Σάββατο, 13 Απριλίου 2024 08:03

Ο Αλέξανδρος Ρήγας για «Το τάβλι»: «Θα ήθελα να μεταφέρω ατόφιο το μήνυμα του Κεχαΐδη»

  

«Το τάβλι» του Δημήτρη Κεχαΐδη, σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ρήγα, περιοδεύει σε όλη την Ελλάδα και παρουσιάζεται στην Καλαμάτα σήμερα Σάββατο σε διπλή παράσταση στο Πνευματικό Κέντρο, στις 6:15 μ.μ. και στις 9:15 μ.μ.

Οι πρωταγωνιστές της είναι ο Αλέξανδρος Ρήγας στον ρόλο του Κόλια Παγουρόπουλου και ο Αντώνης Κρόμπας στον ρόλο του Φώντα Καλαφατίδη. Με έντονο το λαϊκό στοιχείο, οι ήρωες του έργου είναι «λαμόγια», που μ’ έναν μαγικό τρόπο, σου προκαλούν συμπάθεια, μέσα σε ένα «λούμπεν» μεταπολεμικό περιβάλλον. Οι πικρές αλήθειες που προβάλλει ο συγγραφέας, γίνονται γλυκά χαμόγελα στα χείλη των θεατών.

«Είναι δυο άνθρωποι που σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν πρότυπα, παρά μόνο αρνητικά και ακριβώς αυτό είναι που θέλω να παρουσιάσω σκηνοθετικά, κάτι που φαντάζομαι ήταν η απόλυτη πρόθεση του Κεχαΐδη» αναφέρει μεταξύ άλλων ο σκηνοθέτης, ηθοποιός και σεναριογράφος μεγάλων θεατρικών και τηλεοπτικών επιτυχιών Αλέξανδρος Ρήγας με αφορμή την παράσταση. Περισσότερα στην συνέντευξη που ακολουθεί:

 

Συνέντευξη στην Κωνσταντίνα Δρακουλάκου

 

"Το τάβλι" γράφτηκε και παρουσιάστηκε το 1972, εν μέσω της δικτατορίας, στο θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν και έκτοτε, αποτελεί  ένα  έργο σταθμό της ελληνικής δραματουργίας που μετρά πολλά ανεβάσματα και μεγάλες επιτυχίες. Ποιες είναι οι αναμενόμενες προκλήσεις και προσδοκίες που έχετε ως σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής του έργου; Πώς προετοιμάζεστε για τον διπλό αυτό ρόλο και ποια είναι η αντίληψή σας για τη σημασία του έργου στο σημερινό θεατρικό περιβάλλον;

Η πρόκληση έχει να κάνει με αυτή καθεαυτή την ουσία της ερώτησης. Είναι ένα έργο πολύ γνωστό, με πολλά χιλιόμετρα στο θεατρικό σανίδι, το οποίο έχει χρωματιστεί με πολλές αναγνώσεις, οπότε η πρόκληση είναι η δικιά μας ανάγνωση να μπορέσει να δώσει την ευκαιρία στο κοινό να έχει μια καθαρή εικόνα όσων φαντάζομαι εγώ ως σκηνοθέτης πως ήθελε να σχολιάσει ο Κεχαΐδης. Όσον αφορά τις προσδοκίες, προσπαθώ ο ρόλος του σκηνοθέτη να είναι εντελώς αόρατος – θέλω να είναι σχεδόν ντοκιμαντερίστικος,  ώστε να είναι καθαρός ο λόγος και η σχέση των ηρώων. Έχει ιδιαίτερη αξία σε κοινωνικό επίπεδο, γιατί πρόκειται για ένα έργο «κεντρί» που έρχεται με έναν οξύ τρόπο να μας θυμίσει τις παθογένειες και όλο το αρνητικό πρόσημο αυτή της φυλής, που παρά τα δεκάδες θετικά στοιχεία της, είναι παρόν εδώ και αιώνες και ευθύνεται για τα δεινά στην καθημερινότητά μας.

 

Πώς αντιλαμβάνεστε τη σημασία του χιούμορ στο έργο και πώς προσπαθείτε να το διαχειριστείτε στην παράσταση;

Το χιούμορ είναι σε δεύτερη ανάγνωση, δεν κάνει καμιά προσπάθεια ο Κεχαΐδης να φτιάξει αυτό που λέμε στην θεατρική γλώσσα «κωμικό περιβάλλον», οπότε οποιαδήποτε πρόθεση να χαμογελάσουμε ή να γελάσουμε πικρά με τους ήρωες έρχεται σε ένα δεύτερο επίπεδο. Το ιδανικό για μένα θα ήταν να βγει μέσα από την πρόθεση για μη χιούμορ.

