Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν φαίνεται να οδεύει προς άμεση λήξη, αντιθέτως... Όπως δήλωσε ο Αμερικανός αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς στο τηλεοπτικό δίκτυο Fox News, «η έκβαση της σύρραξης εναπόκειται πλέον στη βούληση των Ρώσων και των Ουκρανών, δεδομένου ότι και οι δύο πλευρές γνωρίζουν πλέον τις προϋποθέσεις της άλλης για την ειρήνη». Επίσης, ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας Μάρκο Ρούμπιο προειδοποίησε ότι, ελλείψει ουσιαστικής προόδου στις διαπραγματεύσεις, η Ουάσιγκτον θα επανεξετάσει τη στάση της έναντι του Κιέβου.
Αυτές οι δηλώσεις δεν είναι αποκομμένες από τις γεωπολιτικές εξελίξεις. Ηνωμένες Πολιτείες και Ουκρανία υπέγραψαν συμφωνία για τη δημιουργία κοινού ταμείου αξιοποίησης των στρατηγικών φυσικών πόρων της Ουκρανίας, περιλαμβανομένων των σπάνιων γαιών, των υδρογονανθράκων και του φυσικού αερίου. Παρότι η συμφωνία δεν περιέχει ρητές εγγυήσεις ασφαλείας, εντούτοις παγιώνει την αμερικανική στρατηγική παρουσία στην Ουκρανία, λειτουργώντας ως αποτρεπτικός παράγοντας έναντι της ρωσικής επιθετικότητας. Επιπλέον, υποδεικνύει τη σαφή πρόθεση των ΗΠΑ να μειώσουν τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη μεταπολεμική αρχιτεκτονική της περιοχής, είτε αφορά την ασφάλεια, είτε την ενέργεια ή την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης Ουκρανίας.
Η ουκρανική κρίση έχει μετατραπεί από περιφερειακή στρατιωτική σύγκρουση σε κομβικό γεωπολιτικό καθρέφτη των στρατηγικών ελλειμμάτων της Ε.Ε. Η Ένωση, παρά τα φιλόδοξα θεσμικά της εργαλεία, παραμένει ανίκανη να λειτουργήσει ως αυτόνομος διεθνής δρών στον τομέα της άμυνας, της ενέργειας και της διπλωματίας. Δεν διαθέτει ενιαίο στρατιωτικό πυρήνα με επιχειρησιακή αυτονομία και παραμένει εξαρτημένη από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ ως εγγυητές ασφάλειας.
Εάν οι ΗΠΑ αποσύρουν τη στήριξή τους προς το Κίεβο, η Ε.Ε. δεν διαθέτει ούτε τα μέσα ούτε την πολιτική βούληση να καλύψει το κενό. Ο Ζελένσκι ήδη φαίνεται να προσαρμόζει τη ρητορική του στις νέες αμερικανικές απαιτήσεις, καθώς η ευρωπαϊκή στήριξη δεν μεταφράζεται σε στρατιωτική ισχύ. Παράλληλα, η Ε.Ε. αδυνατεί να σταθεροποιήσει από μόνη της το γεωενεργειακό τοπίο. Της λείπουν η στρατιωτική ισχύς, η τεχνολογική καινοτομία, η διπλωματική συνοχή και η στρατηγική αυτάρκεια που απαιτούνται για την ανάληψη ηγετικού ρόλου. Η Ε.Ε., αν και οικονομικά πανίσχυρη, είναι γεωπολιτικά και ενεργειακά εξαρτημένη και εσωτερικά διχασμένη. Μπορεί να ασκεί πίεση, να προτείνει, να επιδοτεί, αλλά όχι να καθορίζει εξελίξεις ανεξάρτητα από τις ΗΠΑ. Ούτε στο ουκρανικό ζήτημα υπήρξε ενιαία στάση από την Ε.Ε.. Η Πολωνία και οι Βαλτικές χώρες τάχθηκαν αναφανδόν υπέρ της σκληρής γραμμής κατά της Ρωσίας. Αντίθετα, Ουγγαρία και Σλοβακία αντιτάχθηκαν στις κυρώσεις και στην περαιτέρω εμπλοκή.
Η ουκρανική σύγκρουση αποκάλυψε επίσης μια βαθιά αλλαγή στον χαρακτήρα του σύγχρονου πολέμου. Οι συμβατικοί στρατοί χάνουν την κυρίαρχη υπεροχή τους απέναντι σε τεχνολογικά εξελιγμένα μέσα. Η τεχνοστρατηγική επανάσταση με drones, δορυφορική επιτήρηση, κυβερνοπολέμους και αλυσίδες logistics υψηλής ακρίβειας, αποσταθεροποιεί τις υπάρχουσες ισορροπίες ισχύος και διαβρώνει το διεθνές νομικό σύστημα. Η διεθνής τάξη αδυνατεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά τέτοιες μεταβάσεις, εντείνοντας την ανάγκη επαναπροσδιορισμού των θεσμών ασφάλειας.
