Δευτέρα, 23 Νοεμβρίου 2020 17:27

Μια νέα εποχή αρχίζει με την εκλογή Μπάιντεν

Μια νέα εποχή αρχίζει με την εκλογή Μπάιντεν

Του Ιωάννη Κ. Θεοδωρόπουλου- Δικηγόρου*

Οι καταιγιστικές εξελίξεις που έχουν ως αφετηρία τους τις πρόσφατες εκλογές για την ανάδειξη Προέδρου στην ισχυρότερη χώρα του πλανήτη, τις Ηνωμένες Πολιτείες, και τα όσα επακολούθησαν αυτών, φέρνει όχι μόνον τις Η.Π.Α., αλλά και τον κόσμο συνολικά, προ μιας νέας καταστάσεως για την οποία οι πάντες αδημονούν να δουν τα αποτελέσματά της.
Εν πρώτοις η συνεχιζόμενη άρνηση του απερχόμενου Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να αποδεχθεί την ήττα του, ως και το ότι, δι΄ αλλεπάλληλων δικαστικών προσφυγών εμφανίζεται να διατηρεί ελπίδες ανατροπής του αποτελέσματος της κάλπης, που έδωσε, στη συνολική επικράτεια των Η.Π.Α. πλειοψηφία άνω των 5.000.000 ψήφων περίπου, υπέρ του αντιπάλου του και τελικά επικρατήσαντος τ. Αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν, ενέχει τον κίνδυνο μιας, αναμφισβήτητα, ανώμαλης μετάβασης, και ούτως ή άλλως, δυνητικά, μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στην διοίκηση Μπάιντεν, και όχι μόνον, εφόσον οι επιπτώσεις μιας πλήρους ακυβερνησίας, και αβεβαιότητας, στις Η.Π.Α., αγκαλιάζουν ολόκληρη την υφήλιο, και βέβαια και τη χώρα μας.
Στεκόμεθα ιδιαίτερα στο σενάριο αυτό γιατί η κατάσταση που, ειδικά αυτή την περίοδο, δημιουργείται στο εσωτερικό των Η.Π.Α., από την αλλοπρόσαλλη τακτική του απερχόμενου Προέδρου, προκαλεί επιπτώσεις και στον υπόλοιπο κόσμο. Και τούτο διότι στο διεθνές επίπεδο η επιβίωση του «τραμπισμού» ως έκφανση μιας λαϊκίστικης πολιτικής πρότασης δίνει επιχειρήματα σε παραδοσιακούς συμμάχους των Η.Π.Α. να είναι, ούτε πολύ ούτε λίγο, επιφυλακτικοί έναντί τους.
Παρήγορο σημείο, ως προς αυτό, θα είναι η μεταστροφή των Η.Π.Α. στους διεθνείς οργανισμούς και στη συνεργασία. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί τους δισταγμούς της διεθνούς κοινότητας, και ιδία των συμμάχων τους, να αποδεχθούν, ανεπιφύλακτα, ότι πράγματι το ήδη δημιουργηθέν κλίμα, μπορεί να ανατραπεί.
Σε αντίθεση με την υπουργό Εθνικής Άμυνας της Ομοσπονδιακής Γερμανίας Κραμπ-Καρενμπάουερ, διαδόχου στην ηγεσία του CDU της Καγκελαρίου Άνγκελας Μέρκελ, που εξήρτησε την άμυνα της Ευρώπης αποκλειστικά από την συνδρομή των Η.Π.Α., ο γάλλος Πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν, αντίθετα, επηρεασμένος προφανώς, από το ύφος και την τακτική Τραμπ, δήλωσε ότι «η Ευρώπη οφείλει να αναπτύξει ίδιες δυνάμεις για την ασφάλειά της» σε συνεργασία, ασφαλώς, με τις Η.Π.Α.
Όμως, πέραν των επιπτώσεων που δημιουργούνται στο εσωτερικό των Η.Π.Α. από την πολιτική Τραμπ, που κατά μοναδικό τρόπο στην ιστορία τους, όχι μόνον, αμφισβήτησε το αποτέλεσμα των εκλογών, μη αποδεχόμενος την ήττα, αλλά και τροφοδότησε, όσο κανένας άλλος, το διχαστικό υπόστρωμα, η κατάσταση εμφανίζεται ως επικίνδυνη. Με υπόσχεση προστασίας του παραδοσιακού τρόπου ζωής μιας «αυτόχθονης» πλειοψηφίας, θέλει να μεγιστοποιήσει την πολιτική του επιρροή αφού φύγει από τον Λευκό Οίκο.
Η χώρα μας, την διανυόμενη περίοδο, αντιμετωπίζει σοβαρή απειλή από την Τουρκία, η οποία με την μέθη της νέο-οθωμανικής πολιτικής που εγκαινίασε ο πρόεδρός της Ταγίπ Ερντογάν (μια παρεμβατικότητα που εκδηλούται από τον Καύκασο μέχρι την Λιβύη) είναι στο στόχαστρο των αναθεωρητικών κύκλων της γείτονος. Η διαφαινόμενη αυτή αναθεωρητική στάση της, που τροφοδοτείται ευθέως από τον Ερντογάν, μπορεί να οδηγήσει στον πειρασμό ανάληψης πρωτοβουλίας προς αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης, με ότι αυτό συνεπάγεται για την χώρα μας.
