Σάββατο, 20 Απριλίου 2013 17:30

Βασίλης Λουλές: "Οταν ψάχνεις τόσο βαθιά στην ψυχή ενός ανθρώπου, δεν μπορείς να είσαι άνετος και κουλ"

Βασίλης Λουλές: "Οταν ψάχνεις τόσο βαθιά στην ψυχή ενός ανθρώπου,   δεν μπορείς να είσαι άνετος και κουλ"

Ενα από τα πιο πολυσυζητημένα ντοκιμαντέρ, το «Φιλιά εις τα παιδιά» του Βασίλη Λουλέ, θα προβληθεί αύριο στις 8 μ.μ. στην αίθουσα "Αλέκος Παπαδόπουλος" του ΤΕΕ στην Κυπαρισσία, με πρωτοβουλία του Μορφωτικού-Πολιτιστικού Συλλόγου Κυπαρισσίας. Παρών θα είναι ο ίδιος ο σκηνοθέτης, που μας μίλησε για την ταινία του.

 


- Ποια ήταν η αφορμή να κάνετε αυτή την ταινία;

«Η αφορμή δόθηκε το 2005 όταν διάβασα σε μια εφημερίδα για μια έκθεση φωτογραφιών και ντοκουμέντων που είχε οργανώσει το Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδας, που είχε ως θέμα βέβαια τα κρυμμένα παιδιά, δηλαδή τα παιδιά των Εβραίων που στην Κατοχή κρύφτηκαν και σώθηκαν από το Ολοκαύτωμα. Πήγα λοιπόν στην έκθεση και με συγκλόνισε. Αρχισα να διαβάζω τις μαρτυρίες που είχαν καταθέσει τα παιδιά εκείνα (ενήλικες επιζώντες πια) και σιγά-σιγά άρχισα να μπαίνω στο κλίμα. Τότε ήταν που είχε γεννηθεί και ο δικός μου γιος, ήταν μωρό ενός έτους οπότε ήμουν πολύ κοντά σε ένα παιδί. Αρχισα λοιπόν να σκέφτομαι πώς είναι δυνατόν να μεγαλώνεις ένα παιδί κρυμμένο. Να είναι 6 - 7 ετών και να πρέπει να λέει άλλο όνομα, να μην αποκαλύπτει την ταυτότητά του, να μην βγαίνει από το σπίτι για μεγάλο διάστημα, να μην παίζει, να μην κάνει θόρυβο, να μην γελάει, να μην τραγουδάει. Ουσιαστικά η παιδική ηλικία ήταν το μεγάλο μου ερέθισμα και όχι τόσο το δράμα των Εβραίων».

 

- Η ευαισθητοποίηση για το ότι ήταν Εβραιόπουλα ωστόσο, προέκυψε;

«Επειδή έχω ασχοληθεί πολύ με την ιστορία και έχω διαβάσει αρκετά, αλλά και είχα δουλέψει και πάνω σε κινηματογραφικά επίκαιρα και αρχεία που πολλά είχαν σχέση με το Ολοκαύτωμα, πάντα είχα μια ιδιαίτερη ευαισθητοποίηση, καθώς είχα συγκλονιστεί με τις εικόνες που είχα δει. Υπήρχε λοιπόν ένα πλαίσιο κι ενώ σαφώς με συγκινούν κι άλλες ιστορίες ανθρώπων, το Ολοκαύτωμα είχε κάτι το μοναδικό, δεν είναι δυνατόν να μην σε συγκλονίσει αν μελετήσεις όλη την μηχανή που στήθηκε. Εχουν συμβεί πολλές γενοκτονίες στην ανθρωπότητα, αλλά αυτή είναι δραματικά διαφορετική».

 

- Πώς είναι δομημένη η ταινία;

 «Συνάντησα αρκετούς που τότε ήταν παιδιά, επιλέγοντας αυτούς τους πέντε καθώς ήθελα να ήταν τότε 6-7 ετών, όχι να βρίσκονταν στην εφηβεία για παράδειγμα που διαμορφώνει άλλη προσωπικότητα ένας άνθρωπος. Ολο το σενάριο της ταινίας είναι πάνω τους λοιπόν, είναι οι αφηγήσεις τους, δεν υπάρχει κάποια άλλη φωνή έστω που να εξηγεί γεγονότα. Ολα τα μαθαίνουμε μέσα από την αφήγηση αυτών των ανθρώπων που είναι παράλληλη η μία με την άλλη και παράλληλα υπάρχουν και πολλές φωτογραφίες δικές τους και των οικογενειών τους πριν τον πόλεμο, αλλά και πολλά φιλμάκια. Είτε ερασιτεχνικά φιλμάκια που είχαν τραβηχτεί από τις εβραϊκές οικογένειες πριν τον πόλεμο και τα οποία μάλιστα προβάλλονται για πρώτη φορά, ή φιλμάκια που είχαν γυρίσει Γερμανοί στρατιώτες κάνοντας βόλτες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Φιλμάκια δηλαδή τουριστικά σχεδόν».

