Κυριακή, 12 Απριλίου 2020 09:23

O ηθοποιός Βασ. Ευταξόπουλος στην “Ε”: “Οι ρόλοι μας έχουν πολλές φορές εξομολογητικό χαρακτήρα”

Γράφτηκε από την
O ηθοποιός Βασ. Ευταξόπουλος στην “Ε”: “Οι ρόλοι μας έχουν πολλές φορές εξομολογητικό χαρακτήρα”

Κάτι από τον αέρα των σταρ του παλιού ασπρόμαυρου σινεμά έχει ο Βασίλης Ευταξόπουλος, ένας από τους πιο καταξιωμένους ηθοποιούς της χώρας, μία σεμνή παρουσία που κερδίζει το θεατή με το ταλέντο και τις ποιοτικές δουλειές του.

Θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει ως “ήρεμη δύναμη” του καλλιτεχνικού κόσμου, με πολλές σπουδαίες εμπειρίες και συνεργασίες, οι οποίες τον συντροφεύουν μέχρι σήμερα. Μέσα στον μαγικό κόσμο των ηρώων του, δεν ξεχνά ποτέ τη γενέτειρά του, την Καλαμάτα, στην οποία δυστυχώς όμως ακόμα δεν έχουμε δει κάποιο από τα έργα του…

 

- Η ενασχόληση με την υποκριτική και τη σκηνοθεσία ήταν κάτι που είχατε βάλει ως στόχο μεγαλώνοντας ή προέκυψε τυχαία;

Προέκυψε. Είχα ασχοληθεί ερασιτεχνικά με το θέατρο, αλλά οι επιλογές μου ήταν άλλες όπως σκηνοθεσία, ιταλική φιλολογία, και για ένα μικρό χρονικό διάστημα ήμουν υπάλληλος στην Εμπορική Τράπεζα. Ευτυχώς πολύ γρήγορα κατάλαβα πως δεν ήμουν γεννημένος για τραπεζοϋπάλληλος και σε 3-4 ημέρες δήλωσα παραίτηση.

 

- Πώς μπήκε το θέατρο στη ζωή σας και πότε; Ποια ήταν η πρώτη σας συμμετοχή και πώς την κρατάτε στη μνήμη σας;

Είχα ασχοληθεί όπως είπα ερασιτεχνικά με αρκετές παραστάσεις στο Δήμο της Νέας Φιλαδέλφειας. Ενώ ήμουν ακόμα στον στρατό, πήρα την απόφαση κι έδωσα εξετάσεις στην σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όπου πέρασα και αποφοίτησα ως αριστούχος! Επειτα προσλήφθηκα στο Εθνικό Θέατρο, καθώς εκείνη την εποχή ο αριστούχος της σχολής διοριζόταν αυτόματα στο Εθνικό Θέατρο, κι έτσι έπαιξα στην παράσταση «Η κόρη του παντοπώλη» στη νέα σκηνή του Εθνικού. Οι κριτικές σ’ αυτήν την πρώτη επαγγελματική μου προσπάθεια δεν ήταν καλές. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την κριτική του αγαπημένου μου δασκάλου Τάσου Λιγνάδη: «Ιδιαίτερα λυπούμαι διά τον νεαρό ταλαντούχο ηθοποιό Βασίλειο Ευταξόπουλο, ο οποίος εξαναγκάστηκε να υπογράψει την προσωρινή του καταδίκη»! Ευτυχώς οι επόμενες κριτικές ήταν ιδιαιτέρως ενθαρρυντικές!

 

- Μεγαλώσατε στην Καλαμάτα. Είχατε κάποια καλλιτεχνικά ερεθίσματα εδώ, στην παιδική σας ηλικία;

Ναι, με τον αδελφό μου τον Νίκο Ευταξόπουλο και την Ισμήνη τη Γυφτάκη είχαμε ξεκινήσει τον προάγγελο του Μεσσηνιακού Ερασιτεχνικού Θεάτρου. Θυμάμαι σαν όνειρο τις ασκήσεις φωνητικής που κάναμε τότε στο ποτάμι σ’ ένα κτήριο του δήμου, θα σας γελάσω ποιο ήταν, και φυσικά κάποιες παραστάσεις τις οποίες παρουσιάζαμε σε συνεστιάσεις σε ταβέρνες. Οι πρώτες ήταν κάποια μονόπρακτα του Τσέχοφ: η «Αίτηση σε γάμο» και η «Αρκούδα», αν δεν με γελά η μνήμη μου.