Η εκλογή του Τζο Μπάιντεν μετακινεί, από το επίπεδο των προσωπικών σχέσεων, που ανεπτύχθησαν κατά την διάρκεια της προεδρίας Τραμπ, μεταξύ αυτού και του τούρκου προέδρου, στο δυσκολότερο επίπεδο μιας θεσμικής σχέσης των δύο χωρών, με αναμφίβολες επιπτώσεις και για την χώρα μας, αφού στο τιμόνι της μόνης υπερδύναμης θα βρίσκεται, πλέον, προσωπικότητα με βαθειά γνώση όχι μόνον του κυπριακού και των ελληνοτουρκικών σχέσεων αλλά και γενικότερα των θεμάτων της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτό από μόνο του δημιουργεί αναμφισβήτητα ένα πλαίσιο περιορισμού των κινήσεων της Τουρκίας, αλλά, στο σημείο αυτό πρέπει να συνυπολογιστεί ο τόσο απρόβλεπτος, εν πολλοίς, τρόπος που κινείται ο πρόεδρος Ερντογάν, που χωρίς καμία απολύτως, έως τώρα τουλάχιστον, συνέπεια, δημιούργησε εστίες εμπλοκής της Τουρκίας σε περιφερειακές διενέξεις, περιφρονώντας τις διεθνείς αντιδράσεις που προκαλούν οι επεμβάσεις του, με πλέον ηχηρές εκείνες της Γαλλίας. Επομένως, και με το δεδομένο ότι μια πιθανή δρομολόγηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής σε κατευθύνσεις σταθεροποίησης της Ανατολικής Μεσογείου αποκλείουν ενδεχόμενη συνολική ρήξη των σχέσεων Η.Π.Α. με το καθεστώς Ερντογάν.
Η επιθυμία της χώρας μας, την οποία εκδήλωσε με το συγχαρητήριο μήνυμά του προς τον νεοεκλεγέντα Πρόεδρο των Η.Π.Α. ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, αντανακλά τη βαθειά πίστη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ότι τα με την Τουρκία μόνα προβλήματά μας, που είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και ο ορισμός της ΑΟΖ, μπορούν και πρέπει να επιλυθούν σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και προς την κατεύθυνση αυτή αναμένουμε τις πρωτοβουλίες του εκλεγέντος προέδρου των Η.Π.Α. Όμως, επειδή στη σφαίρα της διεθνούς πολιτικής και των περίπλοκων ζητημάτων που, όχι σπάνια, ανακύπτουν και δη εν όψει ενός προκλητικού γείτονα που ευθέως παραβιάζει όχι μόνο καθιερωμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου αλλά και αυτή την νομιμότητα (π.χ. παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας της Συρίας) υποχρεώνουν την ελληνική κυβέρνηση να αναζητήσει ισχυρά βάθρα περιφερειακών συνεργασιών, πράγμα που με αδιαμφισβήτητη επιτυχία πραγματοποιεί σήμερα η χώρα μας με τις επιτυχείς, προς την κατεύθυνση αυτή, πρωτοβουλίες του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Θεωρώ ως εκ τούτου ότι η αμυντική θωράκιση της χώρας και η ενδυνάμωση των διμερών συνεργασιών της με χώρες όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, κινούνται προς την κατεύθυνση αυτή. Ξεχωριστό βέβαια κεφάλαιο στην όλη πρωτοβουλία της Κυβερνήσεως αποτελεί η ειδική σχέση, συμμαχικής και εταιρικής αλληλεγγύης, ειδικά με τη Γαλλία, που βρήκε στα πρόσωπα του προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν και του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη τους καλλίτερους εκφραστές της. Ως προς τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο των Η.Π.Α. ευελπιστούμε ότι, όσον αφορά την στάση του απέναντι της χώρας μας, να μην αποκλίνει της γραμμής που ακολούθησαν οι εκ του Δημοκρατικού Κόμματος προερχόμενοι Πρόεδροι των Η.Π.Α., Χάρυ Τρούμαν (το 1947 με την εξαγγελία του Δόγματός του διεσώθη η εδαφική ακεραιότητα και η οικονομική ευστάθεια της Ελλάδος) και Λύντον Τζόνσον (το 1964 με την προς τον Ισμέτ Ινονού επιστολή του απέτρεψε την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο).
Η υπό την ηγεσία του, επιστροφή των Η.Π.Α. στην πολυμέρεια και την ενίσχυση και προώθηση του ρόλου των διεθνών οργανισμών είναι το ζητούμενο.
Ελπίς όλων είναι η ευχή αυτή να μετουσιωθεί σε πράξη.

* Ο κ. Ιωάννης Κ. Θεοδωρόπουλος είναι πτυχιούχος του Ινστιτούτου Ανωτάτων Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου