκίτσα σας;

Τα πάντα. Για παράδειγμα μία φίλη μου, σε ένα πάρτι, όπου ήταν περιποιημένη, όμορφη και αποτελούσε το κέντρο της παρέας, εγώ όμως μπόρεσα να δω, ενώ καθόμουν σε μία γωνία, πως ήταν μελαγχολική. Αυτό μου πυροδότησε μια ιστορία. Ενα παιδάκι μια φορά, σε ένα πάρκο, μου ζήτησε να του φέρω την μπάλα του. Μου είπε να πάω εγώ γιατί “είμαι πιο δυνατός κι απ’ τον αέρα”. Αυτό από μόνο του είναι ένα μικρό ποίημα. Το παραλλάζω πολλές φορές, το εμπλουτίζω. Νομίζω ότι μπορώ να επηρεαστώ από τα πάντα”.

- Σίγουρα σας έχει επηρεάσει πρόσφατα το ζήτημα του προσφυγικού.

Φυσικά, όπως πιστεύω πως μας έχει επηρεάσει όλους. Νομίζω ότι αυτή την εποχή, αυτό το μήνα, με όλα όσα συμβαίνουν με τον κορονοϊό και το προσφυγικό, είναι σαν να ζούμε σε ταινία επιστημονικής φαντασίας. Δεν διαφέρει η πραγματικότητα από τις ταινίες που έχουμε δει στο παρελθόν.

- Υπάρχουν σχέδια για την επόμενη θεατρική σεζόν;

Συζητάω κάτι για την Αθήνα, αλλά είναι στα σπάργανα.

- Θα είναι στο κομμάτι της σκηνοθεσίας ή θα περιλαμβάνει μόνο ερμηνεία;

Θα είμαι ηθοποιός. Συνήθως δεν θέλω να σκηνοθετώ κάτι που παίζω, δεν είμαι έτοιμος για αυτό. Θέλω να έχω την εικόνα καθαρή, απ’ έξω. Οταν είσαι πάνω στη σκηνή δεν έχεις καθαρή εικόνα.

- Τι σας γεμίζει περισσότερο από τα δύο;

Και τα δύο με γεμίζουν. Στη σκηνοθεσία έχω πλήρη έλεγχο της αισθητικής. Στην ερμηνεία έχω τα λόγια του συγγραφέα και πρέπει να ακολουθήσω τη ματιά του σκηνοθέτη, τις εικόνες, το όραμά του, την αισθητική του και τη σκέψη του. Ακόμα κι αν είμαι αντίθετος σε κάποια πράγματα, πρέπει να βρω τον τρόπο να το αγαπήσω.

- Υπάρχει κάποιος ρόλος ή συγγραφέας που να αποτελεί για σας μεγάλο όνειρο, ή έναν μετέπειτα στόχο;

Συνήθως μου αρέσουν πράγματα που είναι “αντίθετα”. Γενικά οι συνάδελφοί μου με θεωρούν περισσότερο κωμικό ηθοποιό. Οι ηθοποιοί συνήθως, εκεί που έχουν έφεση, θέλουν το αντίθετο. Εγώ λατρεύω τον Σαίξπηρ. Εχει ρομαντισμό, αλλά είναι και σαρκαστικός ταυτόχρονα. Αν σκεφτείς ότι αυτά τα έργα γράφτηκαν τότε, τότε συνειδητοποιείς ότι έχουν ειπωθεί τα πάντα.

- Για να αναφερθούμε λίγο στο κομμάτι της διδασκαλίας, τι διαφορές βλέπετε στη δική σας γενιά, με τη γενιά του σήμερα, με τα παιδιά που διδάσκετε;

Τα νέα παιδιά βιάζονται πολύ να φτάσουν στο αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα της υποκριτικής είναι σαν το καλό φαγητό. Θέλει πολύ χρόνο για να μαγειρευτεί. Με τη βιασύνη λοιπόν αυτή, χάνουν και το ενδιάμεσο ψάξιμο. Δε τους βάζω όλους στο ίδιο καζάνι, αλλά αυτό είναι συνήθως αυτό που αντιμετωπίζω. Θέλουν από τη μία μέρα στην άλλη να φτάσουν στο ποθητό αποτέλεσμα.

- Το αποτέλεσμα είναι ένας καλός ρόλος; Η καταξίωση ή το να γίνουν αναγνωρίσιμοι;

Αυτό είναι αναλόγως με τον άνθρωπο, την κουλτούρα του και το κατά πόσο τον έχει επηρεάσει η τηλεόραση.

 

Ο Δημήτρης Σταμούλης γεννήθηκε στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας και μεγάλωσε στην Αμμόχωστο της Κύπρου. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Οι σπουδές που έκανε αφορούσαν τις γραφικές τέχνες, τη ζωγραφική, τη σκηνογραφία και το θέατρο. Ως ηθοποιός έχει συμμετάσχει σε πολλές παραστάσεις σε αθηναϊκά και περιφερειακά θέατρα. Επίσης σε έργα των Σαίξπηρ, Γκολντόνι, Λόρκα, Τ. Ουίλλιαμς, Τσέχωφ, Στρίντμπεργκ, Μπύχνερ, Ευριπίδη, Αριστοφάνη, Γκ. Γκριν, κ.α. Επιπλέον έχει πάρει μέρος σε τηλεοπτικές σειρές και κινηματογραφικές ταινίες. Εχει διδάξει θεατρικό αυτοσχεδιασμό και υποκριτική στη Σχολή Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας και στο Ισπανικό Ινστιτούτο Θερβάντες. Τα τελευταία 10 χρόνια ασχολείται και με την σκηνοθεσία. Το 2011 εξέδωσε το βιβλίο "Ποιος είπε ότι η νύχτα είναι μαύρη", από τις Εκδόσεις “Ποταμός”.

 

Οι παραστάσεις των “Φασουλήδων με το ρόπαλο” του Λόρκα, σε σκηνοθεσία Θ. Εσπίριτου, είχαν ανασταλεί αυτή την εβδομάδα στο πλαίσιο προληπτικών μέτρων για την εξάπλωση του κορονοϊού.