 

- Είχατε την τύχη να εργαστείτε κοντά σε κάποια πολύ μεγάλα ονόματα του χώρου, όπως ο Αλέξης Μινωτής. Πώς είναι να έχει ένας ηθοποιός ένα τέτοιο εφόδιο;

Εχετε δίκιο, ήταν μεγάλη η τύχη μου να συναντήσω στο δρόμο μου σπουδαίους ανθρώπους του θεάτρου. Θα ξεκινήσω από τον δάσκαλό μου Τάσο Λιγνάδη, που μου έβαλε τον σπόρο για ν’ αγαπήσω το αρχαίο δράμα μέσα απ’ τα μαθήματά του, αναλύοντας τον ορισμό της αριστοτέλειας θεωρίας για την τραγωδία, μέσα απ’ το βιβλίο του «Το ζώο και το Τέρας». Δεν μπορώ όμως να μην αναφέρω και την πρώτη μου παράσταση στην Επίδαυρο, τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» με τον Αλέξη Μινωτή. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή της σκηνικής ανάληψής του, όταν έφευγε από την ορχήστρα. Είχα την εντύπωση ότι υπερίπταται και φυσικά στη μνήμη μου έχει φωτογραφηθεί μία Επίδαυρος ασφυκτικά γεμάτη, και όλοι οι θεατές όρθιοι να χειροκροτούν.

 

- Ποια είναι τα αγαπημένα σας διαβάσματα; Αφορούν συνήθως θεατρικά κείμενα, ή αγαπάτε και άλλα είδη;

Είναι λογικό ότι τα θεατρικά κείμενα με συντροφεύουν συνέχεια! Αγαπώ όμως πολύ και την κλασική λογοτεχνία, καθώς επίσης την ποίηση. Συχνά πυκνά ανατρέχω στο διάβασμα του “Μονογράμματος” του Οδυσσέα Ελύτη, αλλά και της συμπατριώτισσάς μας Μαρίας Πολυδούρη.

 

- Πώς πήγε μέχρι τώρα η παράσταση στην οποία λαμβάνατε μέρος, οι “Δέκα μικροί νέγροι”;

Ηταν μια ευτυχισμένη χρονιά φέτος. Μία συνεργασία με πολύ αγαπημένους και σπουδαίους συναδέλφους. Είχαμε την ευτυχία να μας επιλέξουν οι θεατές και να μας τιμήσουν δεόντως με την παρουσία τους και τις κριτικές τους. Δυστυχώς όμως η πανδημία μάς σταμάτησε βίαια στις 12 Μαρτίου, με την εξαγγελία του πρωθυπουργού για το κλείσιμο των θεάτρων - κι έτσι δεν ολοκληρώθηκε η προγραμματισμένη περίοδος των παραστάσεών μας.

 

- Το κείμενο της Αγκάθας Κρίστι, πώς το βλέπετε να τοποθετείται στο σήμερα;

Είναι ένα καλογραμμένο αστυνομικό έργο. Συγκεκριμένα είναι το πιο πολυδιαβασμένο παγκοσμίως. Καθόλου τυχαίο, γιατί σε κρατάει σε εγρήγορση από την πρώτη στιγμή μέχρι το τέλος!

 

- Παρακολουθείτε κινηματογράφο, ελληνικό και ξένο; Ποιες χρονικές περιόδους του σινεμά θεωρείτε τις αγαπημένες σας;

Αγαπώ πολύ τον κινηματογράφο. Είναι μια ευχάριστη έξοδος για μένα. Δεν έχω προτιμήσεις σε χρονικές περιόδους, είμαι όμως θαυμαστής του Ταρκόφσκι, του Μπέργκμαν, αλλά και του Αγγελόπουλου και του Βούλγαρη. Τελευταία είδα την «Ευτυχία»! Την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου του Αγγελου Φραντζή, και μ άρεσε πάρα πολύ.

 

- Πόσο δύσκολο είναι να διατηρείτε την πνευματική σας ηρεμία, μετά από μία γεμάτη ένταση παράσταση;

Δύσκολο; Μα οι ρόλοι μας έχουν πολλές φορές εξομολογητικό χαρακτήρα σε σχέση με την ανθρώπινη προσωπικότητά μας. Οπότε δεν νομίζω ότι είναι δύσκολο. Οταν έχεις καταφέρει να μεταδώσεις στο κοινό την πεμπτουσία της διαδρομής του ρόλου σου και να επικοινωνήσεις με τον θεατή, νιώθεις ευτυχία, πληρότητα και γαλήνη.

 

- Συνήθως αφήνετε το “κοστούμι” του ήρωα στο καμαρίνι φεύγοντας κάθε βράδυ, ή τον κουβαλάτε μαζί σας διαρκώς, όσο κρατά η κάθε παράσταση;

Δεν μπορώ να το αφήσω στο καμαρίνι, το φέρω καθ’ όλη την διάρκεια των παραστάσεων. Φυσικά, όχι φορώντας το όπως στην παράσταση, αλλά παρατηρώντας το. Ο ηθοποιός στη διάρκεια των παραστάσεων αποκτά μια καλλιτεχνική σοφία η οποία πηγάζει από ψυχικούς κραδασμούς κι όχι από τη γοητεία μόνο μιας βαθιάς μελέτης. Αυτή η διαδικασία δεν σταματά καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας.

