Η παράσταση θα παιχτεί σήμερα στην κεντρική σκηνή του ΔΗΠΕΘΕΚ (στις 6 μ.μ. και στις 8 μ.μ.) από έναν θίασο εξαιρετικών κωμικών, με τον καταγόμενο από την Καλαμάτα, Χρήστο Γιάνναρη στον ρόλο του Τάσου.
Ο Πάνος Σταθακόπουλος μας μίλησε για την παράσταση που έχει χορό, τραγούδι, κλαρίνα, τζαζ, φουστανέλα, τσαρούχια, αρνιά, γίδια και πρόβατα, αλλά και για τα δύσκολα που βιώνουν οι ηθοποιοί στο χώρο του θεάτρου και της τηλεόρασης.
- Πώς αισθάνεσαι… ως Γκόλφω;
«Υπερήφανη και αισιόδοξη για την παράσταση που ξεκινάει την περιοδεία από την Αμαλιάδα που είναι η δική μου ιδιαίτερη πατρίδα και συνεχίζει στην Καλαμάτα που είναι η πατρίδα του Τάσου μου, δηλαδή του Χρήστου Γιάνναρη. Ετσι ξεκινάμε λοιπόν "επισημοποιώντας" αυτή τη σχέση στις πατρίδες και των δυο και πιστεύω ότι ο Τάσος… δεν θα μου κάνει τσαλιμάκια».
- Πρόκειται για μια παρωδία της δραματικής ιστορίας;
«Ναι, είναι γραμμένο πάνω ακριβώς στο δράμα του Περεσιάδη, οι ρόλοι και το στόρι είναι το ίδιο, απλά λόγω συγκυριών κρίσης και λοιπών προβλημάτων επιλέξαμε την παρωδία για να γελάσει ο κόσμος και να ξεχαστεί. Και είναι σίγουρο ότι συμβαίνει αυτό. Η παράσταση έχει δοκιμαστεί στην Αθήνα για περίπου ένα εξάμηνο, ξέρουμε τι υλικό έχουμε στα χέρια μας. Είναι ένα έργο γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο και έχει αρκετές ανατροπές με πρώτη και βασική ότι τους γυναικείους ρόλους Γκόλφω, Σταυρούλα, Αστέρω τους ερμηνεύουν άντρες. Επίσης παίζουμε πάρα πολύ με το κοινό, κατεβαίνοντας ανάμεσά τους, τους ρωτάμε ποια νομίζουν ότι πρέπει να πάρει ο Τάσος, τη Σταυρούλα ή τη Γκόλφω; Και είναι κάτι που αρέσει αυτό στο κοινό, να συμμετέχει».
- Εκτός από τον κόσμο, μάλλον περνάτε κι εσείς καλά.
«Εχεις απόλυτο δίκιο γιατί έχουμε κι εμείς ως ηθοποιοί τα προβλήματά μας με κύριο την ανεργία που έχει ο χώρος μας και φτάνει το 90% και το ξεπερνάει. Δυστυχώς το θέαμα πια, η διασκέδαση, είναι πολυτέλεια οπότε ο κόσμος το έχει περιορίσει πάρα πολύ, άρα κι εμείς δεν έχουμε δουλειά. Γι’ αυτό όσοι έχουμε την πολυτέλεια να βρισκόμαστε σε δουλειές προσπαθούμε να μην κοροϊδεύουμε σε καμία περίπτωση ούτε τον εαυτό μας ούτε το κοινό, που έτσι κι αλλιώς πρέπει να το σεβόμαστε. Εχουμε επίσης πολύ προσιτές τιμές για να μπορεί να έρθει ο κόσμος».
- Η κρίση όμως έχει οδηγήσει πολλούς ηθοποιούς να κάνουν παραστάσεις με χαμηλό κόστος. Αρα έχουν δουλειά έστω και υποαμοιβόμενη.
