Σάββατο, 02 Φεβρουαρίου 2013 08:36

120 χρόνια από το πρώτο ρεπορτάζ: Το Νησιώτικο καρναβάλι στη διαδρομή του χρόνου

120 χρόνια από το πρώτο ρεπορτάζ: Το Νησιώτικο καρναβάλι στη διαδρομή του χρόνου

Το υλικό αυτό συγκεντρώθηκε αρχικά με σκοπό να εκδοθεί σε βιβλίο. Η οικονομική κρίση οδήγησε σε δεύτερες σκέψεις, καθώς οι εκδόσεις έχουν γίνει απαγορευτικές για εκείνους που έχουν την πεποίθηση ότι τα βιβλία γράφονται "για να διαβάζονται κι όχι για να παρουσιάζονται" και εκδίδονται χωρίς… χορηγούς, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Η παρουσίαση του υλικού σε συνέχειες μέσα από τις στήλες της "Ε" παρουσιάζει παράλληλα ένα σημαντικό πλεονέκτημα: Μπορεί να οδηγήσει σε διορθώσεις, συμπληρώσεις, ακόμη και σε αλλαγές εφόσον συμβάλλουν σε αυτό οι συμπατριώτες που κατέχουν υλικό ή θα ήθελαν να καταθέσουν προσωπικές μαρτυρίες. Εφόσον συμβεί κάτι τέτοιο, μια ενδεχόμενη έκδοση στο μέλλον θα είναι πληρέστερη - και ως εκ τούτου σημαντικότερη για την ιστορία του τόπου.

Μέσα από τη σειρά αυτή των δημοσιεύσεων θα "παρελάσουν" πρόσωπα και στιγμές που συνδέονται με την ιστορία του Νησιού αλλά και της χώρας. Έτσι το εγχείρημα έχει ευρύτερη σημασία που πάει μακρύτερα από την απλή περιγραφή κάποιων πραγμάτων.

Φέτος συμπληρώνονται 120 χρόνια από την πρώτη καταγραφή των αποκριάτικων εκδηλώσεων στο Νησί. Ήταν στις 14 Φεβρουαρίου 1893 όταν η εφημερίδα "Μεσσηνιακή" περιέγραφε με γλαφυρό τρόπο τα όσα συνέβαιναν στην πόλη την Καθαρή Δευτέρα. Η επέτειος αυτή δίνει την ευκαιρία να παρουσιάσω το υλικό που έχει συγκεντρωθεί μετά από μακρά έρευνα για το Νησιώτικο καρναβάλι, το οποίο έχει τεράστια διαφορά από οποιαδήποτε άλλη γιορταστική εκδήλωση στην περιοχή: Δεν πρόκειται για επινόηση κάποιων ολιγάριθμων ανθρώπων, που μπορεί να βάζουν όλο το κέφι τους για να στήσουν ένα γλέντι, αλλά αποτελεί στοιχείο συλλογικής μνήμης αμέτρητων γενιών. Το βάθος χρόνου δεν μπορεί να μετρηθεί με ακρίβεια, όχι μόνον επειδή δεν υπάρχουν προγενέστερες γραπτές μαρτυρίες, αλλά και γιατί το καρναβάλι του Νησιού συνδέεται με κατάλοιπα αρχέγονων εκδηλώσεων, τα οποία κατά πάσα πιθανότητα έφτασαν με ατελή μορφή ακόμη και στην πρώτη επίσημη περιγραφή.

