Σχεδόν καθημερινά, στο ξεκίνημα της ημέρας, στο δρόμο για τη δουλειά. Η πρώτη είδηση του δελτίου στους ραδιοφωνικούς σταθμούς της πρωτεύουσας:
«Συμφόρηση οχημάτων παρατηρείται στη λεωφόρο Κηφισίας, στην Αλίμου-Κατεχάκη, στον Κηφισό, στο κέντρο, την Βασιλίσσης Σοφίας, ενώ μεγάλη κίνηση σημειώνεται στο Παγκράτι, την Καισαριανή, την Καλλιθέα, την Βουλιαγμένης, την άνοδο της λεωφόρου Συγγρού, την παραλιακή, καθώς και τους δρόμους γύρω από το λιμάνι του Πειραιά».
Κάθε μέρα και παρά την εκτεταμένη χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς και του μετρό, θα πρέπει κάποιος να υπολογίσει μεγάλες καθυστερήσεις στην κίνησή του τις ώρες αιχμής. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που διαρκώς επιδεινώνεται και φαίνεται πια δυσεπίλυτο. Ποιά είναι όμως τα αίτια αυτής της δυσχέρειας στην καθημερινή μετακίνηση των κατοίκων αλλά και των επισκεπτών του λεκανοπεδίου της Αττικής; Γιατί οι δρόμοι της πόλης γίνονται αδιάβατοι;
Οι απαντήσεις βρίσκονται στην τελευταία απογραφή πληθυσμού του 2021 που έγινε εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού. Τα αποτελέσματά της είναι αξιόπιστα αφού τότε δεν υπήρξε εκτεταμένη κινητικότητα προς τους τόπους καταγωγής. Στην Αττική ζουν 3.814.064 άτομα ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε το Εργαστήριο Δημογραφικής και Κοινωνικής Ανάλυσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ο μισός πληθυσμός της Ελλάδας, δηλαδή 5.241.300 άτομα, ζουν στο 4,3% της επικράτειας, δηλαδή στην Αττική και τη Θεσσαλονίκη! Αυτή η υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού σε μια εξαιρετικά περιορισμένη έκταση, καθιστά δυσβάστακτες τις συνθήκες διαβίωσης και απειλεί με ερημοποίηση το υπόλοιπο 95,7% της χώρας.
Ενδεικτικά σε 23 δημοτικές κοινότητες η πυκνότητα του πληθυσμού ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο ξεπερνά τους 10.000 κατοίκους! Μάλιστα, σε τέσσερις από αυτές η πυκνότητα ξεπερνά τα 20.000 άτομα ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο! Το πρόβλημα γίνεται κρίσιμο λόγω και της κλιματικής κρίσης αλλά και από την έλλειψη επαρκούς σχεδιασμού του αστικού ιστού. Δεν υπάρχει σοβαρή εξέλιξη στις υποδομές που δημιουργήθηκαν βιαστικά, με καταπατήσεις και πρόχειρες κατασκευές για να καλύψουν τις ανάγκες της εκτεταμένης εσωτερικής μετανάστευσης, πριν από πενήντα-εξήντα χρόνια.
Αυτή η εσωτερική μετανάστευση των δεκαετιών του 50 και κυρίως του 60 αποσκοπούσε στη μόρφωση και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας κυρίως των παιδιών των αγροτών. Αυτά τα παιδιά σπούδασαν, ενσωματώθηκαν στον κοινωνικό ιστό και παρέμειναν στην πόλη. Μετά την έλευση των αλλοδαπών μεταναστών από τη δεκαετία του 90 που ενίσχυσε τον γηράσκοντα πληθυσμό των αγροτικών και νησιωτικών περιοχών η κατάσταση έδειχνε να ισορροπεί. Υπήρξε μια άνθηση στα σχολεία και η αγροτική παραγωγή και η οικοδομή έδειξαν ότι θα καταφέρουν να διατηρηθούν σε ρυθμούς ανάπτυξης.
Κι όμως. Τα παιδιά των μεταναστών του 90 άρχισαν να διακρίνονται στα γράμματα και να φεύγουν για τις πόλεις και κυρίως την πρωτεύουσα. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν και οι οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στα αστικά κέντρα μαζί με τα παιδιά τους. Κάποιοι από τους γονείς παραμένουν μόνοι στα νησιά για να εργαστούν στον τουρισμό ή την οικοδομή. Πάλι τα σχολεία έχουν αρχίσει να συρρικνώνονται ενώ ο πληθυσμός στην πρωτεύουσα γιγαντώνεται.
Ο σχεδιασμός της αναστροφής της ροής πληθυσμών στην Αθήνα και τα αστικά κέντρα μέσω της υποστήριξης της περιφερειακής ανάπτυξης είναι πια μονόδρομος. Επιβάλλεται εθνική στρατηγική για την περιφερειακή ανάπτυξη, ώστε οι επαρχίες να μπορούν να προσελκύουν μεγαλύτερο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού που θα ζει εκεί με ασφάλεια και σχετική άνεση. Η ψηφιοποίηση που, μεταξύ άλλων, καθιστά δυνατή την εξ αποστάσεως εργασία, οι τεχνολογικές και βιομηχανικές επενδύσεις στην περιφέρεια, η τυποποίηση και συσκευασία των αγροτικών προϊόντων στον τόπο παραγωγής, η επέκταση και του θεματικού τουρισμού, μπορούν να βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Βούληση χρειάζεται.