«Ισχύει αυτό, αλλά όσοι το έχουν κάνει δεν είναι ότι βγάζουν μεροκάματο, αλλά το κάνουν μόνο και μόνο για να μπορούν να εκφράζονται καλλιτεχνικά. Τουλάχιστον όσες απ’ αυτές τις δουλειές έχω υπόψιν μου, πίστεψέ με τις κάνουν οι συνάδελφοι μόνο και μόνο για να μπορούν να υπάρχουν. Οχι με την έννοια να υπάρχουν στο χώρο, αλλά να μπορούν να εξωτερικεύουν αυτά που έχουν στην ψυχή τους ως καλλιτέχνες. Οικονομικά δεν μπορείς να υπάρξεις μέσα απ’ αυτές τις δουλειές, δεν μπορείς να ζήσεις αφού τις πιο πολλές φορές δεν φτάνουν ούτε για τους καφέδες, πίστεψέ με. Και ο κάθε παραγωγός πια δεν μπορεί να ανεβάζει τις παραστάσεις που έκανε παλιά γιατί όχι μόνο δεν βγάζει πια τα χρήματά του, αλλά αγωνίζεται να παραμείνει στο χώρο. Μόνο το Εθνικό μπορεί να ανεβάζει μεγαλύτερες παραγωγές πια».
- Ναι, αλλά στο Εθνικό δεν πάει εύκολα κανείς…
«Είμαι από τους ηθοποιούς που ήμουν αρκετά χρόνια στο Εθνικό Θέατρο, αν και έχω να υπάρξω πια εκεί από το 2000. Εχουν αλλάξει τώρα πια τα πράγματα είναι αλήθεια και είναι λίγο πιο… κλειστό απ’ ό,τι ήταν παλιότερα που γίνονταν και κάποιες οντισιόν. Μάλιστα είχα πάει σε αρκετές παραστάσεις του Εθνικού μέσα από οντισιόν. Τώρα δεν μαθαίνεις καν αν γίνονται οντισιόν… είναι λίγο κλαμπ».
- Εχεις δουλέψει πολύ στην τηλεόραση που τώρα ούτε αυτή παράγει. Είναι ευκαιρία να γίνονται πια μόνο «καλές παραγωγές»;
«Είχε παραγίνει είναι η αλήθεια τα προηγούμενα χρόνια κι αυτό… έχοντας κάθε κανάλι και από 5-6 παραγωγές οι οποίες δεν είχαν και θεαματικότητα κιόλας με αποτέλεσμα να σταματούσαν κάποιες κι ας είχαμε κάνει τα γυρίσματα. Οπότε και οι ηθοποιοί που είχαν υπολογίσει ότι θα έχουν τέλος πάντων μια δουλειά, έμεναν πάλι ξεκρέμαστοι και πολλές φορές δεν πληρωνόταν ούτε γι’ αυτά που είχαν ήδη γυρίσει. Αλλά κι αυτό που έχει γίνει τώρα είναι φρικτό, δεν γυρίζεται σχεδόν τίποτα».
- Είσαι αισιόδοξος ότι θα βγούμε -γενικότερα ως κοινωνία- απ’ το «πηγάδι»;
«Αισιόδοξος είμαι ώρες ώρες γιατί βλέπω ότι άλλα μας είχαν πει και άλλα γίνονται. Από την προηγούμενη χρονιά άλλωστε μας είχαν πει ότι θα βγούμε και αντίθετα βλέπω να πιάνουμε όλο και πιο πολύ πάτο. Πιστεύω σαφώς ότι οι πολιτικοί μας φέρανε σ’ αυτό το σημείο παρά το ότι αυτοί είναι που θα έπρεπε να μας προστατεύουν. Τους ψηφίζουμε για να βλέπουν μπροστά, οπότε αν έβλεπαν ότι ο καθένας ήθελε να διοριστεί και να του γίνει το ρουσφέτι, αυτοί έπρεπε να μας είχαν σταματήσει. Είναι σαν τον πατέρα που του ζητάει το παιδί του και ένα και δύο και τρία και πολλά αυτοκινητάκια για να παίζει κι εκείνος πρέπει να ξέρει πού θα του πει όχι, πού θα βάλει τα όρια. Πιστεύω λοιπόν ότι από εμάς τους ίδιους θα αρχίσει να αλλάζει η κατάσταση, γιατί εμείς φταίμε που είχαμε εγκαταλείψει την ρίζα μας. Αφήσαμε την επαρχία, το χωριό του ο καθένας, την περιουσία του και ούτε τα βάτα στις ελιές μας δεν πηγαίναμε να κόψουμε, γιατί το βλέπαμε υποτιμητικό. Στέλναμε τους ξένους και εμείς καθόμασταν στο καφενείο».
