Όταν ευημερούν οι αριθμοί, δυστυχούν οι άνθρωποι, είπε τη δεκαετία του ‘60 ο Γεώργιος Παπανδρέου, προσπαθώντας να αποδομήσει το «οικονομικό θαύμα» της πρώτης διακυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1955-1963). Ίσως όμως η ρήση αυτή να μην ισχύει απόλυτα σήμερα, καθώς, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας τις επίσημες πηγές, μπορούμε να αντιληφθούμε τις προτεραιότητες της αναπτυξιακής πολιτικής του ελληνικού κράτους. Κεντρικό ρόλο στην πολιτική αυτή διαδραματίζουν οι πόροι του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που δημιουργήθηκε και με ελληνική πρωτοβουλία, προκειμένου να αντιμετωπιστούν εν μέρει οι οδυνηρές συνέπειες της πανδημίας του COVID-19 στην οικονομική δραστηριότητα. Στην Ελλάδα μάλιστα αντιστοιχούν 18 περίπου δις επιδοτήσεων και πάνω από 12 δις χαμηλότοκων δανείων που δίνονται σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς.
Πώς κατανέμονται όμως αυτά τα πολύτιμα κονδύλια και ποιοι είναι οι αποδέκτες τους; Υπηρετείται με την κατανομή αυτή η ισόρροπη ανάπτυξη των περιφερειών της χώρας; Αν μελετήσει κανείς με προσοχή τη λίστα ωφελουμένων του Ταμείου, θα διαπιστώσει μάλλον ευνοημένους ιδιώτες αλλά και προκλητικά προνομιούχες περιφέρειες σε σύγκριση με κάποιες άλλες. Και δυστυχώς η Πελοπόννησος ανήκει στους «πληβείους» της κυβερνητικής στρατηγικής.
Ειδικότερα, στον τομέα των Υποδομών, η κατασκευή του ΒΟΑΚ στην αναπτυγμένη τουριστικά ανατολική Κρήτη κρίθηκε ότι αξίζει να χρηματοδοτηθεί με 200 εκατομμύρια Ευρώ από το Ταμείο, ενώ η κατασκευή του λιμνάζοντος επί δέκα χρόνια τμήματος Πύργος-Καλό Νερό-Τσακώνα στην παραπαίουσα δυτική Πελοπόννησο παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες ως δήθεν ακριβό έργο και δεν παίρνει ούτε ένα Ευρώ χρηματοδότησης. Στον τομέα της ενέργειας, μεγάλα έργα στη Δυτική Μακεδονία λαμβάνουν (ορθώς) εκατοντάδες εκατομμύρια Ευρώ από το Ταμείο στο πλαίσιο της μεταλιγνιτικής εποχής. Την ίδια στιγμή όμως, η Πελοπόννησος και η Μεγαλόπολη απουσιάζουν προκλητικά από τη λίστα των βασικών του χρηματοδοτήσεων λες κι εκεί δεν έχει επιφέρει δυσμενέστατες συνέπειες η κατάργηση του λιγνίτη. Αλλά τα «θαύματα» δεν σταματούν εδώ: στους μεγάλους αποδέκτες του Ταμείου εμφανίζονται ακόμα και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις για επενδύσεις όχι όμως σε κάποια ακριτική ή μειονεκτική περιοχή αλλά στον Κίσσαμο Χανίων και στη Ρόδο (!!!). Δηλαδή, η Ευρωπαϊκή Ένωση χρηματοδοτεί ιδιώτες για ξενοδοχεία σε υπερκορεσμένες τουριστικά περιοχές και όχι σε προδήλως ελλειμματικές όπως π.χ η Πελοπόννησος. Όμως, κάπου εδώ πρέπει να χρυσωθεί και το χάπι: έτσι η Περιφέρεια Πελοποννήσου λαμβάνει από το Ταμείο το εξωφρενικό ποσό (!) των 70 εκατομμυρίων Ευρώ για αστικές αναπλάσεις και για τη βελτίωση της οδικής ασφάλειας, δηλαδή για πλακοστρώσεις πεζοδρομίων και άσφαλτο. Εν έτει 2024, το όραμα της πολιτείας για την περιοχή μας εξαντλείται λοιπόν στην ανάκαμψη και την ανθεκτικότητα των κυβόλιθων χωρίς καμία θετική επίδραση στην απασχόληση και στο τεράστιο δημογραφικό της.
