Πέμπτη, 29 Δεκεμβρίου 2016 15:13

Τι θα αποφέρει το μνημόνιο αν τελικά εφαρμοσθεί με συνέπεια; 

Τι θα αποφέρει το μνημόνιο αν τελικά εφαρμοσθεί με συνέπεια; 

Του Πάνου Καζάκου* 

Η συζήτηση στο τέλος του 2016 για το επίδομα στους συνταξιούχους και τις διευκρινίσεις του υπουργού Οικονομικών Ευ. Τσακαλώτου επισκίασε ένα θεμελιώδες ερώτημα: Τι μπορούμε ρεαλιστικά να αναμένουμε βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα αν το μνημόνιο (= η πολιτική προσαρμογής) εφαρμοσθεί (με κάποιες έστω βελτιώσεις και με συνέπεια); Πιο συγκεκριμένα, ποιες δυσλειτουργίες σε θεσμούς και οικονομία και ποιοι κίνδυνοι θα εξαλειφθούν; Θα επιστρέψουμε τότε στην ανάπτυξη;  

Βέβαια διάφορα σημεία του μνημονίου χρειάζονται ερμηνεία μεταξύ άλλων και λόγω της «δημιουργικής ασάφειας» που εν μέρει τα χαρακτηρίζει. Για τον λόγο αυτό άλλωστε παρατεταμένες διαπραγματεύσεις οδήγησαν τον Ιούνιο 2016 σε μια πρώτη «επικαιροποίηση» του μνημονίου που ταυτόχρονα αποσαφήνισε εκκρεμότητες. Στο μεταξύ εκκρεμεί μια δεύτερη με ανοιχτά κρίσιμα ζητήματα σχετικά με την ελάφρυνση του χρέους, τυχόν νέα μέτρα το 2018 αν το χρέος αποδειχθεί μη βιώσιμο, τη χρηματοδότηση του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης το 2018, το ζήτημα των εργασιακών σχέσεων, την επανεξέταση του ασφαλιστικού κ.ά.

Συνοπτικά και χωρίς ιδιαίτερα αυστηρή ερμηνεία, η τελική συμφωνία και εφαρμογή του μνημονίου σημαίνει κατ' αρχάς ότι: 

• Θα επιτευχθούν πρωτογενή πλεονάσματα που θα επιτρέψουν στη χώρα να εξυπηρετεί ομαλά τα χρέη της, τα οποία όμως δεν θα πρέπει να συνθλίβουν την ανάπτυξη με νέους φόρους, και 

• Θα εφαρμοσθούν όσες μεταρρυθμίσεις έχουν δρομολογηθεί με σειρά πολυνόμων (εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, Εταιρεία Συμμετοχών του Δημοσίου κ.λπ.).

Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης θα επιβεβαιώσει ότι η πολιτική μας, παρά τις δυσκολίες και τις αντιδράσεις, είναι στο σωστό δρόμο για την εφαρμογή του μνημονίου. Αν λοιπόν η πολιτική δεν αρνηθεί πάλι να δεχθεί το κόστος της προσαρμογής και αν δεν προκαλέσει αστάθεια, τότε μπορούμε ευλόγως να αναμένουμε τα εξής: Η προσαρμογή θα περιορίσει τη χαοτική κανονιστική ρύθμιση των αγορών προϊόντων και εργασίας, θα δώσει ώθηση στη χωροταξία που συνιστά ένα απέραντο πεδίο πελατειακών δοσοληψιών, θα επιταχύνει την απονομή δικαιοσύνης που σήμερα πλησιάζει συχνά τα όρια της αρνησιδικίας, θα κάνει αποτελεσματικότερη τη δημόσια διοίκηση (αν οι τυπικές αλλαγές που επέρχονται δεν αλλοιωθούν από την επικρατούσα πολιτική και διοικητική κουλτούρα), θα περιορίσει τη φοροδιαφυγή, τη διαφθορά και την κακοδιαχείριση πόρων, θα κάνει το ασφαλιστικό βιώσιμο, θα αποτρέψει τον θεσμικό εκφυλισμό κ.λπ. Επίσης, το χρέος θα διευθετηθεί με ανεκτό τρόπο, πράγμα που θα παραμερίσει μια τεράστια πηγή αβεβαιοτήτων. Αν… 

