«Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις. »
Κ.Π. Καβάφης, Περιμένοντας τους βαρβάρους
Η 21η Αυγούστου 2018 ήταν για τους περισσότερους Έλληνες απλά μια ζεστή, καλοκαιρινή Τρίτη. Τα τραγικά γεγονότα της Ανατολικής Αττικής ακύρωσαν κάθε σκέψη για επικοινωνιακές φιέστες, την ώρα που ο διεθνής τύπος επέμενε να παρουσιάζει ουδέτερα μια, κατ’ αρχήν, ευχάριστη είδηση: η Ελλάδα βγαίνει από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, το γνωστό μας μνημόνιο, με τη σκληρή λιτότητα, όμως, να διατηρείται. Για κάποιους ξεκίνησε ήδη η εφαρμογή ενός τέταρτου, κεκαλυμμένου μνημονίου. Για τους πιο αισιόδοξους, η ημερομηνία αυτή θα μπορούσε να είναι η απαρχή μιας νέας, καλύτερης Ελλάδας. Στην πραγματικότητα, η χώρα βαδίζει πλέον σε μια οριοθετημένη πορεία στα τυφλά. Τι χρειάζεται όμως για να μπορέσουμε να ορίσουμε οι ίδιοι ξανά τη μοίρα μας; μα, σίγουρα, περισσότερο φως!
Ανάσταση μιας θνήσκουσας χώρας
Το δημογραφικό αποτύπωμα της μνημονιακής οκταετίας ήταν βαρύ: εκατοντάδες χιλιάδες νέοι Έλληνες, στην πλειοψηφία τους μορφωμένοι, εγκατέλειψαν τη χώρα, ενώ οι θάνατοι υπερβαίνουν σαφώς τις γεννήσεις. Ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός εξισώθηκε με τους συνταξιούχους, πολλοί παραμένουν άνεργοι ή περιστασιακά εργαζόμενοι με χαμηλές αποδοχές, θέτοντας μια ωρολογιακή βόμβα στο ήδη κατακρεουργημένο ασφαλιστικό σύστημα. Γι’ αυτό επείγει η διαμόρφωση και εφαρμογή εθνικής δημογραφικής πολιτικής. Με γενναία στήριξη της οικογένειας, φοροαπαλλαγές, δομές παιδείας και πρόνοιας και παροχή ουσιαστικών κινήτρων επιστροφής στους νέους επιστήμονες, ώστε να δουλέψουν και να δημιουργήσουν ξανά στην πατρίδα τους.
Επιστροφή στην παραγωγική Ελλάδα
Κατά τη διάρκεια της κρίσης, η Ελλάδα έχασε το 25% του Α.Ε.Π της και οι Έλληνες πάνω από το 30% του εισοδήματός τους. Η παραγωγική αποσύνθεση της χώρας συντελέστηκε σταδιακά, κατά τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, οπότε και επικράτησε η νοοτροπία του βολέματος, της ήσσονος προσπάθειας και του εύκολου χρήματος. Χωρίς παραγωγική οικονομία, η Ελλάδα δεν πρόκειται να ανακάμψει ουσιαστικά. Απαιτείται λοιπόν η διαμόρφωση απλού και μη γραφειοκρατικού πλαισίου επενδύσεων, η στήριξη της υγιούς επιχειρηματικότητας με γενναίες αλλά στοχευμένες φοροελαφρύνσεις και επιδοτήσεις και η σημαντική αύξηση των κονδυλίων για επιδότηση προσλήψεων και ίδρυση νέων, παραγωγικών μονάδων στον ιδιωτικό τομέα, με έμφαση στους εξωστρεφείς τομείς της οικονομίας. Και αυτό με εθνική, υπερκομματική, προσέγγιση, βασισμένο στη συνέργεια όλων των κοινωνικών και οικονομικών εταίρων και, πρωτίστως, καταξιωμένων επιστημόνων. Και τέλος, το σημαντικότερο: ισχυρή πολιτική βούληση για τη μεταστροφή μιας αρρωστημένης νοοτροπίας σε κράτος και πολίτες, που «σκοτώνει» τη δημιουργικότητα και την αριστεία.