Όπως φαίνεται, το γεγονός ότι αυτή η πρώτη περιγραφή γίνεται το 1893 δεν είναι τυχαίο. Έχει σχέση με τις μεγάλες ανατροπές που έφερε η σιδηροδρομική σύνδεση της Καλαμάτας με τη Μεσσήνη, η οποία ξεκίνησε δοκιμαστικά το καλοκαίρι του 1891 (1). Ετσι, δόθηκε στη συνέχεια η δυνατότητα μετακίνησης πλήθους ανθρώπων αυθημερόν ανάμεσα στις δύο πόλεις. Τα Νησιώτικα κούλουμα λοιπόν, από τοπική γιορτή, άρχισαν να παίρνουν ευρύτερα χαρακτηριστικά, έλκοντας και πολλούς ανθρώπους από την Καλαμάτα όπου ο γιορτασμός γινόταν με εκδρομή στις "εξοχές" - δηλαδή στις περιοχές κοντά στον περιορισμένης έκτασης οικιστικό ιστό (με έναν από τους δημοφιλέστερους προορισμούς τον Αγ. Κωνσταντίνο). Το Νησί συνδύαζε την εκδρομή, την εξοχή και τη διασκέδαση με τα δρώμενα που ξετυλίγονταν κατά τη διάρκεια της Καθαρής Δευτέρας.

 

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Καθορίζοντας το πλαίσιο στο οποίο ξετυλίγεται η υπόθεση του Νησιώτικου καρναβαλιού, θα χρειαστεί να ανατρέξουμε στον Βάλτερ Πούχνερ που γράφει: 

«Ο όρος carne - vale σημαίνει αποχή από το κρέας, όπως άλλωστε και ο ελληνικός όρος "απόκρεως". Η καταγωγή της γιορταστικής αυτής περιόδου, που είναι σήμερα ενταγμένη στο χριστιανικό εορτολόγιο, είναι αβέβαιη. Υπάρχουν πολλές υποθέσεις για την αρχαία γιορτή στην οποία αντιστοιχεί. Το μόνο βέβαιο είναι ότι προέρχεται από το πλούσιο σε γιορτές ελληνορωμαϊκό εορτολόγιο και είναι μια περίοδος, όπως και το Δωδεκαήμερο, που επιστρέφουν οι ψυχές των νεκρών στη γη. Τα πρωτόγονα στάδια της μεταμφίεσης συνδέονται με τη νεκρολατρία. Η σημερινή μορφή της Αποκριάς διαμορφώθηκε, καθώς φαίνεται, κατά το Μεσαίωνα και τα βυζαντινά χρόνια. Οι αποκορυφώσεις στις αποκριάτικες δραστηριότητες πέφτουν στο Σάββατο και την Κυριακή της Τυροφάγου όπως και στην Καθαρή Δευτέρα, που ανήκει βασικά ήδη στη Σαρακοστή» (2).

Κατά τον Μπαχτίν, το καρναβάλι «είναι η δεξαμενή όπου συντηρήθηκαν ένα πλήθος εορταστικές εκδηλώσεις του πιο μακρινού παρελθόντος που εξαφανίστηκαν ή εκφυλίστηκαν με το πέρασμα του χρόνου, αλλά κληροδότησαν στα νεότερα καρναβάλια κάποια βασικά στοιχεία τους: τελετουργίες, σύμβολα, ομοιώματα, μάσκες» (3).

Ο Γιάννης Κιουρτσάκης αναφερόμενος στο κύριο δομικό στοιχείο του καρναβαλιού γράφει: 

«Οι γιορτές αυτού του τύπου, που αποτελούν πρωταρχικά ένα κοσμικό γεγονός -την εναλλαγή των εποχών και την ανανέωση της φύσης- διακρίνονται από την κοινή τάση να αντιστρέφουν επίμονα και συστηματικά την τάξη και τις ιεραρχίες της κοινωνίας. Το γύρισμα του χρόνου εκφράζεται προνομιακά μ’ ένα καθολικό αναποδογύρισμα: την οικοδόμηση ενός κόσμου από την ανάποδη, όπου οι άνθρωποι βγάζουν τα ρούχα τους και τα ξαναφορούν ανάποδα, οι άντρες ντύνονται γυναίκες και οι γυναίκες άντρες, ο ζητιάνος ενθρονίζεται βασιλιάς και ο καντηλανάφτης παπάς, ο τρελός ανακηρύσσεται σοφός, ο διάβολος δοξολογείται, η θεία λειτουργία τρέπεται σε βωμολοχία κ.λπ.