Το σχέδιο Τραμπ για την Ουκρανία προβλέπει: άμεση κατάπαυση του πυρός, διατήρηση από τη Ρωσία του ελέγχου της Κριμαίας και τμημάτων του Ντονμπάς, αποκλεισμό της Ουκρανίας από το ΝΑΤΟ και σταδιακή άρση των κυρώσεων σε βάρος της Μόσχας, ουσιαστικά αποδοχή της στρατιωτική νίκης της Ρωσίας. Αν εφαρμοστεί, το σχέδιο ΤΡΑΜΠ ενδέχεται να ενισχύσει τη στρατηγική αυτοπεποίθηση της Τουρκίας, νομιμοποιώντας, έμμεσα, τη χρήση στρατιωτικής ισχύος για την επίτευξη πολιτικών στόχων. Δυνητικά, να αποδυναμώσει την πίεση των ΗΠΑ προς την Άγκυρα, ενθαρρύνοντάς την, εμμέσως, να υιοθετήσει πιο επιθετική στάση στην Κύπρο και το Αιγαίο.
Η Ελλάδα δεν πρέπει να επιλέξει μεταξύ της «αιώνιας σύγκρουσης» που εκφράζει η γραμμή Μακρόν–Κάλας και της «παράδοσης στην ισχύ» που συνεπάγεται το σχέδιο Τραμπ. Οφείλει να υποστηρίξει μια στρατηγική ειρήνης που θα βασίζεται στη δικαιοσύνη και στο διεθνές δίκαιο, αποτρέποντας τη δημιουργία τετελεσμένων που ενθαρρύνουν άλλους αναθεωρητικούς δρώντες στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως την Τουρκία. Η ελληνική θέση μπορεί να στηριχθεί σε μια αρχή: καμία αλλαγή συνόρων δεν πρέπει να γίνεται μέσω στρατιωτικής βίας.
Παράλληλα, η ελληνική διπλωματία οφείλει να επιμείνει στη διασφάλιση ότι οι μικρές χώρες δεν είναι μόνες απέναντι σε ισχυρούς, αναθεωρητικούς γείτονες. Η Ελλάδα, μαζί με άλλες χώρες, πρέπει να υπερασπιστεί μια πολυμερή και σταθερή διεθνή τάξη, που να αποτρέπει την καταστρατήγηση της κυριαρχίας κρατών.
Η Ελλάδα, μπορεί να υποστηρίξει ένα σχέδιο που δεν νομιμοποιεί την αλλαγή συνόρων μέσω στρατιωτικής βίας. Στην αντίθετη περίπτωση, θα νομιμοποιούσε τον ΑΤΤΙΛΑ, την παράνομη στρατιωτική κατοχή τμήματος της Κύπρου, από την Τουρκία.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου, όμως η δυτική αντίδραση συχνά αγνοεί το γεωστρατηγικό υπόβαθρο. Η Μόσχα θεωρεί την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ υπαρξιακή απειλή. Η ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας που δεν θα περιλαμβάνει και την Ρωσία και η επέκταση του ΝΑΤΟ υπήρξε, αλαζονική και κοντόφθαλμη για την συλλογική Δύση (ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-Ε.Ε.) και έχει μέρισμα ευθύνης για την στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, που ωστόσο, με βάσει τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου ήταν, είναι και παραμένει απαράδεκτη.
Υπενθυμίζεται ότι κατά τις διαπραγματεύσεις για την ενοποίηση της Γερμανίας το 1990, ο τότε ΥΠΕΞ των ΗΠΑ Τζέιμς Μπέικερ διαβεβαίωσε τον Γκορμπατσόφ πως το ΝΑΤΟ «δεν θα επεκταθεί ούτε μια ίντσα προς Ανατολάς». Παρότι η υπόσχεση αυτή δεν αποτυπώθηκε επίσημα, η αγνόησή της καλλιέργησε ρωσικές ανησυχίες και ενίσχυσε την αφήγηση περί περικύκλωσης. Αυτή η αντίληψη, δικαίως ή αδίκως, συνέβαλε στην ρωσική απόφαση εισβολής το 2022.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι απλώς ένα πεδίο μάχης. Είναι ένα ιστορικό εργαστήριο γεωστρατηγικής αναδιάταξης, όπου διασταυρώνονται οι πολιτικές της ισχύος, τα όρια της διπλωματίας, οι τεχνολογικές μεταλλάξεις και η κρίση νομιμοποίησης της διεθνούς τάξης. Η Ελλάδα οφείλει να σταθεί με πυξίδα την ειρήνη, το διεθνές δίκαιο και την ανάγκη για έναν κόσμο, που δεν θα κυβερνάται από τον φόβο, την αυθαιρεσία και τη στρατιωτικοποίηση της διπλωματίας.