Κυριακή, 13 Ιουλίου 2014 08:42

Δώρα Γιαννίτση: «Η "Αντιγόνη" παραμένει επίκαιρη και διαχρονική»

Γράφτηκε από την

"Η "Αντιγόνη" παραμένει επίκαιρη, είναι διαχρονική" μας λέει η Δώρα Γιαννίτση, ηθοποιός αλλά και πρόεδρος του Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού που εδρεύει στη Μόσχα. Αφορμή για την κουβέντα μας είναι η παράσταση της "Αντιγόνης" που θα παρουσιαστεί στην Αθήνα στις 30 και 31 Ιουλίου, αλλά και στο αμφιθέατρο του Κάστρου της Καλαμάτας το Σάββατο 2 Αυγούστου.

Η παράσταση αρχικά παρουσιάστηκε στις 21- 22-23 Φεβρουαρίου στη Ρωσία, από το Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού και το θέατρο της Μόσχας «Luna Theater» σε σκηνοθεσία του γνωστού δραματουργού και σκηνοθέτη Αλεξάντρ Σμολιακόφ.


- Τι είναι για εσάς η "Αντιγόνη"; Οχι μόνο ως έννοια αλλά και ως ρόλος.

«Δουλέψαμε με μεράκι, με συνέπεια, με ευθύνη απέναντι στο θεατή. "Ούτοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν («Εγώ γεννήθηκα για ν΄ αγαπώ και όχι να μισώ)», απευθύνεται η Αντιγόνη στον Κρέοντα, αφοπλίζοντάς τον με την πεποίθηση-μήνυμά της για καθολική αγάπη, ανωτερότητα και συγχώρεση. Ελπίζουμε αυτό το μήνυμα να καταφέραμε να το μεταφέρουμε στο θεατή. Οσον αφορά εμένα προσωπικά, η δική μου "Αντιγόνη" είναι απόλυτα ανθρώπινη. Ευαίσθητη, τρυφερή, πιστή στο καθήκον, δυνατή. Την κυριεύει ο φόβος εν όψει του θανάτου, αλλά καταφέρνει να τον ξεπεράσει, αφού είναι πεπεισμένη ότι πράττει το σωστό, υπακούοντας και τηρώντας τους άγραφους και ηθικούς, διαχρονικούς και καθολικούς νόμους. Αντιμετωπίζει με συνέπεια στις αρχές της, με απόλυτη αξιοπρέπεια της προκλήσεις, τις καταδρομές της μοίρας της. Εν τέλει οδεύει ως απόλυτος νικητής, κατέχοντας τη γνώση της αλήθειας και της αρετής, στο θάνατο-λύτρωση».

- Εχει αναγωγή στο σήμερα η "Αντιγόνη";

«Η "Αντιγόνη" παραμένει επίκαιρη, είναι διαχρονική. Το κείμενο του Σοφοκλή είναι τόσο δυνατό, αγέρωχο και αναλλοίωτο-άτρωτο στο χρόνο, που δίκαια αποτελεί ένα από τα ομορφότερα δείγματα της παγκόσμιας λογοτεχνικής κληρονομιάς, σύμβολο συνέπειας στο χρέος, στους άγραφους νόμους, πίστης σε διαχρονικές αξίες και ιδανικά, φορέα μηνύματος καθολικής αγάπης, ανθρωπιάς, ανθρωπισμού, πραγματικής αρετής. Η ανωτερότητα, η ψυχική ευγένεια, η προσήλωση, η πίστη της Αντιγόνης σε αρχές συνθέτουν εκείνα τα στοιχεία του χαρακτήρα της, που αφοπλίζουν και τον πλέον δύσβατο, ψυχικά, και δύσκαμπτο, πνευματικά, θεατή. Πρόκειται για διαχρονικά μηνύματα που ευχής έργον θα ήταν να λαμβάνονται υπ΄ όψιν από εκείνα τα διεθνή κέντρα εξουσίας και αποφάσεων, που οδηγούν την ανθρωπότητα στον 3ο παγκόσμιο οικονομικό (και όχι μόνο) πόλεμο».   