 

Πώς η ελληνική κοινωνία και η κατάστασή της αντικατοπτρίζονται στο έργο;

Ο Κεχαΐδης δεν επεκτείνει το πέπλο πάνω σε όλη την ελληνική κοινωνία, έχει απομονώσει μια πολύ συγκεκριμένη, σε πολλά εισαγωγικά «φυλή», που σε μερικά σημεία μπορεί να φτάσει και τα όρια του λούμπεν. Δυο πολύ γνωστές φιγούρες της δεκαετίας του ’50, δυο εξαθλιωμένοι νεοέλληνες που προσπαθούν με κάθε τρόπο να κάνουν μην μεγάλη ζωή, την μεγάλη μπίζνα και αυτός ο οδοστρωτήρας των μεγάλων επιθυμιών και των μεγάλων ονείρων, όταν βάζει μπρος την μηχανή θερίζει ιδεολογίες, σχέσεις, θεσμούς και πάνω σε αυτόν τον θερισμό ξεδιπλώνεται το ελεεινό κομμάτι της φυλής μας που ξεπουλάει τα πάντα στον βωμό του χρήματος

 

Η πολιτική κατάσταση και οι κοινωνικές συνθήκες της δεκαετίας του '70 πώς επηρεάζουν τη σκηνοθεσία και την ερμηνεία του έργου;

Το έργο αφήνει πολλά ανοιχτά παράθυρα για μια ανάγνωση τόσο της δεκαετίας του ‘60 όσο και του ‘50 - δεν έχει τα σαφή χρονιά όρια μέσα στα οποία εντοπίζονται οι συγκεκριμένοι ήρωές. Είναι οι ήρωες που ανήκουν στην μεταπολεμική γενιά, που έχουν βγει από τα μετεμφυλιακά τραύματα και που άρχισαν να βιώνουν μια καινούργια πραγματικότητα. Σε ποια δεκαετία βρίσκονται, πολύ μικρό ρόλο παίζει.

 

Πώς βλέπετε το μέλλον του θεάτρου και της παραγωγής έργων στη σημερινή ελληνική κοινωνία;

Ένας τρόπος υπάρχει να προβλέψεις το μέλλον σε οποιοδήποτε φαινόμενο: να κρίνεις από το παρόν – πράγμα το οποίο είναι και εντελώς λανθασμένο γιατί το παρόν διαρκώς αλλάζει. Το σημαντικό είναι πως η θεατρική Αθήνα είναι μια πολύ ζωντανή πρωτεύουσα, έχει μια πολυπλοκότητα που είναι χρωματιστή, που είναι άκρως ενδιαφέρουσα, έχει παραστάσεις που μπορεί να αγαπήσεις, μπορεί να μισήσεις. Και το σημαντικό είναι επίσης πως υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν πάρα πολύ το θέατρο, τόσο άνθρωποι που είναι πάνω στην σκηνή, που φτιάχνουν παραμύθια, όσο και ένα τεράστιο κοινό που αγαπάει να βλέπει αυτά τα παραμύθια.

 

Πώς θεωρείτε ότι το ελληνικό θέατρο αντιμετωπίζεται σε διεθνές επίπεδο;

Χωρίς να έχω ακριβώς γνώση τι ακριβώς συμβαίνει με την παρουσία των θεατρικών πραγμάτων στην παγκόσμια κοινότητα, θα τολμούσα να πω πως η παρουσία μας -πέρα από τις πολύ γνωστές μπράντες όπως είναι ο Παπαϊωάννου ή το Εθνικό Θέατρο- ακολουθεί την παρουσία πολλών άλλων φαινομένων. Βγαίνουμε προς τα έξω με μια διάθεση λίγο «τουριστική». Θα ήθελα να καμαρώνω ως Ελληνας αν υπήρχε μια σε πολλά εισαγωγικά πιο «επιθετική» πολιτική προς τα έξω. Αλλά και προς τα μέσα. Ο πολιτισμός θα μπορούσε να είναι ένα πολύ ισχυρό κομμάτι. Σε μια τόσο έντονη θεατρικά Αθήνα και Ελλάδα, αισθάνομαι πως δεν έχουμε βρει την φόρμουλα που θα μπορεί να ακουμπάει στα εκατομμύρια των ανθρώπων που έρχονται να γνωρίσουν κάθε χρόνο αυτό που σημαίνει Ελλάδα. Και να μην μένουμε μόνο σε αυτά που είχαμε.