Αυτή η γενική αναστροφή χαρακτηρίζει πρώτα απ’ όλα το ίδιο το καρναβάλι στη στενή του έννοια, δηλαδή την κινητή γιορτή που τελείται σε ολόκληρη τη χριστιανική προβιομηχανική Ευρώπη πριν από τη μεγάλη Σαρακοστή, σημαδεύοντας το τέλος του χειμώνα μ’ ένα οργιαστικό ξέσπασμα, το οποίο ετοιμάζει την άνοιξη, την ευφορία της γης, τη γονιμότητα των ζώων και ανθρώπων. Γιορτή που στοιχειοθετείται από ποικίλες εκδηλώσεις: τελετουργικές πράξεις, όπως οι διάφοροι καθαρμοί, η έξωση των δαιμόνων, το άναμμα και το σβήσιμο των φώτων ή μιας πυράς· δρώμενα όπως οι αγώνες μεταξύ αντίπαλων ομάδων, η στέψη και η καθαίρεση ενός πλασματικού βασιλιά, το κάψιμο ή ο ενταφιασμός ενός ανδρείκελου που αναπαριστά το χειμώνα, τον παλιό χρόνο ή τον απερχόμενο Καρνάβαλο, ο πόλεμος Καρνάβαλου και Σαρακοστής (ή η δίκη και καταδίκη του πρώτου από τη δεύτερη), αναπαραστάσεις της γενετήσιας πράξης, του θανάτου και της νεκρανάστασης, παρωδίες του γάμου και της κηδείας· γλέντια και πλουσιοπάροχα συμπόσια όπου κυριαρχούν η μέθη, η αθυροστομία και οι ξέφρενοι χοροί· και, φυσικά, μεταμφιέσεις και πομπές προσωπιδοφόρων: "αγριάνθρωποι" που φορούν δέρματα ζώων, φυλλώματα δέντρων, άχυρα και κουδούνια και κρατούν ρόπαλα ή μαγκούρες, άνθρωποι ντυμένοι αρκούδες και άλλα ζώα-πνεύματα της φύσης που εισβάλλουν έξαφνα στον κόσμο των πολιτισμένων, ή ψυχές των νεκρών που επισκέπτονται τους ζωντανούς λερώνοντας τον κόσμο, προκαλώντας τους περαστικούς, χτυπώντας τις γυναίκες, ρίχνοντας διάφορα αντικείμενα, κάνοντας εκκωφαντικούς θορύβους, μπαίνοντας μέσα στα σπίτια, αναστατώνοντας τα πάντα. Γιορτή με ολοφάνερη αγροτική προέλευση, που συνδυάζει την ανάκληση του χθόνιου κόσμου με τις επίγειες απολαύσεις, τον θάνατο με την έκρηξη της ζωής που γυρεύει, μας λένε οι λαογράφοι, να αποπέμψει τα πνεύματα του κακού και να χαρεί την καλοχρονιά και την ευημερία· που συγχωνεύει, τέλος, ένα πλήθος έθιμα του παγανιστικού κόσμου, τα οποία η Εκκλησία -μην μπορώντας να τα εξοστρακίσει- αναγκάστηκε να ενσωματώσει στον δικό της εορτολογικό κύκλο [...]