- Η σκηνοθετική κατεύθυνση πού κινείται;

«Ο σκηνοθέτης της παράστασης Αλεξάντρ Σμολιακόφ, πέραν της σκηνοθετικής του δράσης, είναι ένας από τους καλύτερους γνώστες του αρχαίου δράματος στη Ρωσία, συγγραφέας και δραματουργός ο ίδιος. Προσέγγισε την "Αντιγόνη" με μεγάλο σεβασμό, με συναίσθηση της ευθύνης, του τεράστιου δραματουργικού και νοηματικού φορτίου και πλούτου, που καλείται να μεταφέρει, να προβάλει στο θεατή, προβαίνοντας, παράλληλα, σε μείωση των χορικών, σε μία δραματουργική διασκευή, που σε καμιά περίπτωση δεν καθιστούν φτωχότερο, δεν αλλοιώνουν το αθάνατο κείμενο του Σοφοκλή. Η "Αντιγόνη" του Σοφοκλή - ένα από τα πιο διάσημα έργα του αρχαίου ελληνικού θεάτρου και, ταυτόχρονα, ένα από τα πιο δημοφιλή και στις μέρες μας. Πράγματι, η περήφανη Θηβαία πριγκίπισσα, που τόλμησε να αμφισβητήσει το κύρος της εξουσίας, αναδείχθηκε σε σύμβολο διαμαρτυρίας της ελεύθερης προσωπικότητας, σύμβολο της νίκης των πανανθρώπινων αξιών απέναντι στο πρόσκαιρο πολιτικό κέρδος. Η θεματική της "Αντιγόνης" μας αναγάγει στους μύθους του λεγόμενου "Θηβαϊκού κύκλου", βασικοί συντελεστές του οποίου είναι ο Οιδίποδας (ο πατέρας της Αντιγόνης), καθώς και τα αδέρφια της, ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης. Στην πραγματικότητα, η τελική πράξη της θρυλικής εκστρατείας "Επτά επί Θήβας", που οδηγεί στο θάνατο τα δύο αδέρφια, ταυτόχρονα αποτελεί τον πρόλογο της τραγωδίας του Σοφοκλή. Το έργο για πρώτη φορά ανέβηκε στην Αθήνα το 442 π.Χ., κατά τις εορτές προς τιμή του Διονύσου, και, παρά το γεγονός ότι σήμερα δεν μπορούμε να φανταστούμε πλήρως το θεατρικό μοντέλο της εποχής, αυτή η σύγκρουση δεν παύει να διεγείρει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και του θεατή ανά τους αιώνες. Ακόμα και ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έγραψε το 1945 μία αιχμηρή εκδοχή, όπου ένας από τους αδελφούς απαγχονίστηκε από τα  στρατεύματα των SS. Ωστόσο, το ρωσικό θέατρο, όσον αφορά στην κατανόηση της αρχαίας δραματουργίας, παρέμενε αποστασιοποιημένο από τέτοιο ριζοσπαστισμό. Για την παράστασή μας ο σκηνοθέτης Αλεξάντρ Σμολιακόφ επέλεξε τη μετάφραση του Thaddeus Zelinsky, δημοφιλούς γνώστη της αρχαιότητας στο μεταίχμιο του 19ου και του 20ού αιώνα. Σύμφωνα με την ερμηνεία-απόδοσή του, οι χαρακτήρες του Σοφοκλή μιλούν μία αρκετά σύγχρονη γλώσσα, ταυτόχρονα μεστή από ποίηση, από κοχλάζοντα συναισθήματα, που διοχετεύονται, εκρήγνυνται προς τα έξω. Το τελευταίο πράγμα που επιδιώχθηκε ήταν η αρχαιολογική αναπαραγωγή. Αντιθέτως, θελήσαμε να δημιουργήσουμε έναν κόσμο τραγικό και όμορφο, ρομαντικά τρυφερό και, ταυτόχρονα, σκληρό,  κοχλάζοντα από πάθη και αντιφάσεις. Εναν κόσμο εν μέρει αρχαϊκό, εν μέρει διακριτικά σύγχρονο. Γι' αυτό το λόγο η παράστασή μας ξεκινά με την εμφάνιση τριών νεαρών ανθρώπων στο θέατρο, σε έναν χώρο, όπου ξαφνικά ακούν την ηχώ ενός αρχαίου κειμένου...  Διά τούτο και στην παράστασή μας έχουμε δύο Αντιγόνες: ένα σύγχρονο νεαρό κορίτσι (σκιά της "Αντιγόνης") και μία ώριμη γυναίκα, που ως να αναδεικνύεται από τα βάθη του χρόνου, με τη γνώση και τη συναίσθηση της τραγικής της μοίρας... Αναπαραστήσαμε, σκαρφιστήκαμε τη δική μας αρχαιότητα: οι τελετουργίες, οι ήχοι των τυμπάνων και των εγχόρδων (εξαιρετική η μουσική σύνθεση του Νίκου Ξανθούλη), τα ρούχα και ο χορός. Ομως, όπως, τελικά, αποδεικνύεται, στο επίκεντρο παραμένει πάντα ο άνθρωπος με την επιθυμία του για ελευθερία, με την αγάπη και τη σοφία του».