 

Αρετές αναδεικνύετε στο έργο;

Για μένα η ομορφιά αυτών των συγκεκριμένων ηρώων είναι πως είναι ελεεινοί, δεν αντιμετωπίζουν κανένα ηθικό δίλημμα, όλα είναι προσχηματικά, ακόμη και το ξεπουλημένο συναίσθημά τους απέναντι στα πιο ιερά πράγματα όπως η οικογένεια ή η ερωτική σύντροφος. Είναι δυο άνθρωποι που σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν πρότυπα, παρά μόνο αρνητικά και ακριβώς αυτό είναι που θέλω να παρουσιάσω σκηνοθετικά, κάτι που φαντάζομαι ήταν η απόλυτη πρόθεση του Κεχαΐδη. Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι είναι δυο χαρακτήρες που όταν τους βλέπει κανείς λέει «ποτέ μην γίνεις έτσι. Ας είσαι έτσι είσαι λάθος».

 

Πώς η δράση του Φώντα και του Κόλια αποκαλύπτει τις αδυναμίες και τις αρετές τους ως χαρακτήρων;

Αρετές υπάρχουν στην θεατρική τους φόρμα, γιατί είναι δυο καλοφτιαγμένοι χαρακτήρες και μπαινοβγαίνουν σε μια κατάσταση ψέμματος και αλήθειας. Η αλήθεια είναι ότι τα ξεπουλάνε όλα, το ψέμμα τους είναι «ότι θα παραστήσω ότι με ενοχλεί που τα ξεπουλάω». Ως θεατρικά πλάσματα, έχουν τεράστιες αρετές γιατί είναι καλοδουλεμένα από τον συγγραφέα τους. Ως άνθρωποι που καθρεφτίζονται πίσω από τα θεατρικά πλάσματα, αντιπροσωπεύουν το απόλυτο, χυδαίο κακό. Την μιζέρια και την ελεινότητα μιας μεγάλης μερίδας της ελληνικής κοινωνικής διαστρωμάτωσης, που δυστυχώς υπήρξε πάρα πολύ έντονο και υπάρχει με άλλους τρόπους ακόμη και σήμερα.

 

Ποιες είναι οι σημαντικότερες εξελίξεις στην πλοκή που προκαλούν την προσοχή του κοινού;

Θεωρώ πολύ καλοδουλεμένο το κείμενο -ο Κεχαΐδης έχει φτιάξει με μεγάλη μαεστρία τον Κόλια και τον Φώντα. Την στιγμή που μιλάμε δεν έχουμε ακόμη ακουμπήσει στο κοινό, δεν έχουμε ξαφνιαστεί θετικά ή αρνητικά ακόμη. Όλα αυτά τα έργα είναι νατουραλίστικα, όπως ανέφερα και πριν ντοκουμαντερίστικα. Σίγουρα στο μυαλό μου υπάρχουν πολλές ανατροπές και πολλές εκπλήξεις αλλά αυτά ζωγραφίζονται πάντα σε σχέση με το κοινό που παρακολουθεί. Αυτό αναδεικνύει ή δεν αναδεικνύει πόσο εσύ είσαι καλός και του έδειξες αυτό που θέλεις να πεις.

 

Ποιο είναι το κύριο μήνυμα που επιθυμείτε να μεταδώσετε μέσω αυτής της παράστασης;

Θωρούσα πάντα ότι πέρα από πολύ συγκεκριμένες εξαιρέσεις ο σκηνοθέτης οφείλει πάντα μόνο ένα πράγμα: να μεταφέρει το μήνυμα του συγγραφέα. Για μένα ο σημαντικός σκηνοθέτης είναι αυτός που δεν φαίνεται. Το μήνυμα που θα ήθελα να μεταφέρω είναι ατόφιο το μήνυμα του Κεχαΐδη.

