Διάβασα ότι θα συζητηθεί σήμερα το κεφάλαιο «καλαματιανό μαντήλι» στο αρμόδιο δημοτικό όργανο με σκοπό «τη δημιουργία ενός νέου θεσμού με αφορμή το φημισμένο καλαματιανό μαντήλι, ενώ στόχος είναι η καταγραφή, παρουσίαση και ανάδειξη της πολιτιστικής ταυτότητας και κληρονομιάς της πόλης, μέσα από ποικιλία δράσεων ιστορικού, πολιτιστικού και καλλιτεχνικού περιεχομένου». Ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία για ένα θέμα που έχει ιστορία στη δημόσια ζωή της πόλης. Για την ακρίβεια έχει ηλικία που είναι στην αρμοδιότητα της… ιστορίας καθώς αριθμεί 42 χρόνια ζωής.
Και για να τα πάρουμε από την αρχή, με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου τον Οκτώβριο του 1983 συστήθηκε δημοτική επιχείρηση με το όνομα «Καλαματιανό μαντήλι». Τη σχετική μελέτη είχαν κάνει οι οικονομολόγοι Απ. Ψώνης, Παν. Ξυγκώρος και Βας. Γιαννόπουλος, ενώ στο πρώτο διοικητικό συμβούλιο συμμετείχαν οι δημοτικοί σύμβουλοι Σοφ. Φίλντιση, Γ. Πασχάλης, Παν. Γεωργίκος, Παν. Μπαστακός, Χαρ. Καρατζάς και σαν εκπρόσωποι των δημοτών οι Παν. Ξυγκώρος οικονομολόγος, Βασ. Δεληγιάννης γεωπόνος, Αθηνά Γιαννοπούλου διακοσμήτρια, Ευανθία Μούστου νοικοκυρά και Ντίνος Πλεμμένος δημοσιογράφος. Πρόκειται για μια δημοτική επιχείρηση η οποία με ευθύνη των δημοτικών αρχών, πέρα από τα εκάστοτε διοικητικά συμβούλια κάθε… δύο χρόνια δημοτικής θητείας, το μόνο που απέκτησε ήταν μια πινακίδα στην παλιά λαχαναγορά που θα στέγαζε την επιχείρηση. Από τότε υπήρχε διαρκής πίεση για να γίνουν βήματα στην οργάνωση και ανάδειξη της υπόθεσης «καλαματιανό μαντήλι». Προσωπικά έχω γράψει αμέτρητα κείμενα παροτρύνοντας τις κατά καιρούς δημοτικές αρχές να «κινήσουν» το θέμα, αλλά κανένας ποτέ δεν… καταδέχτηκε. Η δημοτική επιχείρηση χρησιμοποιήθηκε για να «τακτοποιούνται" οι… φιλοδοξίες των μελών της πλειοψηφίας του δημοτικού συμβουλίου. Εστω και αν η επιχείρηση ήταν νεκρή.
Βιβλίο ολόκληρο θα έβγαινε αν μάζευα τα κείμενα, περιορίζομαι σε ένα που δημοσιεύτηκε πριν από 10 χρόνια. Σε αυτή τη στήλη είχα γράψει ένα κείμενο στο οποίο αναφέρονταν τα εξής: «Μια φωτογραφία από τα βάθη του χρόνου. Απαθανατίζει μαθήτριες της σχολής μεταξοϋφαντικής τέχνης της Μονής Καλογραιών και παραπέμπει στις εποχές που το «Καλαματιανό μαντήλι” είχε κατακτήσει τον κόσμο, ενώ ανθούσε η οικοτεχνική και βιοτεχνική παραγωγή στην Καλαμάτα και την ευρύτερη περιοχή. Η φωτογραφία προέρχεται από μια σημαντική εργασία με τίτλο “Χορός από μετάξι στη Μεσσηνία” την οποία έχει κάνει το Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Καλαμάτας.
Από την ίδια εργασία αντιγράφουμε: “Στο μοναστήρι τα ορφανά και απροστάτευτα κορίτσια διδάσκονταν τα ελληνικά γράμματα και τη μεταξοϋφαντική τέχνη. Δεν τους έκαναν προσηλυτισμό για μοναχικό βίο. Από τα ειδικευμένα κορίτσια στη μεταξοϋφαντική τέχνη δεν αναπτύχθηκε η μεταξοβιομηχανία μόνο στην Καλαμάτα, αλλά και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας και ιδιαίτερα στην Αθήνα. Το πρώτο εργοστάσιο μετάξης στην Αθήνα ήταν του Καλαματιανού Ναθαναήλ και οι εργάτριές του είχαν διδαχθεί την τέχνη στη Μονή. Το 1853 η κυβέρνηση ζήτησε από τον τότε Μητροπολίτη Μεσσηνίας να σταλούν δύο καλόγριες στη Μονή της Τήνου, για να εκπαιδεύσουν τις εκεί καλόγριες στη μεταξοϋφαντική τέχνη. Σε πολλές πόλεις της Ελλάδας πήγαιναν οι καλόγριες, για να διδάξουν την τέχνη σε Οικοκυρικές σχολές (π.χ. Ληξούρι, Εδεσσα)”. Αυτό το απόσπασμα έχει ιδιαίτερη αξία, όχι μόνον ιστορική αλλά και κοινωνική. Γιατί κάνει ακόμη περισσότερο ακατανόητη την εγκατάλειψη της μεγάλης παράδοσης με την οποία είναι συνδεδεμένο το όνομα της πόλης, αλλά και την αδιαφορία που επιδείχθηκε από όλους για το θέμα αυτό. Μπορεί η βιομηχανία του μεταξιού να έπεσε θύμα των οικονομικών και τεχνολογικών εξελίξεων, η παράδοση όμως την ακολούθησε χωρίς να γίνει κάποια προσπάθεια για μια συνέχεια προσαρμοσμένη στις νέες συνθήκες.
