«…Κάποτε κι εσύ θα φτάσεις — ποιός; ο νικητής,
αλλά βασιλιάς μιας χώρας ακατοίκητης»
Οδυσσέας Ελύτης, Ο Αγαμέμνων, Τα ρω του έρωτα, 1972
Τις τελευταίες ημέρες κυριαρχεί στο δημόσιο διάλογο, με ευθύνη της κυβέρνησης και των συστημικών ΜΜΕ, το ζήτημα της επικείμενης νομοθετικής πρωτοβουλίας για το γάμο και την τεκνοθεσία των ομοφύλων ζευγαριών. Το νομοσχέδιο μάλιστα παρουσιάζεται ως κορυφαία «μεταρρύθμιση» από ορισμένους συνεργάτες του πρωθυπουργού που, με ύφος χιλίων καρδιναλίων και δίχως να έχουν περάσει ούτε απέξω από νομική σχολή, υποδεικνύουν τη μόνη, κατ’ αυτούς, ορθή νομική προσέγγιση στο ζήτημα. Ταυτόχρονα, βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος αλλά και της αξιωματικής αντιπολίτευσης με διαφορετική άποψη, είτε λοιδορούνται (οι δεύτεροι) είτε υφίστανται (οι πρώτοι) εθελουσίως τον αυτοεξευτελισμό των «φροντιστηρίων» ωθούμενοι προς την «έντιμη» αποχή, ώστε να παραμείνουν με ζωντανές ελπίδες υπουργοποίησης σε μελλοντικό ανασχηματισμό.
Όμως, την ίδια στιγμή, μια συνταρακτική είδηση πέρασε δυστυχώς στα ψιλά των ιστοσελίδων: Το 2023 ο αριθμός των γεννήσεων στην Ελλάδα ανήλθε σε μόλις πάνω από 72 χιλιάδες, σημειώνοντας τη χειρότερη ιστορικά επίδοση από το 1932, οπότε η Ελληνική Στατιστική Αρχή άρχισε να δημοσιεύει τον ετήσιο αριθμό γεννήσεων.
Όσοι συνομιλούμε καθημερινά με την κοινωνία, αντιλαμβανόμαστε πλήρως τα μεγάλα προβλήματα επιβίωσης της σύγχρονης, μέσης ελληνικής οικογένειας και ιδίως των νέων ζευγαριών. Με την εντεινόμενη ακρίβεια να ροκανίζει τις πενιχρές κρατικές παροχές προς τους γονείς, τη μίσθωση ή την αγορά κατοικίας να αποτελεί για τους περισσότερους νέους άπιαστο όνειρο και τις ιδιωτικές δαπάνες για παιδεία και υγεία να αυξάνονται διαρκώς, εξ αιτίας της πρόδηλης ανεπάρκειας των δημοσίων συστημάτων, δεν είναι μάλλον απορίας άξιο γιατί η πλειοψηφία των νέων ανθρώπων στη χώρα μας είναι απολύτως διστακτική στο να κάνει οικογένεια και παιδιά. Αντί λοιπόν να διαμορφωθεί με πρωτοβουλία της κυβέρνησης και διακομματική στήριξη μια συνεκτική και μακρόπνοη Εθνική Δημογραφική Πολιτική, το νεοσυσταθέν Υπουργείο Οικογένειας περιορίζεται σε χρηματοδότηση εκδηλώσεων ολιγάριθμων κοινωνικών ομάδων και η παραπαίουσα ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος σε σκοπίμως καθυστερημένες και ανούσιες λεκτικές ανακοινώσεις.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από τα βασικά: πραγματική μεταρρύθμιση και εθνική προτεραιότητα για την Ελλάδα σήμερα είναι το ζήτημα της δημογραφικής πολιτικής και της έμπρακτης στήριξης της ελληνικής οικογένειας.
Στην κατεύθυνση αυτή, η δημογραφική διάσταση πρέπει εφεξής να διατρέχει ως οριζόντια δράση όλες τις πολιτικές του κράτους - φορολογική, κοινωνική, εκπαιδευτική, αναπτυξιακή- και να περιλαμβάνει, τουλάχιστον, τα ακόλουθα, συγκεκριμένα μέτρα:
• Ίδρυση Εθνικού Ταμείου Στήριξης Οικογένειας με θεσμοθετημένα έσοδα από δημόσιες και ιδιωτικές πηγές (αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας, εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, φορολογικά έσοδα, δωρεές) και σκοπό τη χρηματοδότηση παροχών προς την ελληνική οικογένεια - όπως επιδομάτων και δαπανών τοκετού, υποτροφιών επίδοσης σπουδών, λειτουργίας νέων παιδικών σταθμών, επιδοτήσεων δράσεων επιχειρηματικότητας και επαγγελματικής κατάρτισης.