 

Ο κόσμος σας αγάπησε φανατικά κυρίως από την τηλεόραση. Η επαφή σας με το τηλεοπτικό κοινό τι σας έχει προσφέρει;

Η τηλεόραση ήταν τα πρώτα χρόνια αλλά από το 2000 προτίμησα πολύ έντονα την θεατρική ενασχόληση. Υπάρχει ένα μεγάλο μέρος του τηλεοπτικού κοινού που ακολούθησε και τις δουλειές μου στο θέατρο. Τόσο το θεατρικό όσο και το τηλεοπτικό κοινό, σε καθαρά προσωπικό επίπεδο, προσφέρει πάντα αυτό που ο καλλιτέχνης έχει ανάγκη: την αποδοχή που πιστεύω πως είναι το ζητούμενο σε όλους όσους ασχολούνται με αυτή την δουλειά.

 

Ραδιοφωνικά σας συναντάμε κάθε Σαββατοκύριακο στο Κανάλι 1 του Πειραιά παρουσιάζοντας την εκπομπή "Gros Plan". Θα θέλατε να  μας μιλήσετε για την εμπειρία σας στο ραδιόφωνο και γιατί αποφασίσατε να ασχοληθείτε με αυτό;

Το ραδιόφωνο είναι κάτι που το κουβαλάω από το 1987, όταν ήμουν ακόμη φοιτητής στην δραματική σχολή. Επαγγελματικά ξεκίνησα το 1989 και όλα αυτά τα χρόνια «πηγαινοέρχομαι» - τις περιόδους που δεν έχω πολύ δύσκολα ωράρια λόγω τηλεόρασης. Και πάντα με την ίδια εκπομπή, που έχει να κάνει με τραγούδια και μουσικές από τον χώρο του παγκόσμιου κινηματόγραφου, του θεάτρου και της τηλεόρασης, της κλασσικής και της ροκ όπερας. Ό,τιδήποτε έχει ανάγκη την μουσική για να εκφράσει μια εικόνα,  υπάρχει ως θεματική μέσα στην εκπομπή. Όλα αυτά τα χρόνια η εκπομπή μου έχει δώσει την ευκαιρία  να έχω ένα τεράστιο αρχείο, πολύ σπάνιο, για το οποίο είμαι πάρα πολύ περήφανος. Μοιράζομαι με τους ακροατές με έναν  τρόπο  μαγικό, μεταφυσικό όπως είναι πάντα το ραδιόφωνο, ιστορίες μέσα από τα τραγούδια. Ιστορίες γνωστές, λιγότερο γνωστές, ιστορίες της δεύτερης σελίδας, πάντα και με πρώτο πλάνο τα τραγούδια. Που και πάλι είναι τραγούδια είτε γνωστά -που δεν τρελαίνομαι – είτε τραγούδια λιγότερο γνωστά. Εδώ κι ένα χρόνο βρίσκομαι στο ΚΑΝΑΛΙ 1 του Πειραιά και κάνω για πολλοστή φορά την εκπομπή μου που λέγεται GROS PLAN παρουσιάζοντάς την σε ένα κοινό που δεν το ήξερα, το κοινό του Πειραιά, μιλώντας παράλληλα για τον κινηματογράφο, το θέατρο, την τηλεόραση -γιατί για τίποτα άλλο δεν μπορώ να μιλήσω. Μπορώ δηλαδή - αλλά δεν μπορώ.

 

 

«Το τάβλι», γράφτηκε και παρουσιάστηκε το 1972, εν τω μέσω της δικτατορίας, στο θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν και έκτοτε, αποτελεί  ένα από τα έργα σταθμό της ελληνικής δραματουργίας. Ένα πρωτοποριακό έργο με βέβηλη σάτιρα και ευφυΐα, που μετρά πολλά ανεβάσματα και μεγάλες επιτυχίες.

Η ρεαλιστική γραφή του συγγραφέα εντοπίζει και αντικατοπτρίζει τον πυρήνα του νεοέλληνα. Την κατάσταση του, τα όνειρά του, την καπατσοσύνη του, αλλά και τον αμοραλισμό του. Την ανήθικη ηθική του, που μπροστά στο χρήμα και στην εκ γενετής, θα ’λεγε κανείς, επιθυμία του να ξεφύγει από τα αδιέξοδα του -οικονομικά, μα και κοινωνικά, είναι πρόθυμος να θυσιάσει τα πάντα. Σχέσεις, ανθρώπους, λογική, ηθική και αγάπη. Ακόμα και το τόσο παινεμένο ελληνικό φιλότιμο, γίνεται λευκή σημαία παράδοσης στα ζάρια.