Ζήτημα πρώτο, η τέχνη και η τεχνογνωσία. Τα χρόνια που πέρασαν δαπανήθηκαν απίστευτα ποσά για «προγράμματα εκπαίδευσης» με ελάχιστα αποτελέσματα. Μόνοι κερδισμένοι όσοι ασχολήθηκαν επαγγελματικά με αυτά εκμεταλλευόμενοι την ευκαιρία και την ανοχή των εκάστοτε αρμοδίων για τα προγράμματα. Ολοι ήθελαν να γίνουν ειδικοί στους υπολογιστές, στη δημοσιογραφία, στα οικονομικά και γενικώς σε γνωστικά αντικείμενα τα οποία «γυάλιζαν», αλλά είχαν επαγγελματική προοπτική σχεδόν μηδενική. Γενικώς οτιδήποτε είχε σχέση με την παραγωγή θεωρήθηκε από αρμοδίους και επιτήδειους ως «ανεπιθύμητο» και παραγκωνίστηκε με τις ευλογίες της κοινωνίας. Παρά τις κατά καιρούς παραινέσεις, κανένας δεν ενδιαφέρθηκε για παράδειγμα να εκπαιδευτούν νέοι άνθρωποι σε παραδοσιακές τέχνες, όπως είναι αυτή της μεταξοϋφαντουργίας. Το γνωστό «μάθε τέχνη και άστηνε» κρίθηκε ως αναχρονιστικό την εποχή της γενικής αφασίας και χάθηκαν αμέτρητες ευκαιρίες. Τα έφερε έτσι όμως η ζωή και η χρησιμότητα της οικοτεχνίας ήρθε πάλι στο προσκήνιο ως ένας τρόπος απασχόλησης και εξασφάλισης κάποιου εισοδήματος, έστω και συμπληρωματικού ή δευτερεύοντος. Και θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα «κοινωνικής οικονομίας» εφόσον υπήρχε και η τεχνογνωσία αλλά και η ενθάρρυνση με ουσιαστικά κίνητρα από τους εκάστοτε κυβερνώντες.
Και αναφέρομαι σε οικοτεχνία γιατί είναι προφανές ότι σε βιοτεχνική-βιομηχανική κλίμακα το ζήτημα έχει πολλές παραμέτρους και ενδεχομένως θα αποτελούσε μαξιμαλιστική προσέγγιση της πραγματικότητας η πολιτική «αναβίωσης» ενός κλάδου που δεν ρίζωσε ούτε εκεί που έγιναν προσπάθειες (στο Σουφλί για παράδειγμα) για μια σειρά λόγους οι οποίοι δεν έχουν διερευνηθεί επαρκώς και θα ήταν επιπόλαιο να αυθαιρετήσει κάποιος στην εξαγωγή συμπερασμάτων. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με μια ξεχωριστή περίπτωση. Στα καταστήματα της πόλης θα μπορούσαν να κρέμονται αντί για τα συνθετικά μαντήλια (αλήθεια το δήμο δεν τον ενδιαφέρει αυτή η ιστορία;), αυθεντικά καλαματιανά μαντήλια οικοτεχνικής παραγωγής. Η οποία θα ήταν δυνατόν να αναπτυχθεί με την επιδότηση του εξοπλισμού (πόσα και πόσα χρήματα δεν πήγαν σε μαύρες αντιπαραγωγικές τρύπες;) από διάφορα προγράμματα που έτρεχαν ή θα έπρεπε να προσαρμοστούν με δική μας παρέμβαση. Και με την αξιοποίηση αυτής της δυνατότητας από νέα παιδιά και μέσα από τη δημιουργία κοινοπρακτικών σχημάτων μικρού οικονομικού ρίσκου τα οποία θα βασίζονταν στην προσωπική εργασία των συνεργαζόμενων. Υπάρχουν διάφορες μορφές με τις οποίες θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο και σε κάθε περίπτωση θα μπορούσαν να αναζητηθούν οι καλύτερες.