 

- Πώς ήταν η κινηματογράφηση; Υποθέτω δύσκολη, συναισθηματικά υπερφορτισμένη;

«Ηθελαν κατ’ αρχάς να το κάνουν γιατί ένιωθαν ότι υπάρχει μια ιστορική ευθύνη και ήθελαν να καταθέσουν τις ιστορίες τους για να μην χαθούν. Οταν άρχισαν να μιλάνε κατάλαβαν ότι …είχαν μπλέξει, γιατί εγώ δεν ήθελα απλώς μια ιστορία, απλώς να μιλάνε. Ηθελα μέσα από την καταβύθιση που έκαναν στο χρόνο, να έφταναν στον πάτο. Να μπει το μαχαίρι στο κόκαλο δηλαδή. Ηταν λοιπόν οι ερωτήσεις που τους έκανα πάρα πολύ επώδυνες και καμιά φορά σταματούσαν γιατί είτε δεν θυμόντουσαν πραγματικά είτε γιατί δεν ήθελαν να θυμηθούν. Επρεπε να ψάξουν πράγματα θαμμένα, σκεπασμένα από άλλες μεταγενέστερες μνήμες και αφηγήσεις και καμιά φορά δεν ξέρεις αν είναι η πραγματική μνήμη αυτή. Εκανα λοιπόν μια δουλειά μεγάλη μαζί τους κι ήταν σαν να έχεις έναν τοίχο που έχει πέσει πολύς σοβάς, μπογιά, λάσπη και ξύνεις λίγο-λίγο για να αποκαλύψεις ξανά την πέτρα. Κάποια στιγμή λοιπόν η πέτρα αποκαλύφτηκε ή έμεινε και λίγο από τα πρόσθετα υλικά, αλλά πάντως έγινε μια δουλειά στις μνήμες πολύ βαθιά. Και ξέρετε, με δυσκολίες, γιατί είχαμε και τους θυμούς μας και τις διαφωνίες μας, ακόμα και συγκρούσεις μεταξύ μας».

 

- Συγκρούσεις γιατί;

«Γιατί όταν ψάχνεις τόσο βαθιά στην ψυχή ενός ανθρώπου, εσύ που κινηματογραφείς στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορείς να είσαι άνετος και κουλ. Ε, όταν λοιπόν με απογοήτευαν τους το έλεγα. Τους έλεγα δηλαδή, δεν πιστεύω ότι αυτό που λες έγινε έτσι… και θύμωναν. Επίσης τους έλεγα εγώ τα δικά μου συναισθήματα και είχαμε μια σχέση ανταλλαγής συναισθημάτων και πληροφοριών που νομίζω ότι έχει ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Οσο κι αν προσπάθησα να σταθώ ψύχραιμος και αποστασιοποιημένος από τις ιστορίες τους και τους ίδιους δεν μπορούσα λόγω χαρακτήρα. Πολλές φορές σταματούσα το γύρισμα γιατί εγώ δεν μπορούσα να συνεχίσω επειδή ήμουν φορτισμένος συναισθηματικά».

 

- Νιώσατε και ως εξομολόγος;

«Οχι ακριβώς, αλλά έπαιξα νομίζω πολλές φορές λίγο το ρόλο του ψυχαναλυτή οδηγώντας τους σε μονοπάτια κάπως πιο ασφαλή ώστε να μην πέσουν στα βαθιά. Από την άλλη δεν είμαι επαγγελματίες ψυχαναλυτής, οπότε σε τέτοιο επίπεδο κινηθήκαμε».