[...] Αυτά λοιπόν τα έθιμα κουβαλούν από την ύπαιθρο οι καινούργιοι κάτοικοι των αναπτυσσόμενων μεσαιωνικών πόλεων της Δύσης, όπου το καρναβαλικό τελετουργικό ανανεώνεται, μπολιάζεται με την αστική ζωή, καθρεφτίζει νέους κοινωνικούς συσχετισμούς και αποκτά καινούργιες σημασίες. Ο πόλεμος του Καρνάβαλου κατά της Σαρακοστής, της κρεοφαγίας εναντίον της νηστείας, της αφθονίας εναντίον της λιτότητας, του αισθησιασμού εναντίον της εγκράτειας, της ελευθεριότητας του γέλιου εναντίον της θρησκοληψίας, συμβολίζει τώρα τον ανταγωνισμό όχι απλώς δύο εποχών του έτους, αλλά δύο αντίπαλων κοινωνικών και πολιτισμικών χρόνων, δύο ιδεολογιών που ενσαρκώνονται σε δύο πρόσωπα φορτισμένα με αντιθετικές αξίες: Από τη μια, ο χρόνος της Εκκλησίας - χρόνος της επίσημης σοβαρότητας και των απαγορεύσεων, συμπυκνωμένος στη βλοσυρή, στεγνή και αποστεωμένη μορφή της Σαρακοστής· από την άλλη, ο χρόνος των λαϊκών και των πληβείων, των συντεχνιών και των επαγγελμάτων, του "λαού" μέσ’ από τον οποίο αναδύεται η νεόκοπη αστική τάξη - χρόνος ολοένα πιο κοσμικός, γεμάτος δυνατότητες και προσδοκίες, ταυτισμένος με την ανέμελη, πληθωρική και παχύσαρκη μορφή του Καρνάβαλου. Κι έτσι η μαγική αγροτική τελετουργία τρέπεται σε πάνδημο αστικό θέαμα - ένα θέαμα του οποίου ο λαός είναι συνάμα ο θεατής και ο πρωταγωνιστής» (4).

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο και με αυτά τα ερμηνευτικά εργαλεία θα πρέπει να διερευνηθούν τα στοιχεία του Νησιώτικου καρναβαλιού. Μια γιορτή που οι ρίζες της χάνονται στα βάθη των αιώνων και η οποία έφτασε στις μέρες μας όπως ακριβώς περιγράφει ο Μιχαήλ Μπαχτίν στο απόσπασμα που παραθέσαμε: ως μια «δεξαμενή όπου συντηρήθηκαν ένα πλήθος εορταστικές εκδηλώσεις του πιο μακρινού παρελθόντος». Για το λόγο αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανασυνθέσει κάποιος την αρχέγονη μορφή του καρναβαλιού, της οποίας μόνον θραύσματα διασώθηκαν στο πέρασμα του χρόνου - ενώ ταυτοχρόνως εμπλουτίστηκε ή διαφοροποιήθηκε με άλλα στοιχεία που έχουν ανάλογα καρναβαλικά χαρακτηριστικά.

Οι διαθέσιμες πηγές φτάνουν σε πολύ μικρότερο βάθος χρόνου από αυτό που υποδηλώνουν έθιμα και δρώμενα, αλλά επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη των "εν αγροίς" κούλουμων στο "εν άστυ" καρναβάλι του Νησιού.

 

ΚΟΥΛΟΥΜΑ 1893

Είδαμε παραπάνω ότι η πρώτη επίσημη καταγραφή των όσων συνδέονται με το Νησιώτικο καρναβάλι έχει εντοπιστεί στην εφημερίδα "Μεσσηνιακή" στις 14 Φεβρουαρίου 1893, όπου αναφέρονται χαρακτηριστικά τα εξής:

«Αι απόκρεω παρήλθον ψυχρότατα, ουδεμία κίνησις, ουδεμία μασκαράτα, εκτός μετημφιεσμένων τινών αγυιοπαίδων περιτρεχόντων εν ταις οδοίς. Τα κούλουμα όμως εν Μεσσήνη εωρτάσθησαν ασυγκρίτως καλλίτερον ή εν Καλάμαις. 