Τότε, τα επόμενα δύο χρόνια θα επιστρέψουμε σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης που θα διευκολύνουν τη δημοσιονομική προσαρμογή. Η ανεργία θα μειωθεί. Η χώρα θα αποφύγει την εφαρμογή του περιβόητου «κόφτη», την υποχρέωση δηλαδή να περικόψει πρωτογενείς δαπάνες (μισθούς και συντάξεις κυρίως του Δημοσίου), θα ανακτήσει αξιοπιστία, θα αξιοποιήσει τις δυνατότητες της «ποσοτικής χαλάρωσης» του κ. Ντράγκι, που θα επιτρέψουν φθηνότερη και πιο άνετη χρηματοδότηση της οικονομίας, θα αποφύγει νέους φόρους και θα καταφέρει να εξέλθει στις αγορές. Επίσης, θα αποκτήσει μερικά μαξιλάρια στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) για περίπτωση ανάγκης. Ολα αυτά εδράζονται σε γενικές γραμμές στην οικονομική λογική και στους ισχύοντες κανόνες του παιχνιδιού.

Με δυο λόγια, αν το μνημόνιο εφαρμοσθεί ως το τέλος η χώρα θα ξεφύγει από τα σημερινά αδιέξοδα. Τα προηγούμενα δεν σημαίνουν ότι δεν χρειάζονται διαπραγματεύσεις π.χ. για ρεαλιστικούς δημοσιονομικούς στόχους. Σημαίνει όμως ότι το κλειδί είναι οι μεταρρυθμίσεις. Πού είναι λοιπόν το πρόβλημα; 

Το τρίτο μνημόνιο (όπως και τα προηγούμενα) είναι ένα ευρύ και κατά βάση φιλελεύθερο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας (και πολιτικής) που συγκρούεται με τις κληροδοτημένες δομές, παραδοσιακές πελατειακές συμπεριφορές και εξωπραγματικές αντιλήψεις για τον κόσμο και τη χώρα. Κάθε κεφάλαιό του αρχίζει ακριβώς με γενικές διατυπώσεις που προϊδεάζουν και νομιμοποιούν τις συστάσεις του. Σε θεωρητικούς όρους στοχεύει συνολικά στις «αποτυχίες του (ελληνικού) κράτους». 

Η κυβέρνηση και οι πολίτες δεν έχουν πεισθεί για την ορθότητα του προγράμματος. Και δεν το έχουν «ενστερνισθεί». Γεγονός είναι ότι το ίδιο το πρόγραμμα, όπως συγκεκριμενοποιείται, είναι αντιφατικό, π.χ. αυξάνει τους φόρους και περιμένει ανάπτυξη! Οι ιδιωτικοποιήσεις και άλλες μεταρρυθμίσεις προσκρούουν σε πολυσχιδείς μάχες οπισθοφυλακής. Η ίδια η κυβέρνηση συμπεριφέρεται ως ιδεολογικά διχασμένη οντότητα. 

Επίσης, η εμπειρία της εφαρμογής των προηγούμενων δύο μνημονίων καταδεικνύει την απόσταση ανάμεσα στην τυπική υιοθέτηση των μεταρρυθμίσεων και την αποτελεσματική εφαρμογή τους. Σύμφωνα με περιοδική έκθεση του ΟΟΣΑ (OECD Economic Surveys, 2016), η Ελλάδα εμφανίζει συγκριτικά το μικρότερο ποσοστό υλοποίησης μεταρρυθμίσεων ανάμεσα στις χώρες που κλήθηκαν να εφαρμόσουν προγράμματα προσαρμογής. Επιπρόσθετα, πάντοτε ελλοχεύει ο κίνδυνος αλλοίωσης στην πράξη ή ακόμη και εγκατάλειψης των μεταρρυθμίσεων σε βάθος χρόνου. 

Τι προβλέπουμε μετά από όλα αυτά; Κατά πάσα πιθανότητα δεν θα λείψουν οι τριβές και μάχες οπισθοφυλακής το 2017, αλλά το μνημόνιο μάλλον ευνοείται μεταξύ άλλων και από το γεγονός ότι ουδείς εκ των ιθυνόντων σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση επιθυμεί να δει τη βόμβα της χρεοκοπίας να σκάει στα χέρια του.

  

* Ο Πάνος Καζάκος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους (στη Βουλή), πρώην πρόεδρος Συμβουλίου του ΤΕΙ Πελοποννήσου.