Παρασκευή, 11 Ιουνίου 2021 21:42

Με το συμπάθειο

Γράφτηκε από την

 

Επιτρέπεται ένα δημόσιο καλλιτεχνικό έργο, το οποίο, αφενός δε έχει εμπνευστεί από και αφετέρου δεν δικαιολογεί πλαστικά με το αποτέλεσμά του την ιστορική επέτειο την οποία μνημονεύει, να αποκτήσει μόνιμη θέση στον ορίζοντα μιας πόλης;

Στην περίπτωση της Καλαμάτας, αυτό όχι μόνο επιτρέπεται, αλλά λαμβάνει χώρα πανηγυρικά και ανεμπόδιστα, εν μέσω λαϊκής κατακραυγής.

Ο φορολογούμενος πολίτης της μεσσηνιακής πρωτεύουσας γίνεται για ακόμη μια φορά μάρτυρας ενός τετελεσμένου γεγονότος, μιας συναλλαγής μεταξύ της Δημοτικής αρχής- που έχει διοριστεί να τον αντιπροσωπεύει και εκπροσωπεί- και ενός σεβαστού επιχειρηματικού ομίλου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η συναλλαγή έχει (ανταποδοτικά, φαντάζομαι) τη μορφή δωρεάς ενός καθόλου ευκαταφρόνητου ποσού (πάνω από 60.000 ΕΥΡΩ) από το Ίδρυμα Καπετάν Βασίλη και Κάρμεν Κωνσταντακόπουλου προς το Δήμο Καλαμάτας, με σκοπό τη δημιουργία ενός δημοσίου καλλιτεχνικού έργου που να αναφέρεται στην επέτειο των 200 χρόνων από την απελευθέρωση της πόλης και χώρας από τον Οθωμανικό ζυγό.

Το ότι παρακάμφθηκε το νομότυπο, αξιοκρατικό και ανοικτό-προς-όλους διαγωνιστικό πρωτόκολλο και ανακοινώθηκε αυτή του διευθυντή του Εικαστικού Τομέα ΦΑΡΙΣ κυρίου Παναγιώτη Λαμπρινίδη, ως η μοναδική, αδιαμφισβήτητη και δικαιωματική νικήτρια υποψήφια πρόταση είναι ένα θέμα με το οποίο ασχολείται επισταμένως το Εικαστικό Επιμελητήριο Ελλάδος. Εδώ, ο υπογράφων έχει τη διάθεση να εκφράσει την άποψή του μόνο για τα προβλήματα που δημιουργεί το εγκεκριμένο, προτεινόμενο έργο με την χαμηλή του αισθητική. Όχι για το αν τηρείται το νομικό πλαίσιο στα ζητήματα τόσο της απουσίας διαγωνισμού όσο κι αυτού της απευθείας ανάθεσης έργων, και μάλιστα σε ιδιώτες που ήδη εργάζονται για και αμείβονται από το Δήμο, ενώ ταυτόχρονα συμμετέχουν στις επιτροπές εκείνες που εξετάζουν κι επιλέγουν τις υποψήφιες προς υλοποίηση, προτάσεις.

Δεν είναι άξιο απορίας ότι, εκτός του δημιουργού του υβριδικού καλλιτεχνήματος και των εμπλεκομένων στην απόφαση έγκρισής του, μόνο δυο εικαστικοί έχουν (αυτόκλητα) υποστηρίξει την δημιουργία της πρότασης; Αξιοσημείωτο δε είναι ότι, ανάμεσα σε όλους όσους ενεπλάκησαν, είτε επωνύμως και τηλεοπτικά, είτε εκπληρώνοντας την κομματική τους «υποχρέωση» απέναντι στην πολιτική παράταξη την οποία υπηρετούν, πλην του κυρίου Λαμπρινίδη, ουδενός το γνωστικό και εμπειρικό πεδίο άπτεται αυτού της Γλυπτικής τέχνης.

Ο φυσικός και ηθικός αυτουργός της πρότασης, ωστόσο, παρουσιάζοντάς την εξαρχής ως «σημαντική» και πρωτότυπη, εξετέθη, προκαλώντας την εκκίνηση μιας σειράς ερευνών και συγκρίσεων που είχαν ως αποτέλεσμα να τον φέρουν στην πολύ δύσκολη και ταπεινωτική, για έναν καλλιτέχνη, θέση, να τροποποιήσει το έργο του προκειμένου να εξαλείψει τις εντυπωσιακές ομοιότητες που αυτό μοιραζόταν με προγενέστερο έργο επιφανούς Αμερικανού καλλιτέχνη. Ατυχώς, η νέα, τροποποιημένη του πρόταση, εξακολουθεί να αδυνατεί να μπορεί να αποφύγει τη συνέχιση της σύγκρισης και να είναι ικανή να διεκδικεί οποιαδήποτε πιθανότητα αισθητικής αυθυπαρξίας. Είναι, κατά τη συντριπτική κοινή ομολογία, ένα έργο που ούτε πείθει, ούτε συγκινεί, ούτε γοητεύει. Αποτελείται αποκλειστικά από ασυνάρτητα, ετερόκλητα, δανεισμένα στοιχεία, τα οποία συνυπάρχουν βιαστικά και εκβιαστικά σε ένα δυσαρμονικό, ανεπίλυτο σύνολο. Επίσης, γίνεται αμέσως αντιληπτό σε οποιονδήποτε ασχολείται επαγγελματικά και σοβαρά με την τέχνη, είτε λάβει υπόψη του φωτογραφίες έργων άλλων καλλιτεχνών (του Jim Sanborn ή της Yoko Ono, για παράδειγμα, μιας και με αυτών φαίνεται να έχει τις προφανέστερες «συγγένειες»), πως η πλειονότητα των αισθητικών αποφάσεων που συγκροτούν το σώμα της εν προκειμένω γλυπτικής εγκατάστασης, δεν έχει προκύψει από τις ανάγκες του ιδίου του έργου, ούτε, φυσικά, από αυτές της ιστορικής συγκυρίας που υποτίθεται πως αποσκοπεί να υμνήσει.