Το θέμα της μεταξοϋφαντουργίας επανέρχεται κατά καιρούς με διαφορετικό τρόπο ή αφορμή, αλλά ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει ουσιαστική συζήτηση. Από την εποχή της δημοτικής επιχείρησης “Καλαματιανό μαντήλι” μέχρι τώρα έχουν κυλήσει πάνω από 30 χρόνια. Ηταν η μόνη δημοτική επιχείρηση που ιδρύθηκε, απέκτησε διαδοχικά διοικητικά συμβούλια, πινακίδα και γραφεία αλλά ουδέποτε αποφάσισε το οτιδήποτε και διαλύθηκε. Εν γνώσει των δυσκολιών κανένας δεν θέλησε να τη λειτουργήσει, αλλά δεν έγινε και καμία αναγνωριστική κίνηση από την οποία να προκύψει το συμπέρασμα ότι το “καλαματιανό μαντήλι” είναι τελειωμένη υπόθεση. Θεωρήθηκε ως τέτοια στην πορεία με αποτέλεσμα η υπόθεση να πάει στο ράφι με τα αζήτητα. Σε μια εποχή που αναζητούνται παραγωγή και τρόποι απασχόλησης, μπορούμε να δούμε το θέμα με φρέσκια ματιά. Με την αξιοποίηση του θεσμικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με εκπαιδευτικά προγράμματα και συνεργατικές μορφές που θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο ουσιαστικής μελέτης. Και αυτό δεν μπορεί παρά να το κάνει ο δήμος, οι αρμόδιοι του οποίου θα πρέπει να αντιληφθούν επιτέλους ότι οφείλουν να στρέψουν την προσοχή τους στην ανάπτυξη της παραγωγής, την προστασία και την προώθηση των τοπικών προϊόντων. Ειδικά εκείνων που είναι συνυφασμένα με την ιστορία, τη ζωή και το όνομα της πόλης».
Σε αυτό το διάστημα υπήρξαν σημαντικές ιστορικές και πολιτισμικές συμβολές από τον αείμνηστο Νίκο Ζερβή με τις περιγραφές των περιηγητών. Από το Δημήτρη Ζέρβα που είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μετάξι και τη μεταξουργία και έγραψε μια μεγάλη σειρά κειμένων σε συνέχειες στην «Ελευθερία». Και από το Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Καλαμάτας με το βιβλίο «Χορός από μετάξι» το οποίο μάλιστα κυκλοφορεί ελεύθερο στο διαδίκτυο σε ηλεκτρονική μορφή. Εννοείται πως ούτε αυτά συγκίνησαν τους δημοτικούς άρχοντες οι οποίοι πέρα από κατά καιρούς δηλώσεις αδιαφόρησαν για όλα όσα παραθέτω. Και όχι μόνον αυτό, αλλά άφησαν να δυσφημείται το «καλαματιανό μαντήλι» από μαντήλια Made in Taiwan που κρέμονταν στην πόλη για να τσιμπήσουν εκείνοι που άκουγαν το «σαν πάς στην Καλαμάτα και ρθεις με το καλό, φέρε μου ένα μαντήλι να δέσω στο λαιμό».
Ως εκ τούτου υπό προϋποθέσεις έχει το δικό της ενδιαφέρον αυτή η πρωτοβουλία. Και η βασική προϋπόθεση είναι να μην αντιμετωπιστεί η υπόθεση της μεταξουργίας στην Καλαμάτας ως μια μουσειακή ιστορία, αλλά ως ένα τοπικό προϊόν για το οποίο θα πρέπει να εξαντληθούν όλες οι δυνατότητες ώστε να αποτελέσει και πάλι στοιχείο της οικονομίας. Φυσικά σε άλλη τάξη μεγέθους και με άλλα χαρακτηριστικά, καθώς η «φήμη» είχε σχέση τόσο με την καλλιέργεια και επεξεργασία του μεταξοσκώληκα, όσο και με την τεχνογνωσία της μεταξοϋφαντικής, αλλά και τη μαγεία του χειροποίητου. Γιατί δεν είναι δυνατόν να επιστρέψουμε στην εποχή που περιέγραφε ο Τσελεμπί στα τέλη του 18ου αιώνα όταν πέρασε από την Καλαμάτα και έγραφε «Εδώ κατασκευάζονται διάφορα μεταξωτά υφάσματα, που δεν ξεχωρίζουν από τ’ αλγερινά. Με τέτοια τυλίγουν οι άντρες το κεφάλι και τη μέση τους. Τα πουκάμισα που φτιάχνουν από το μετάξι, τα βάζουν μέσα σ’ ένα καλάμι και τα στέλνουν δώρο στους σουλτάνους, τους βεζύριδες και τους βεκίληδες. Το κάθε πουκάμισο ζυγίζει εφτά με οχτώ δράμια. Τόσο λεπτό είναι το μετάξι. Ολοι οι κάτοικοι ασχολούνται με την επεξεργασία του. Υπάρχουν φυτείες με εννιά χιλιάδες μουριές»
[Στη φωτογραφία είναι αυτή για την οποία γίνεται αναφορά στο κείμενο]