« Βλέπουμε τώρα πως είχαμε λάθος λέγοντας πως απ’ τη μια στιγμή στην άλλη το θηρίο γίνεται άνθρωπος. Όχι, φαίνεται πως δεν γίνεται. ….Θα πρέπει τώρα να ξανακοιτάξουμε τον εαυτό μας. Δε θ’ αποφασίσουμε να διδάξουμε τώρα στα παιδιά μας το μίσος. Αλλά θ’ αποφασίσουμε πως το χρέος μας….είναι αυτό: Να ξαναθυμηθούμε πάλι, να μην πάψουμε να θυμόμαστε, να μάθουμε στα παιδιά μας να θυμούνται.»
Ηλίας Βενέζης ,περιοδικό «Νέα Εστία», 15/9/1955
Μέρος Πρώτο: ιστορία μου, αμαρτία μου!
Το Μάιο του 1959, ο Έλληνας πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής πραγματοποιεί επίσημη επίσκεψη στην Άγκυρα και γίνεται θερμότατα δεκτός από τον Τούρκο ομόλογό του Αντνάν Μεντερές. Τα χαμόγελα στις φωτογραφίες και τα τηλεοπτικά πλάνα περισσεύουν, ενώ πίσω από τις κάμερες οι δύο πρωθυπουργοί συμφωνούν να «ξεμπερδεύουν» με το κυπριακό ζήτημα που αποτέλεσε αφορμή για τραγικά γεγονότα της 6ης Σεπτεμβρίου του 1955, όταν ο οργανωμένος τουρκικός όχλος εξαπέλυσε πολύωρο πογκρόμ κατά των περιουσιών και των μελών της ακμαίας ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης, καταφέροντάς της συντριπτικό πλήγμα που ουδέποτε θα επουλωνόταν εφεξής. Έτσι, ο Καραμανλής, υπό τις ισχυρές αμερικανικές πιέσεις, θεωρούσε ότι πραγματοποιεί με τον οργανωτή του ανωτέρω πογκρόμ Μεντερές μια επανεκκίνηση των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας, που ως δύο-υποτίθεται- σύμμαχες χώρες του ΝΑΤΟ μπορούσαν να τραβήξουν μπροστά χωρίς το «βραχνά» της Κύπρου και να οικοδομήσουν φιλικές σχέσεις.
Το ίδιο εξ άλλου είχε επιχειρήσει και ο Ελευθέριος Βενιζέλος επισκεπτόμενος την Άγκυρα το 1930, οπότε και συνήψε με το σφαγέα του ποντιακού και μικρασιατικού ελληνισμού Μουσταφά Κεμάλ «Σύμφωνο Φιλίας», θεωρώντας πως μπορεί έτσι να υπερβεί τις στάχτες της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922 και του βίαιου ξεριζωμού εκατομμυρίων Ελλήνων της Μικράς Ασίας με την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, που ο ίδιος συνυπέγραψε ως πληρεξούσιος της Ελλάδας το 1923.
Η συνέχεια βεβαίως είναι γνωστή. Ο μεν Βενιζέλος έχασε την υποστήριξη μεγάλου μέρους των προσφύγων στην Ελλάδα και το Σύμφωνο που υπέγραψε έμεινε στα χαρτιά, με την Τουρκία να συνεχίζει τους διωγμούς και τους περιορισμούς της ελληνικής μειονότητας στη χώρα που κορυφώθηκαν το 1955. Ο δε Καραμανλής, στο μεγαλύτερο σφάλμα της πολιτικής του καριέρας, συμφώνησε και συνυπέγραψε με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο τις άκρως ευνοϊκές για την Τουρκία Συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου, η προβληματική εφαρμογή των οποίων οδήγησε σε απανωτές κρίσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων με αποκορύφωμα το ιωαννιδικό πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και την τουρκική εισβολή του 1974, που οδήγησε στη συνεχιζόμενη κατοχή του 37% του κυπριακού εδάφους έως σήμερα.
Μέρος Δεύτερο: από τα «γιοκ» στις υποκλίσεις !