Πρόκειται, δηλαδή, για μια εμφανώς αυθαίρετη σύνθεση, χωρίς την απαιτούμενη αναφορικότητα που θα της εξασφάλιζε τη στοιχειώδη σύνδεση, τόσο φορμαλιστική όσο κι εννοιολογική, με το επετειακό γεγονός της απελευθέρωσης. 

Το ζήτημα της πρωτοτυπίας είναι, βέβαια, πολύπλοκο, μέσα στην απλότητά του. Όμως, μόνο και μόνο ότι εξακολουθεί -ακόμη και στην τροποποιημένη του εκδοχή- να φέρει εκπληκτική ομοιότητα με έργα άλλων καλλιτεχνών, θα έπρεπε να αποτελεί αιτία οριστικής απόρριψής του και ανάγκης αναζήτησης καινούργιων, λιγότερο αμφισβητήσιμων προτάσεων, που να είναι άξιες και ισχυρές να φέρουν στους ώμους τους το φορτίο της καλλιτεχνικής ευθύνης που προϋποθέτει η κατασκευή ενός μονίμου μνημείου γενικής αποδοχής μιας τόσο σοβαρής και φορτισμένης περίστασης. Από καλλιτεχνική ευθιξία, ευαισθησία και αξιοπρέπεια, ο εμπνευστής του Μνημείου Φωτός θα έπρεπε να έχει αποσύρει την πρόταση από μόνος του, και να μην είχε προβεί στην πλέον ατιμωτική απόφαση να την τροποποιήσει, αναζητώντας απελπισμένα την τελευταία στιγμή υποστήριξη από συναδέλφους του και μη.

Προσωπικά, φοβάμαι πολύ ότι η πολιτική ευθύνη των εμπλεκομένων στο έργο, θα έχει σίγουρα αντίκτυπο στις συνειδήσεις των πολιτών των επομένων γενεών. Η άκριτη συγκατάθεσή τους στην έγκριση και διευκόλυνση πραγμάτωσης του Μνημείου Φωτός, εκτός από ότι θα τους χρεώνει ισόβια με το στίγμα της πολιτικής απερισκεψίας, θα επιβαρύνει το αστικό πεδίο με ένα ιδιαίτερα προβληματικό εικαστικό μόρφωμα, για το οποίο δεν θα μπορεί να υπερηφανευτεί ποτέ κανείς, και μέσω του οποίου δεν θα τιμάται ποτέ η ιστορική μνήμη της πόλης.

Ευελπιστώ πως κάποια μελλοντική δημοτική αρχή, μιας και η τωρινή έχει δείξει πως δεν το έχει στις προτεραιότητές της, θα δείξει την απαιτούμενη σοβαρότητα στο θέμα της δημόσιας αισθητικής και θα αρχίζει η πόλη της Καλαμάτας να αποκτά, με αξιοκρατικό τρόπο, μνημεία που θα χαίρουν ολικής αποδοχής και που θα συμβάλλουν στην αναβάθμιση του αστικού τοπίου. Ίσως έτσι αρχίσει επιτέλους να συγκλίνει, οργανωμένα και ομοιόμορφα -έστω και με τη συνήθη, μεγάλη καθυστέρηση από τα υπόλοιπα ανεπτυγμένα κέντρα του κόσμου -προς την καλαισθησία, που τόση ανάγκη έχει στην καθημερινότητα και ψυχή του ο πολίτης της σύγχρονης και πολύπαθης, Ελληνικής επαρχίας.

Τέλος, για να μην πάει χαμένος ο πολυετής κόπος και η έρευνα του δημιουργού του Μνημείου Φωτός, και, δεδομένου ότι τόσο ο χρηματοδότης του έργου όσο και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές του (οι δυο καθηγητές των ΑΣΚΤ που έσπευσαν να βοηθήσουν τον κύριο Λαμπρινίδη στην διάσωση της τιμής και σημαντικότητας του έργου του) είναι τόσο πεπεισμένοι για την αξία του, θα πρότεινα ο Δήμος να δωρίσει με τη σειρά του το έργο σε οποιονδήποτε το επιθυμεί περισσότερο και να απαλλάξει τον πολίτη της Καλαμάτας από το βάρος της αβάσταχτης παρουσίας ενός ανεπαρκούς μνημείου στο κέντρο της πόλης του. Απ’ ό,τι γνωρίζω, υπάρχει αρκετός ελεύθερος χώρος, τόσο στο κεντρικό προαύλιο του συγκροτήματος του Costa Navarino, όσο και στους περιβάλλοντες χώρους των πρυτανείων των ΑΣΚΤ Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Το να μη δέχονταν με ενθουσιασμό την εγκατάσταση του μνημείου στους ιδιωτικούς τους χώρους θα σήμαινε πως δεν το εκτιμούν πραγματικά. Αισθάνομαι πως αυτή η δίκαιη λύση θα άφηνε τους πάντες πολύ ικανοποιημένους. Ή μήπως όχι;

 

Γιώργης Βραχνός

Καλλιτέχνης