Είναι μια βραδιά καλοκαιριού, από κείνες που ο καύσωνας της ημέρας σ’ έχει κάνει να παραδοθείς. Ντάλα καλοκαίρι. Κι όμως, ετούτη η βραδιά κρύβει μια ευχάριστη έκπληξη. Βγαίνεις στο μπαλκόνι και με έκπληξη νοιώθεις ν’ «ανασαίνει» ένα λεπτό, διακριτικό και δροσιστικό αεράκι, που σε κάνει να ξεχνάς ότι είσαι στο τέλος του Ιουλίου, που παραδοσιακά όλα ψήνονται στην πόλη.
Μια πόλη, που τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο, ψήνεται από το λιοπύρι και την άπνοια. Τα ψηλά κτήρια στην παραλιακή ζώνη, κόβουν τη δίοδο του αναζωογονητικού αέρα της θαλάσσιας αύρας και τα σκεπασμένα, τα εγκιβωτισμένα ποτάμια της πόλης δεν προσφέρουν πια ούτε τo παραμικρό ίχνος δροσιάς στις ανύπαρκτες όχθες τους. Τα τσιμέντα κι η άσφαλτος λειτουργούν ως θερμοπομποί. Οι πνεύμονες της πόλης, τα δέντρα και το λιγοστό πράσινο, έχουν χαθεί μέσα στην ανοικοδόμηση και τους συντελεστές δόμησης. Ζοφερή εικόνα μιας πόλης που μεγαλώνει ασταμάτητα. Μιας πόλης που πίστευε ότι το αεροδρόμιο του Ελληνικού θα γίνει μητροπολιτικό πάρκο, αλλά έντρομη βλέπει εκεί, στα πλευρά της, στη θέση του αθλητικού κέντρου του Αγίου Κοσμά, να αναπτύσσεται μια νέα πόλη, τουριστικό γκέτο. Κι αυτό θεωρείται πρόοδος, ανάπτυξη που διαφημίζεται ως «ένας νέος προορισμός παγκόσμιας κλάσης. Μια νέα «έξυπνη» και «πράσινη» πόλη στην Αθηναϊκή Ριβιέρα που συνθέτει το μεγαλύτερο έργο αστικής ανάπλασης στην Ευρώπη. Με θέα το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου και ηλιοβασιλέματα που κόβουν την ανάσα, το πρότζεκτ του Ελληνικού αποτελεί τον απόλυτο προορισμό για όλο τον χρόνο».
Το θέμα είναι για ποιους.
Κι όμως η φύση βρίσκει τη λύση. Ο θεός Αίολος καταφέρνει να διαβεί ανάμεσα κι απ’ τα ψηλά κτήρια-κλουβιά και να φέρει αυτό το λεπτό κυματάκι δροσιάς στα μπαλκόνια των τσουρουφλισμένων κατοίκων τους. Δεν μπορείς να μιλήσεις για μια δροσερή βραδιά. Μόνο για μια ανέλπιστη ανακούφιση από τον κάματο της ημέρας στην τσιμεντένια πόλη.
Για λίγο ξεχνάς τα κλιματιστικά και τους ανεμιστήρες. Βιώνεις το καλοκαίρι ανθρώπινα, σε φυσικές συνθήκες χωρίς τη φασαρία των «αθόρυβων» μηχανημάτων. Στο μικρό παρκάκι τα παιδάκια, παίζουν, τρέχουν αλλά είναι πιο ήσυχα. Δροσίζονται κι αυτά κι αφοσιώνονται στα παιγνίδια τους. Το ταβερνάκι κι η πιτσαρία, με τα τραπεζάκια έξω, υπόσχονται ξενοιασιά για τις παρέες που βλέπουν τη διασκέδαση στο φαγητό και το πιάτο τους. Άλλοι έχουν βγει στα μπαλκόνια τους, κάποιοι συζητούν και καλαμπουρίζουν ενώ κάποιοι άλλοι απολαμβάνουν τη μοναξιά τους. Ανθρώπινα πράγματα, καθημερινά. Όλα μαζί, στην ίδια τσιμεντένια γειτονιά.