- Μιλήστε μας για το Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού που εδρεύει στη Μόσχα.

«Στη Μόσχα λειτουργεί από το Νοέμβριο του 2005 το Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού (Κ.Ε.Π., www.hecucenter.ru) - κοινωνικός φορέας μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που ως στόχο έχει τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στη Ρωσία, την ενίσχυση των ελληνορωσικών πολιτιστικών σχέσεων και την αξιοποίηση του υπάρχοντος δυναμικού, Ελλήνων και Φιλελλήνων, όλων αυτών που με τη δράση τους συμβάλλουν στην ελληνορωσική σύμπραξη. H δραστηριότητα του Κ.Ε.Π. συνεπάγεται δρομολόγηση προγραμμάτων σε τακτική βάση (διδασκαλία γλώσσας, διαλέξεις ελληνικής ιστορίας, λογοτεχνίας, μαθήματα ελληνικού χορού, σύσταση χορωδίας ελληνικού τραγουδιού, λειτουργία θεατρικού εργαστηρίου, κινηματογραφικής λέσχης), καθώς και έκτακτων-μεμονωμένων προγραμμάτων (εκθέσεις, συναυλίες, επιστημονικές ημερίδες, εκδηλώσεις, αφιερωμένες σε εθνικές επετείους και ημέρες μνήμης, κινηματογραφικά φεστιβάλ, εκδοτική δράση κ.ά.) .

Τα τελευταία χρόνια η διδασκαλία γλώσσας πραγματοποιείται σε καθημερινή βάση σε επτά ακαδημαϊκές εστίες της ρωσικής πρωτεύουσας. Τα μαθήματα ελληνικής γλώσσας παρακολουθούν περί τα 500-550 άτομα. Πρόκειται για ομογενείς και Φιλέλληνες, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων ταξιδεύουν τακτικά στην Ελλάδα. Παράλληλα στο Κέντρο λειτουργούν δανειστική βιβλιοθήκη, ταινιοθήκη και μουσικό αρχείο, προσιτά σε κάθε ενδιαφερόμενο. Το Κ.Ε.Π., ταυτόχρονα, πραγματοποιεί μεμονωμένες εκδηλώσεις, αφιερωμένες, για παράδειγμα, σε εθνικές επετείους και ιωβηλαία, επιστημονικά συνέδρια, εκθέσεις, παρουσιάσεις βιβλίων, συναυλίες, προβολές ταινιών, ενώ παράλληλα στηρίζει τις έρευνες γύρω από τις ελληνορωσικές σχέσεις και αναπτύσσει εκδοτική δραστηριότητα».

- Μοιράζεστε μεταξύ Ρωσίας και Ελλάδας -και μάλιστα στην Καλαμάτα περνάτε τα καλοκαίρια σας. Πώς είναι αυτή η εναλλαγή;