Ανεξαρτήτως των σκοπιμοτήτων και του παρασκηνίου που ευθύνονται για τον έμπρακτο αποκλεισμό της Πελοποννήσου από τους πολύτιμους πόρους του Ταμείου, είναι καιρός το πολιτικό προσωπικό της περιφέρειας τόσο σε κεντρικό όσο και αυτοδιοικητικό επίπεδο να αφυπνιστεί έστω και την ενάτη ώρα προκειμένου να μη χαθεί οριστικά το «τρένο» της ανάκαμψης για την περιοχή μας τα επόμενα χρόνια.
Έτσι, η Περιφέρεια Πελοποννήσου, από κοινού με την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, επιβάλλεται να εκπονήσουν και να διεκδικήσουν άμεσα τη χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης ενός Ειδικού Διαπεριφερειακού Αναπτυξιακού Προγράμματος (ΕΔΑΠ) με στοχευμένες δράσεις για την αναστροφή της δημογραφικής πτώσης και τη διαμόρφωση ενός βιώσιμου και μακρόπνοου αναπτυξιακού μοντέλου που, μεταξύ άλλων, θα περιλαμβάνει:
- την κατασκευή του οδικού άξονα Πύργος-Καλό Νερό-Τσακώνα
- την ίδρυση ενός μεγάλου, έξυπνου και περιβαλλοντικά βιώσιμου βιομηχανικού πάρκου σε κάθε περιφερειακή ενότητα, σε εναρμόνιση με τους πόρους και την εθνική στρατηγική για τη στήριξη της βιομηχανίας που ανακοινώθηκε πρόσφατα
- τη διαμόρφωση μιας Περιοχής Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης και ενός σύγχρονου αθλητικού-προπονητικού κέντρου στη δυτική παραλία Καλαμάτας και στην παραλιακή περιοχή της Μεσσήνης
- την εγκατάσταση στην παραπάνω περιοχή και ενός Κοινού Ερευνητικού Κέντρου (Joint Research Centre) της Ευρωπαϊκής Ένωσης με έμφαση σε τομείς τοπικού ενδιαφέροντος (αγροτοδιατροφικός τομέας, υπερτροφές, ελιά και ελαιόλαδο κλπ) αλλά και στην προσέλκυση των λεγόμενων deep tech start-ups και καταξιωμένων επιχειρήσεων στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας
-την άμεση αναβάθμιση, εκτός από το Αεροδρόμιο, και του λιμανιού της Καλαμάτας ως κύριου περιφερειακού υπό ιδιώτη παραχωρησιούχο
-την επαναλειτουργία του απαξιωμένου σιδηροδρομικού δικτύου της Πελοποννήσου, τουλάχιστον σε προαστιακή και τουριστική λογική.
- την πραγματοποίηση μεγάλων επενδύσεων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας σε κάθε περιφερειακή ενότητα προς όφελος των τοπικών κοινωνιών.
Είναι προφανές ότι η αδήριτη αναγκαιότητα της διαμόρφωσης του ΕΔΑΠ δεν αναιρεί τη δυσκολία του εγχειρήματος της αποδοχής και της υλοποίησής του. Εκεί όμως θα κριθεί η ποιότητα, η αξιοπιστία και η χρησιμότητα του πολιτικού προσωπικού στην Πελοπόννησο. Αλλιώς, το να βάζεις τον πήχη πολύ χαμηλά και να τον περνάς οριακά σιωπώντας μπροστά στην προφανή περιφρόνηση της κεντρικής εξουσίας για τους πολίτες σου συνιστά ασυγχώρητη πρακτική με σοβαρές επιπτώσεις στη σημερινή αλλά κυρίως στις μελλοντικές γενιές.
*Ο Νίκος Θεοδώρου είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και Διδάκτωρ Δημοσίου και Ευρωπαϊκού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilians του Μονάχου.
Ιστοσελίδα: www.ntheodorou.gr