Επανεκκίνηση του πολιτικού συστήματος, της δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης
Για να επιτύχουν όμως η δημογραφική και η αναπτυξιακή πολιτική, επιβάλλεται να υπάρξουν γενναίες τομές στο δημόσιο τομέα, το μεγάλο ασθενή της σύγχρονης Ελλάδας. Η μνημονιακή διαχείριση περιορίστηκε σε γενικευμένη περικοπή δαπανών και μισθών, αποστερώντας το κράτος από έμπειρα και ικανά στελέχη. Τα βασικά κακώς κείμενα παρέμειναν άθικτα. Γι’ αυτό, χρειάζεται μια βαθιά μεταρρύθμιση στο πολιτικό σύστημα, με μείωση των δομών του κράτους (βουλευτές, νομικά πρόσωπα), με διαφάνεια στον τομέα του πολιτικού χρήματος και ενίσχυση της αυτοδιοίκησης, καθώς και στη διοικητική μηχανή, με επέκταση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης για την καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών (διαλειτουργικότητα συστημάτων), με ευρύτατη κωδικοποίηση και απλοποίηση της δαιδαλώδους νομοθεσίας, με πραγματική και αντικειμενική αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων και προώθηση της λειτουργικής τους ανεξαρτησίας (αποκομματικοποίηση). Αλλά και στον τομέα της δικαιοσύνης, απαιτούνται ουσιαστικές τομές για την επιτάχυνση της απονομής της και τη βελτίωση του περιβάλλοντος λειτουργίας της. Μόνο ένα κράτος αποτελεσματικό και δημιουργικό μπορεί να στηρίξει την αναγέννηση της χώρας.
Η πηγή της χρηματοδότησης: μια νέα ενεργειακή πολιτική
Πολλοί όμως θα διερωτηθούν, πώς θα χρηματοδοτηθεί η εθνική επανεκκίνηση μέσα σ’ ένα ασφυκτικό δημοσιονομικό περιβάλλον ανειλημμένων υποχρεώσεων. Η απάντηση βρίσκεται στην άμεση εφαρμογή μιας εξωστρεφούς εθνικής ενεργειακής πολιτικής. Με επιτάχυνση αξιοποίησης των κοιτασμάτων των υδρογονανθράκων στη δυτική και τη νότια Ελλάδα για εξαγωγικούς σκοπούς και ταυτόχρονο πολλαπλασιασμό της συμβολής των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στην εγχώρια κατανάλωση. Έτσι, θα δημιουργηθεί ένα νέο, σημαντικό εξαγωγικό προϊόν για τη χώρα και ένα αξιόλογο περιθώριο υλοποίησης επενδύσεων και ενίσχυσης των λειτουργιών και δράσεων του κράτους (παιδεία, υγεία, ασφάλεια).
Εθνικό σχέδιο για την επόμενη μέρα
Η ονομαστική έξοδος από το επονείδιστο μνημονιακό καθεστώς, αναδεικνύει, δυστυχώς, περίτρανα την απουσία ολοκληρωμένου, στρατηγικού σχεδίου για το αύριο της χώρας. Παρά τα θετικά σημεία επιμέρους προτάσεων, οι πολιτικές δυνάμεις επιδίδονται σε άγονες αντιπαραθέσεις, αδυνατώντας να συνεννοηθούν θεσμικά για τις μεγάλες τομές που πρέπει να γίνουν ώστε να κερδηθεί το στοίχημα της ανάκαμψης και της ευημερίας. Χρειάζεται, επομένως, μια αληθινή επανάσταση των δημιουργικών δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας, με ενότητα αλλά και πίστη στις διαχρονικές αξίες του ελληνισμού, ώστε η πατρίδα μας να βαδίσει με αυτοπεποίθηση στο δρόμο ενός καλύτερου μέλλοντος για όλες και για όλους μας.
*Ο Νίκος Θεοδώρου είναι Δικηγόρος και Διδάκτωρ Δημοσίου και Ευρωπαϊκού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilians του Μονάχου.