Οι νεοέλληνες ήρωες του Δημήτρη Κεχαΐδη, δεν ξεγελάνε όμως τη ζωή. Εξαπατούν τους εαυτούς τους και κρατάνε στα χέρια τους καθρέφτες, που πάνω τους παίζουν πόρτες, πλακωτό και φεύγα. Για να μας δείξουν όχι ποιοι είμαστε, αλλά ποιοι δεν πρέπει να είμαστε.

Το Τάβλι, είναι ένα έργο με εξαιρετική πλοκή και δαιμονιώδη ρυθμό. Έχει έντονο, ιδιαίτερο, σαρκαστικό και κυνικό χιούμορ. Είναι μια διεισδυτική ματιά στην ανθρώπινη κωμωδία που κρύβεται στις μικρές τραγωδίες.

Με έντονο το λαϊκό στοιχείο, οι ήρωες του έργου είναι «λαμόγια», που μ’ έναν μαγικό τρόπο, σου προκαλούν συμπάθεια, μέσα σε ένα «λούμπεν» μεταπολεμικό περιβάλλον. Οι πικρές αλήθειες που προβάλει ο συγγραφέας, γίνονται γλυκά χαμόγελα στα χείλη των θεατών.

 

Δυο λόγια για την υπόθεση

Ο Φώντας (Αντώνης Κρόμπας) και ο Κόλιας (Αλέξανδρος Ρήγας) δύο φίλοι και κουνιάδοι, ξυπνάνε από τη μεσημεριανή τους σιέστα και ακολουθούν την ιεροτελεστία τους: καφές, τάβλι πρωταθλητών και αναζήτηση της μπίζνας που θα τους κάνει πλούσιους και σημαντικούς.

Ο Φώντας, άεργος οραματιστής του εύκολου χρήματος, γεννάει κατά κόρον ιδέες έτοιμες προς εξαργύρωση. Ο Κόλιας, λαχειοπώλης με παρελθόν αντιστασιακού  -έτσι τουλάχιστον διατείνεται ο ίδιος - αντιστέκεται στις εύκολες ιδέες. Μέχρι ο Φώντας να τον πείσει για τις μεγάλες στιγμές που έρχονται.

Δυο χαρακτήρες αυθεντικοί, λαϊκοί και απόλυτα αναγνωρίσιμοι. Ανέχονται και εκμεταλλεύονται ο ένας τον άλλον.

Κατά τη διάρκεια της συζήτησής τους, οι τόνοι ανεβαίνουν. Φεύγουνε οι κοινωνικοί τύποι και τα στόματα ανοίγουνε και λένε αλήθειες. Αλήθειες που πονάνε και προβληματίζουν. Σύντομα, αλληλο-ανακαλούν και συνεχίζουν «μονιασμένοι» να καταστρώνουν τα σχέδια τους για υπερπόντια ταξίδια και εκμετάλλευση ανθρώπων και αναγκών. Με κοινό παρονομαστή την ψευδαίσθηση, στοχεύουν στο να γίνουν σπουδαίοι άνθρωποι, μα οδεύουν στο να γίνουν τιποτένια τέρατα.

 

«Το Τάβλι», του Δημήτρη Κεχαΐδη

Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Ρήγας

Παίζουν: Αλέξανδρος Ρήγας, Αντώνης Κρόμπας

Κείμενο: Δημήτρης Κεχαΐδης

Σκηνικά: Λία Ασβεστά

Διεύθυνση Φωτογραφίας: Αλέκος Αναστασίου

Ενδυματολογία: Ελένη Μπλέτσα

Μουσική Επιμέλεια: Αλέξανδρος Ρήγας

Φωτογραφίες: Χάρης Γερμανίδης

Graphic Design: GridFox Team, Γιάννης Στιβανάκης

Βοηθός Σκηνοθέτη: Δημήτρης Τοπαλίδης

Επόμενες παραστάσεις: 14/4 | Πάτρα, 15/4 | Πύργος, 16/4 | Λάρισα, 17/4 | Κατερίνη, 18/4 | Καρδίτσα, 19/4 | Γρεβενά, 20/4 | Τρίκαλα, 21/4 | Λάρισα, 22/4 | Λαμία, 24/4 | Κόρινθος

Προπώληση εισιτηρίων: more.com


Διαβάστε επίσης: «Οι φόνισσες της Παπαδιαμάντη» των Ρήγα – Αποστόλου

Αλέξανδρος Ρήγας: Ηθοποιός, σκηνοθέτης, θεατρικός συγγραφέας... και στην καταγωγή Μεσσήνιος!