 

- Η ταινία έχει μεγάλη απήχηση, στους μόλις δύο μήνες από την κυκλοφορία της. Οι θεατές τι σας λένε;

«Απ’ ό,τι έχω δει στις προβολές, επειδή η ταινία παρουσιάζει μια ολόκληρη εποχή, την Ιστορία δηλαδή μέσα από τις ιστορίες των παιδιών, δημιουργεί ένα ολόκληρο κλίμα στην αίθουσα. Μπαίνεις μέσα στο δράμα, ταξιδεύεις μαζί τους και μοιράζεσαι τα συναισθήματά τους. Αλλά και τα συναισθήματα εκείνων που έσωσαν αυτά τα παιδιά, οι οποίοι ήταν χριστιανοί που περιέθαλψαν με κίνδυνο της δικής τους ζωής αυτά τα παιδιά. Και στην ταινία τα παιδιά μιλούν με μοναδικό τρόπο για την αυταπάρνηση αυτών των ανθρώπων που ήταν οι δεύτεροι γονείς τους και που είχαν μεγάλη γενναιότητα. Από τη μια μεριά λοιπόν ο θεατής έχει το δράμα των παιδιών μπροστά του και από την άλλη ανεβαίνει το ηθικό του όταν ακούει για εκείνους τους ανθρώπους που είχαν τόση παλικάρια».

 

Η ΤΑΙΝΙΑ

Μια ταινία ντοκιμαντέρ διάρκειας 115 λεπτών, παραγωγής 2011-2012.

Πέντε μικρά Εβραιόπουλα στην Ελλάδα της γερμανικής Κατοχής που σώθηκαν από το θάνατο χάρις σε οικογένειες Χριστιανών, πέντε "κρυμμένα παιδιά" που έζησαν μέσα στην απόλυτη σιωπή, αφηγούνται τις ιστορίες τους. Ιστορίες τρόμου κι αγωνίας αλλά και στιγμές παιδικής ανεμελιάς μέσα στην αγκαλιά των ξένων. Στοργικές φωλιές, κρυφοί παράδεισοι μακριά από τη φρίκη του Ολοκαυτώματος. Πέντε παιδιά που μεγάλωσαν απότομα.

Η Ροζίνα, ο Σήφης, η Ευτυχία, η Σέλλυ και ο Μάριος πέρασαν τη ζωή τους κουβαλώντας πάντα μαζί τη μνήμη χιλιάδων παιδιών: εκείνων που δεν πρόλαβαν ποτέ να μεγαλώσουν.

Η ταινία παρακολουθεί αυτά τα πρόσωπα από την παιδική ηλικία μέχρι σήμερα, φέρνοντας στο φως πολύτιμα προσωπικά τους ντοκουμέντα -ένα παιδικό ημερολόγιο, μια σχολική έκθεση, φωτογραφίες και οικογενειακά φιλμάκια- τεκμήρια μιας ολόκληρης εποχής. Παράλληλα, σκιαγραφείται η ζωή των εβραϊκών κοινοτήτων της Ελλάδας πριν τον πόλεμο και αποκαλύπτονται σπάνιες εικόνες της κατεχόμενης Αθήνας και Θεσσαλονίκης, μέσα από κινηματογραφικά αρχεία, ερασιτεχνικές ταινίες Γερμανών στρατιωτών και παράνομες λήψεις Ελλήνων πατριωτών.

Τα γυρίσματα έγιναν σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Χανιά και στο Αουσβιτς της Πολωνίας.

Η ταινία έχει αποσπάσει τα εξής βραβεία:

Greek Film Festival Chicago, USA 2012, βραβείο κοινού. “Αγών”-Διεθνής Συνάντηση Αρχαιολογικής Ταινίας 2012, Αθήνα- βραβείο σκηνοθεσίας της Διεθνούς Κριτικής Επιτροπής και βραβείο κοινού. Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για παιδιά και νέους 2011, βραβείο της Διεθνούς Κριτικής Επιτροπής για το καλύτερο ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, βραβείο της Κριτικής Επιτροπής των παιδιών για το καλύτερο ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους. Φεστιβάλ Ελληνικού Ντοκιμαντέρ Χαλκίδας 2011, βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, βραβείο σκηνοθεσίας και βραβείο μουσικής.

Συντελεστές: Μαρτυρίες - αφήγηση: Ροζίνα Ασσέρ-Πάρδο, Σήφης Βεντούρας, Ευτυχία Νάχμαν-Ναχμία, Σέλλυ Κούνιο-Κοέν, Μάριος Σούσης.

Ερευνα Βασίλης Λουλές - Ρέα Αποστολίδη με τη συνεργασία του Εβραϊκού Μουσείου της Ελλάδος, φωτογραφία Δημήτρης Κορδελάς, μουσική Νίκος Κυπουργός.