«Απόλυτα αρμονική. Ελληνες και Ρώσοι, δύο λαοί που, αν και γεωγραφικά δεν γειτνιάζουν, διαθέτουν πολλά κοινά ως προς την ψυχοσύνθεσή τους, την κοσμοθεωρία τους, τον τρόπο αντιμετώπισης του κόσμου, τον ψυχισμό τους, γεγονός στο οποίο, αναμφίβολα, επέδρασε και η κοινή θρησκεία. Ελλάδα και Ρωσία, Ελληνες και Ρώσοι, δύο λαοί, δύο ιστορίες, δύο πορείες στο χώρο και το χρόνο που συχνά διαπλέκονται, ενίοτε δε ταυτίζονται. Προσωπικά έχω οικογενειακές καταβολές από τη Ρωσία, η γιαγιά μου γεννήθηκε στη Σεβαστούπολη της Κριμαίας και ο πατέρας μου στη γειτονική Συμφερούπολη. Τα τελευταία 25 χρόνια ζω στη Ρωσία, στη Μόσχα, χωρίς, ωστόσο, να αισθάνομαι αποκομμένη από την πατρίδα μου, γεγονός στο οποίο συνέβαλαν αφ΄ ενός οι σπουδές μου, το γεγονός ότι επισκέπτομαι την Ελλάδα κάθε χρόνο, αλλά και η δράση του Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού στη Μόσχα τα τελευταία εννέα χρόνια. Αισθάνομαι απόλυτη πληρότητα, έχοντας τη δυνατότητα να ζω στις δύο αυτές χώρες, που λατρεύω και που, μέσω των ως άνω αναφερομένων δράσεων,  επιχειρείται να αναδειχθεί στις νεότερες γενιές σήμερα η κοινή ιστορική πορεία των δύο λαών και η πνευματική μας γειτνίαση, ενίοτε ταύτιση. Κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά σημαντικό σήμερα, όταν η διατήρηση της ιστορικής μνήμης απειλείται και, ως γνωστό, λαοί χωρίς ιστορική μνήμη, χάνουν όχι μόνο το παρελθόν τους αλλά και το μέλλον τους».

- Υπάρχει δυνατότητα περαιτέρω συνεργασίας της περιοχής μας με την Ρωσία;

«Η Πελοπόννησος και δη η Μεσσηνία φημίζεται αφ΄ ενός για το ανεπανάληπτο φυσικό της κάλλος, αφ΄ ετέρου για την ασύλληπτου πλούτου ιστορία της, για τα μοναδικά της μνημεία, που αγγίζουν όλες τις περιόδους του ελληνισμού, από την αρχαιότητα έως σήμερα. Με χαρά διαπιστώνω ότι όλο και περισσότεροι Ρώσοι επισκέπτονται την περιοχή (τολμώ να εκφράσω ότι σε αυτό έχουμε βάλει και εμείς, ως Κ.Ε.Π. το λιθαράκι μας, προχθές, μάλιστα, αφίχθη από τη Μόσχα πολύ καλή γνωστή μου, ομογενής, για 15ήμερες διακοπές στην παραλία της Καλαμάτας). Τακτικά στο δρόμο συναντώ Ρώσους τουρίστες. Πολλοί από αυτούς ενδιαφέρονται για αγορά ακινήτου στην περιοχή και κάποιοι ήδη έχουν προβεί. Εκτιμώ ότι οι τοπικοί φορείς και παράγοντες έχουν πλέον συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να ρίξουν το βάρος τους προς αυτή την κατεύθυνση, να εκπαιδεύσουν προσωπικό, που δραστηριοποιείται στον τουριστικό τομέα, εντάσσοντας και τη ρωσική γλώσσα στα προγράμματά του, να οργανώσουν περιηγητικά πακέτα και στα ρωσικά. Δεν είναι τυχαίο ότι πρόσφατα μεταφράσαμε στη ρωσική το περιηγητικό φυλλάδιο της Αρχιεπισκοπής, που αναφέρεται στους θρησκευτικούς-προσκυνηματικούς τουριστικούς προορισμούς της Μεσσηνίας. Είναι απαραίτητο να αναπτυχθούν εναλλακτικά πακέτα τουρισμού, πέραν του παραδοσιακού τουρισμού (δηλ. προσκυνηματικός, αγροτουρισμός). Παράλληλα, η τεράστια ρωσική αγορά τα τελευταία χρόνια έχει καταστεί εξαγωγικός στόχος των επιχειρήσεων της χώρας μας, γεγονός που τεκμηριώνεται και από τα δεδομένα της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας (αύξηση των ελληνικών εξαγωγών της τάξης του 27,5% το 2011, 30% το 2012 με διμερές όγκο εμπορίου της τάξης των 4,5 δις ευρώ). Ταυτόχρονα με γεωμετρική πρόοδο αυξάνεται ο αριθμός αφίξεων των Ρώσων τουριστών, από 400 χιλ. το 2011, είχαμε 850 χιλ. το 2012, το 2013 ο δείκτης του τουριστικού ρεύματος κυμάνθηκε περί τα 1,2 εκατ., ενώ για εφέτος αναμένουμε περαιτέρω αύξηση».