Εν Μεσσήνη, κατ’ έθιμον παλαιόν, τελείται αληθής πανήγυρις κατά την ημέραν ταύτην, αρκετά περίεργος και πρωτότυπος. Αι οικίαι κυριολεκτικώς κενούνται, αι οδοί εισί πλήρεις ανδρών και γυναικών πάσης τάξεως. Δέσποιναι και δεσποινίδες, μεταξύ των οποίων εκ των καλλιτέρων οικογενειών της πόλεως, μετημφιεσμένοι ποικιλώτατα χορεύσουσι τον συρτόν εν μεγίστη συρροή πλήθους θεατών. Πρόγραμμα ειδικόν κανονίζει τα της πανηγύρεως ήτις μετ’ ολίγον μεταβάλλεται εις αληθές πανδαιμόνιον.

Αλλά το περιεργότερον και πρωτοτυπώτερον κατά την ημέραν των κουλούμων εν Μεσσήνη είναι η κρεμάλα. Η κρεμάλα έχει καθιερωθεί διά παλαιοτάτου εθίμου ούτινος την αρχήν μάτην ανεζητήσαμεν. Είναι παιγνίδιον όλως ιδιόρρυθμον προκαλούν τους γέλωτας και τον ενθουσιασμόν των παρεστώντων, πολλά δε επεισόδια αστειότατα γεννήσαν πολλάκις. Εν κεντρικώ μέρει της πόλεως έχει στηθεί ικρίον εφ’ ου αναρτάται σχοινίον φέρον εις το άκρον σιδηρούν κρίκον. Εν ευρυτάτω κύκλω περιπολούντες επίτηδες ωρισμένα άτομα, άτινα συλλαμβάνουν πάντα -αδιακρίτως- όστις ήθελε εισέλθη εν τω κύκλω, ον φέρουσιν είτα θριαμβευτικώς εις την κρεμάλαν, τω φορούσι τον κρίκον και τον αιωρούσιν μέχρι του ύψους αυτής υπό τους παταγώδεις γέλωτας του παρισταμένου πλήθους. Εννοείται ότι το παιγνίδιον εις τους αγνοούντες αυτό καταντά τραγικώς κωμικόν εξ ου πολλάκις, ως είπομεν, αστειότατα επεισόδια συνέβησαν».

 

Σημειώσεις

(1) Στο βιβλίο των Χ.Π. Κορύλλου και Στ. Θεοχάρη "Πεζοπορία από Πατρών εις Καλάμας" που εκδόθηκε το 1891 αναφέρεται ότι «η οδός, η συνδέουσα τας δύο πόλεις, είναι τύπος ελληνικής αμαξιτού, διατηρούσης άθικτα τα ίχνη του πρώτου στρώσαντος αυτήν εργάτου. Ευτυχώς, οι τελευταίοι ταξιδεύσαντες διά της οδού ταύτης είμεθα ημείς, διότι από της επιούσης, 22ας Ιουλίου, ετέθη εις κοινήν χρήσιν η αντικαταστήσασα αυτήν σιδηροδρομική γραμμή». Στην εφημερίδα "Μεσσηνιακή" δημοσιεύτηκε πολλές φορές ως ανακοίνωση των "Μεσημβρινών Σιδηροδρόμων της Ελλάδος" το πρόγραμμα δρομολογίων που είχε υπογραφεί στις 11 Οκτωβρίου 1891, με ισχύ από τις 15 Οκτωβρίου του ιδίου έτους μέχρι τις 30 Απριλίου 1892.

(2) Βάλτερ Πούχνερ "Λαϊκό θέατρο στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια" (συγκριτική μελέτη) σελ. 77-78

(3) Γιάννης Κιουρτσάκης "Καρναβάλι και καραγκιόζης - οι ρίζες και οι μεταμορφώσεις του λαϊκού γέλιου" σελ. 58

(4) Γιάννης Κιουρτσάκης ο.π. σελ. 49-51

 

 

[Η συνέχεια στο φύλλο της Τρίτης της "Ε".]