Η ιστορία όμως επαναλαμβάνεται άλλοτε ως τραγωδία και άλλοτε ως φάρσα. Έτσι, ο σημερινός Έλληνας πρωθυπουργός συνυπέγραψε προ ημερών με τον Τούρκο Πρόεδρο ένα κείμενο με το βαρύγδουπο τίτλο «Διακήρυξη των Αθηνών Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας». Υπό τις ευλογίες του αμερικανικού παράγοντα, που εν μέσω πολέμων σε Ευρώπη και Μέση Ανατολή αναζητεί εναγωνίως ένα mini success story στο Αιγαίο, οι δύο ηγέτες άνοιξαν διάπλατα το δρόμο για «συμφωνίες» με άδηλο περιεχόμενο στα σοβαρά θέματα πολιτικής που χωρίζουν τις δύο χώρες τους επόμενους μήνες.
Εδώ λοιπόν ξεκινούν τα (ρητορικά μάλλον) ερωτήματα: Άλλαξε μήπως στάση η Τουρκία σε κάποιο ζήτημα ελληνικού ενδιαφέροντος; Επέδειξε έστω κάποια ευελιξία ως προς τις πάγιες, αδιάλλακτες και φιλοπόλεμες θέσεις της για Αιγαίο και Κύπρο; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι. Τότε, πώς μέσα σε λίγους μήνες από το «Μητσοτάκης γιοκ!» οδηγηθήκαμε στις παρεξηγημένες (;) υποκλίσεις του Έλληνα ΥΠΕΞ στο «Σουλτάνο»;
Είναι προφανές ότι μόνη κερδισμένη από τις ανωτέρω ενέργειες είναι η Τουρκία. Που χωρίς να μετακινείται κατ’ ελάχιστο από τις θέσεις της, «καθαγιάζεται» στα μάτια της Δύσης και κυρίως των Η.Π.Α ως «μετανοούσα Μαγδαληνή» προκειμένου να εξασφαλίσει το συντομότερο είτε τα αμερικανικά F-16 είτε τα ευρωπαϊκά Eurofighter κρατώντας μάλιστα ως όπλο της και την εκκρεμή επικύρωση της προσχώρησης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.
Αντιθέτως, η Ελλάδα παρουσιάζεται «ικανοποιημένη» με λίγες εβδομάδες ηρεμίας ως προς τις υπερπτήσεις στο Αιγαίο και με την προσωρινή μείωση των ήδη υπεραυξημένων έως και 400% σε σχέση με πέρυσι προσφυγικών ροών από την τουρκική ενδοχώρα. Η δε παροχή τουριστικής βίζας σε πλούσιους τούρκους για επίσκεψη σε δημοφιλή ελληνικά νησιά δεν συνδυάστηκε καν με την απλοποίηση των διαδικασιών επίσκεψης των ομογενών μας της Ίμβρου και της Τενέδου στις πατρογονικές εστίες τους.
Ένα όμως είναι σίγουρο: η Τουρκία ως κράτος ήταν, είναι και θα παραμείνει πάντοτε γεωπολιτικός ανταγωνιστής και υπονομευτής της κυριαρχίας και των δικαιωμάτων της Ελλάδας. Δεν ήταν ποτέ ούτε και είναι σήμερα αξιόπιστος συνομιλητής. Και η όποια απόπειρα των πολυάριθμών «σημιτογενών» συνεργατών του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος να οδηγήσουν τη χώρα σε νέα «Μαδρίτη», σε νέο «Ελσίνκι» και σε νέο «Σχέδιο Ανάν» θα είναι καταστροφική για τη χώρα και πρέπει να αποτύχει. Ας ελπίσουμε ότι κάποιοι-έστω και την ύστατη ώρα- θα διαβάσουν σωστά την ιστορία του ευλογημένου αλλά και μαρτυρικού αυτού τόπου.
*Ο Νίκος Θεοδώρου είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και Διδάκτωρ Δημοσίου και Ευρωπαϊκού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilians του Μονάχου.
Ιστοσελίδα: www.ntheodorou.gr