Αύξηση του επιδόματος τέκνων σε τουλάχιστον 200 Ευρώ μηνιαίως ανά τέκνο και αφορολόγητου 5.000 Ευρώ ανά τέκνο. Παράλληλα, να υπάρχει σύνδεση της χορήγησης του επιδόματος με περιουσιακά κριτήρια, καθώς και με επιτυχή φοίτηση των τέκνων στην ελληνική δημόσια εκπαίδευση, ώστε να αποφεύγονται γνωστές καταχρήσεις από κοινωνικές ομάδες.
• Πλήρη απαλλαγή από τον ΕΝΦΙΑ της πρώτης κατοικίας των οικογενειών με παιδιά έως 18 ετών ή σπουδάζοντα σε ελληνικά ΑΕΙ, με εκκίνηση τα 200.000 ευρώ αντικειμενικής αξίας και κλιμάκωση της απαλλαγής για οικογένειες με περισσότερα τέκνα.
Αύξηση του επιδόματος νέων τέκνων από τις 2.000 στις 5.000 χιλιάδες Ευρώ και διπλασιασμό των επιδομάτων τοκετού.
Υποχρεωτική δωδεκάμηνη άδειας μητρότητας για τις εργαζόμενες μητέρες στον ιδιωτικό τομέα (εξίσωση με το δημόσιο) με πλήρεις αποδοχές και επέκταση επιδότησης μητρότητας για μητέρες με ελεύθερο επάγγελμα έως και 12 μήνες με 1.000 Ευρώ μηνιαίως. Ομοίως, υποχρεωτική υιοθέτηση της τηλεργασίας, εφόσον ζητηθεί από την εργαζόμενη μητέρα με νεογέννητο τέκνο και με διάρκεια έως και τρία έτη.
Επέκταση και ενίσχυση του προγράμματος «Σπίτι μου» για την απόκτηση πρώτης κατοικίας από νέους γονείς καθώς και καθιέρωση γενναίας επιδότησης ενοικίου.
Αύξηση των πόρων για δημιουργία νέων παιδικών και βρεφονηπιακών σταθμών ειδικά στην ελληνική περιφέρεια.
• Εφαρμογή ολοκληρωμένων προγραμμάτων οικογενειακού προγραμματισμού, αγωγής υγείας, οδικής ασφάλειας, και ελέγχου των παράνομων αμβλώσεων, με ανάθεση σχετικών αρμοδιοτήτων στην αυτοδιοίκηση και αξιοποίηση ευρωπαϊκών κονδυλίων και χορηγιών για το σκοπό αυτό.
• Ίδρυση ανεξάρτητης αρχής για το δημογραφικό, με αρμοδιότητα την παρακολούθηση και το συντονισμό της εθνικής πολιτικής στο συγκεκριμένο θέμα και με τη συμμετοχή σε αυτή όλων των εμπλεκομένων φορέων.
Προφανώς, τα ανωτέρω μέτρα θα απαιτήσουν γενναία χρηματοδότηση που προϋποθέτει την περικοπή ορισμένων πελατειακών παροχών (αυξήσεις και επιδόματα συνταξιούχων, pass κλπ). Αυτό που προέχει όμως, αν θέλουμε να επιβιώσουμε και να προοδεύσουμε ως χώρα, είναι να επενδύσουμε σε μια Ελλάδα με αξίες και αξία. Και στην Ελλάδα αυτή, ο θεσμός της οικογένειας δεν μπορεί παρά να αποτελεί το θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους. Αυτή είναι πολιτική για τους πολλούς, χρήσιμη και μακροπρόθεσμη. Τούτο ορίζει άλλωστε ρητά και το άρθρο 21 παρ.1 του Συντάγματος. Ας το διαβάσουν λοιπόν προσεκτικά όσοι αλαζονικά παριστάνουν τους πολιτικούς παντογνώστες.
*Ο Νίκος Θεοδώρου είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και Διδάκτωρ Δημοσίου και Ευρωπαϊκού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilians του Μονάχου.
Ιστοσελίδα: www.ntheodorou.gr