Όπως όλα τα καλοκαίρια, όπως ακόμα κι αυτά της δεκαετίας του 60 και του 70, έτσι και τώρα υπάρχει ανεμελιά. Τότε που τα μπαλκόνια και οι ταράτσες φιλοξενούσαν σπαστά κρεβάτια και στρώματα και οι ένοικοι των κτηρίων είχαν για ταβάνι τους τ’ αστέρια και το φεγγάρι. Κι άλλοι, για να «κάνει ρεύμα», άφηναν ορθάνοιχτες τις εξώπορτες και τις μπαλκονόπορτες και κοιμόνταν έτσι, στρωματσάδα, για δροσιά στο πάτωμα. Και σήμερα όμως, η ανεμελιά μπορεί να «πνίγεται» αφού είναι κουμπωμένη και κλειδαμπαρωμένη, αλλά υπάρχει. Εξωστρέφεια και απομόνωση, αντάμα. Το ελληνικό καλοκαίρι τα φέρνει όλα σε μια ισορροπία. Θα την βρούμε την άκρη, θα συνεχίσουμε. Με γκρίνιες αλλά και χαρές. Χαρές που μπορεί να έρχονται από τον Μανόλο του επί κοντώ, τις ομάδες του πόλο, τα παιδιά της κολύμβησης ή του στίβου. Χαρές που έρχονται να διαλύσουν το στρίμωγμα της καθημερινότητας, τη βιάση του βίου.
Η αποψινή είναι μια βραδιά δική σου, καταδική σου. Μια βραδιά χωρίς τις πυρκαγιές και τους εμπρησμούς, τις γυναικοκτονίες και τους πνιγμούς, τα ρωσο-ουκρανικά, τη Γάζα και τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Μια βραδιά που σου μιλάει. Και τα τζιτζίκια σου μιλάνε. Σου θυμίζουν ότι ζεις κι εσύ. Ότι υπάρχεις κάτω από αυτή τη χαμένη αστροφεγγιά. Μια βραδιά που δεν μπορεί κανείς να σου την πάρει. Στο λεπτό ψιθύρισμα του «δειλού» αέρα, αντιλαμβάνεσαι τη μοναδικότητα της ύπαρξης.
Στο Άλσος, λίγο πιο κει, τα δέντρα έχουν αραιώσει. Η αναμόρφωση και η ανάπλαση, το «κούφωσαν» το Άλσος. Κάποιοι όμως επιμένουν να περιπατούν και κάμποσοι άλλοι να τρέχουν. Παρέες με παιδιά και καροτσάκια απολαμβάνουν κι αυτοί την αποψινή ευχάριστη έκπληξη της αμυδρής δροσούλας. Οι περισσότεροι λείπουν. Στα χωριά, σε νησιώτικους ή και κοσμοπολίτικους προορισμούς, έχουν αποδράσει από το «κλεινόν άστυ».
Όσο πέφτει η νύχτα, τα φώτα χαμηλώνουν, τα παιδιά φεύγουν απ’ το παρκάκι κι οι παρέες σιγά-σιγά αραιώνουν. Η βουή της πόλης σιγοσβήνει. Τα τζιτζίκια συνεχίζουν το μονότονο τραγούδι τους, σαν να θέλουν να τους ξεπροβοδίσουν όλους από το μικρό παρκάκι και να τους στείλουν στις αγκάλες του Μορφέα. Το ανεπαίσθητο αεράκι όμως επιμένει να δροσίζει ευχάριστα τη γειτονιά. Είναι η μόνη χαρά μιας πόλης που αδειάζει.
Αύριο θα έρθει μια άλλη μέρα. Το ίδιο καλοκαιρινή και ζεστή. Με ένταση, αγωνία, δημιουργία και πολλή ενέργεια. Μια μέρα με καινούργιες ειδήσεις, άλλες καλές κι άλλες δυσάρεστες, μια μέρα με πολύ κλιματισμό και φιλτράρισμα της ζωής, μια μέρα προσμονής για μια ακόμα ευχάριστη βραδιά, με έστω και ελάχιστη δροσιά, σαν την αποψινή. Και πάλι με τα τζιτζίκια, τα παιδάκια στο πάρκο, τις παρέες στο Άλσος, στην πιτσαρία και την ταβέρνα. Μία ακόμα καλοκαιρινή βραδιά.