- Και τώρα θα βάλουμε μυαλό; Ή θα το ξανακάνουμε όταν φύγουν τα δύσκολα;
«Ε, αν το ξανακάνουμε, θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Αν δεν μας γίνει μάθημα τότε θα φταίμε μόνο εμείς».
ΤΟ ΕΡΓΟ
Η φτωχή και ορφανή και άτυχη και χτυπημένη από τα βάσανα της ζωής αλλά ταυτόχρονα τίμια και παρθένα Γκόλφω, μια όμορφη νεαρή βοσκοπούλα που θα μπορούσε να ανακηρυχτεί και Μις Χελμός αν υπήρχε σχετικός διαγωνισμός στην περιοχή, χτυπημένη από τη μοίρα ξενοδουλεύει υπηρετώντας τον τσέλιγκα Ζήση. (Σκούπισμα, σφουγγάρισμα, παρκέ, πλυντήριο κ.λπ.). Ο έρωτας σημαδεύει τα φυλλοκάρδια της καρδιάς της και την κεντρική της αρτηρία όταν στην βρύση συναντάει τον Τάσο.
Ομως η Γκόλφω δέχεται ερωτικές βολές και από τον Κίτσο, το αρχοντόπουλο της περιοχής, που θέλει να την παντρευτεί μήπως και βρει την σεξουαλική του ταυτότητα η οποία αμφισβητείται από τον καλόγερο της περιοχής που λειτουργεί και σαν ψυχαναλυτής.
Το πράγμα αρχίζει να μπερδεύεται όταν στην ιστορία μπαίνει η κουτσή, καμπούρα και κακάσχημη μάνα της Αστέρω, που καπνίζει τσιμπούκι και έχει τις αντιρρήσεις της λόγω… προτέρας κακής εμπειρίας.
Παρά τις διαφωνίες της Αστέρως οι δύο νέοι αρραβωνιάζονται και ετοιμάζονται να παντρευτούν, όταν ο Τάσος δέχεται πιεστικά προξενιά για την εξαδέλφη του Κίτσου και κόρη του τσέλιγκα και εντελώς κακάσχημη Σταυρούλα. Παρά την αρχική του άμεση άρνηση, ο Τάσος τελικά δελεάζεται από τη μεγάλη προίκα της Σταυρούλας -ήταν πολλά τα λεφτά- και διώχνει την Γκόλφω. Η ιστορία συνεχίζει να μπερδεύεται και το τέλος το διαμορφώνει το κοινό!
Παίζουν: Πάνος Σταθακόπουλος, Χρήστος Γιάνναρης, Γιάννης Κοτσαρίνης, Γιάννης Μπουραζάνας, Απόλλων Μπόλλας, Βασίλης Γιαννέλος, Χρυσάνθη Θάνου, Ιωάννα Παυλίδου, Ζωή Σολδάτου, Ευαγγελία Σχοινά
Ωρες παραστάσεων: 18.00 και 21.00
Τιμές εισιτηρίων: Γενική είσοδος 15€, φοιτητικό 10€. Ισχύουν εισιτήρια ΟΓΑ
Πληροφορίες: Τηλ. 6932-431270.