 

- Επιστρέφετε στην Καλαμάτα όταν οι υποχρεώσεις το επιτρέπουν; Τι αγαπάτε στην πόλη;

Είναι τα αγαπημένα μου πρόσωπα εκεί, οι αδελφές μου, τ’ ανίψια μου. Οι φίλοι μου απ’ το σχολείο. Αγαπώ την παραλία, το ποδήλατό μου. Μια βόλτα στη θάλασσα είναι αρκετή να με ηρεμήσει από τις όποιες σκέψεις που μπορεί να με κατακλύζουν εκείνη τη στιγμή. Είναι το ησυχαστήριό μου.

 

- Το έργο του Ζίσκιντ “Το κοντραμπάσο” θα το συνεχίσετε; Γιατί δεν το έχουμε δει ως τώρα στην Καλαμάτα;

Το κοντραμπάσο είναι ένα έργο που μου κρατάει συντροφιά κοντά 25 χρόνια. Η πρώτη φορά που έπαιξα την παράσταση ήταν στο ΔΗΠΕΘΕ Χίου και η τελευταία πριν από 3 χρόνια στην Αθήνα στο Θέατρο Ιλίσια - Βολανάκης. Είναι κάτι που το έχω κοντά μου και σκέφτομαι κάποια στιγμή να ξαναγίνει. Στην Καλαμάτα το είχα προτείνει κάποια στιγμή στο ΔΗΠΕΘΕ, αλλά δυστυχώς δεν έγινε πραγματικότητα. Θα ήθελα πολύ να έκλεινα αυτό το έργο στην πόλη μου και να το μοιραστώ με τους συντοπίτες μου.

 

- Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με αυτό το κείμενο; Σας ρωτώ γιατί όλα τα άλλα έργα του Ζίσκιντ έχουν επισκιαστεί από το «Αρωμα».

Πώς προέκυψε; Από το «Αρωμα»! Αγάπησα τον συγγραφέα μέσα από αυτό το βιβλίο, έψαξα τα έργα του και βρήκα το «Περιστέρι» και το «Κοντραμπάσο». Το λάτρεψα το κείμενό του και φυσικά τον κοντραμπασίστα. Ισως βρήκα προσωπικά μου στοιχεία μέσα σε αυτόν και ήθελα να τα επικοινωνήσω και με άλλους.

 

- Πώς αντιμετωπίζετε τους κωμικούς ρόλους; Το τηλεοπτικό κοινό σάς αγάπησε πολύ μέσα από τα «Εγκλήματα» - ρόλος ο οποίος βέβαια έβγαζε ταυτόχρονα και μελαγχολία.

Δεν αντιμετωπίζω διαφορετικά τους ρόλους. Και οι κωμικοί και οι δραματικοί ρόλοι εμπεριέχονται ο ένας στον άλλον. Είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, «συγκοινωνούντα δοχεία». Ο ρόλος είναι συναίσθημα, με όποια μορφή κι αν εκφράζεται, και η δουλειά μου είναι να προσπαθήσω να τον μεταφέρω στην σκηνή με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, που δεν είναι άλλος από την αλήθεια του!

 

 

ΜΕ ΔΙΚΑ ΤΟΥ ΛΟΓΙΑ

Ο ίδιος ο Βασίλης Ευταξόπουλος, περιγράφει την πορεία της ζωής του ως εξής: “Γεννήθηκα στην Καλαμάτα. Ολα αυτά τα χρόνια περιπλανιέμαι αναζητώντας το όνειρο. Μακρύ ταξίδι. Παρασύρθηκα, ακολούθησα διάφορες διαδρομές, πήρα πτυχία, ώσπου βρέθηκα εδώ. Σε αυτό το φως. Γεμάτο φωνές, σιωπές, λύπες, χαρές. Φορώντας ζωές, στιγμές ανθρώπων που δεν γνώρισα, ανθρώπων που φαντάστηκα, ανθρώπων που επινόησαν οι σκέψεις άλλων και έγιναν δικοί μου, έγιναν εγώ. Ετσι περπατώ 34 χρόνια τώρα. Από το Εθνικό Θέατρο στον μαγικό χώρο της Επιδαύρου. Από τις νορβηγικές λεωφόρους των «Βρυκολάκων» στα λονδρέζικα σοκάκια των «σχολικών σκανδάλων». Από τα «Διαμάντια και τα μπλουζ», στις συμφωνικές ορχήστρες και τις μπάντες δωματίου με το «Κοντραμπάσο» μου, από τις «Δώδεκα Σαιξπηρικές Νύχτες» στον παρακατιανό «Μπύθουλα» του Ψαθά και στον «Χορό του θανάτου» του Στρίντμπεργκ. Θέλω να έχει μια πινακίδα ο δρόμος. «Συνεχίζεται». Δεν είναι στεγνή η διαδρομή. Συνοδεύεται από φώτα και νότες. Οπως αυτές του «Κοντραμπάσου», της «Φιλιώς» και φέτος, των «10 μικρών νέγρων»”.

 


NEWSLETTER