Δυο χρόνια και δυο λέξεις για να αναπτερώσει κανείς το ηθικό του, να αφυπνίσει την συνείδησή του, να αναδιοργανώσει την σκέψη του και να υπολογίσει το κόστος από την συναισθηματική σπατάλη που τον συνόδευε για ολόκληρη τη ζωή του.
Δυο λόγια που είναι αρκετά για να κάμει κτήμα του κανείς όλες τις εμπειρικές πραγματικότητες που άλωσαν τον εσωτερικό του κόσμο και τον οδήγησαν σε περίπλοκα μονοπάτια στο πέρασμα του χρόνου.
Γενιές περνούν και γενιές φεύγουν μαζί με τα οράματα και τις φαντασιοκοπίες, ένας ολόκληρος κόσμος ταξιδεύει στο σύμπαν για να αποδείξει είτε την αέναη κίνηση είτε την νομοτελειακή ακινησία, την στατικότητα του πνεύματος ή την ποιητική ανωφέρεια που κάνει κύκλους σαν ο πόθος για την ενστάλαξη γόνιμων ιδεών μεγαλώνει με τα χρόνια.
Και να αποδείξει κανείς πως στέκει εκεί αγέρωχος και ατάραχος μέσα στην σκωπτικότητα και στωικότητά του, να αναταράξει και να διασπάσει το κέλυφος της αναστοχαστικής του περιπέτειας και εμπειρίας, όλο αυτό το περίγραμμα της ιδεοληψίας πως θα μπορούσε να καταπνίξει την κλίση προς το μη πραγματικό που δεν έγινε από την μια μέρα στην άλλη παρά ξεπήδησε εξαίφνης από την φαρέτρα των ιδεών που ανά ριπάς έθελγε την φαντασία, προς τι όλο τούτο;
Και αν οι πεδιάδες του νου απλώνονταν ασυντόνιστες ανάμεσα στις έννοιες και τα νοήματα, αν η ίδια η σκέψη διασκορπιζόταν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, όλα αυτά γίνονταν για να πουν κάποιοι σήμερα με περηφάνεια πως υπάρχουν ακόμη φιλόσοφοι και ποιητές;
Η ενορατική διακίνηση του πεπρωμένου της ανάγκης που έγινε κανόνας και κοινό ρητό στα στόματα του πλήθους, όλη αυτή η διαδικασία Θείας παρέμβασης που μετατράπηκε σε πάθος για ζωή, όλοι αυτοί οι τόποι διαλόγου και επικοινωνίας δεν έδρεψαν καρπούς για να ανατείλει κάποτε ο ήλιος και το φεγγάρι μέσα από τα κρυπτογενή σύννεφα του νου που δεν άφηναν την παραμικρή χαραμάδα ελπίδας και σωτηρίας;
Οι άνθρωποι πάντα είχαν ανάγκη να διαβούν αυτές τους λαμπερές οάσεις, τα σωτήρια κενά μέσα από τα οποία ανέτειλε το φως του ήλιου, αυτά ακριβώς τα ανοίγματα που από ένα σημείο και μετά αποκάλυπταν τα πραγματικά περάσματα σε τούτη τη ζωή. Η ανάγκη όμως ενίοτε δεν συμβάδιζε με την οδυνηρή πραγματικότητα που καλούσε και καλεί τους πάντες να βρίσκονται σε επαγρύπνηση για το αισθητηριακό και αποχή από το Είναι.
Η μη κατάδυση και διατακτική σκέψη για το φαντασιακό, υποτάσσει τον πλούτο των ιδεών σε έναν στείρο πραγματισμό που θα χρειαζόταν κανείς αιώνες για να τον ανατρέψει. Η πόρευση δηλαδή γίνεται αυτόματα πύρινη διακωμώδηση του ιδεατού και πανηγυρική αποθέωση του τετριμμένου. Από αυτό το σημείο και μετά ο χρόνος που δεν σταματά, καταπίνει τις αντιστάσεις και ξερνά συμβιβασμούς με το κάθε τι, από τον τρόπο που βαδίζει κανείς την κάθε ώρα και στιγμή, μέχρι το πως αναλώνεται στις σκοπιμότητες και τις μηχανορραφίες.
Σαρώνει ο χρόνος το κάθε τι στο πέρασμά του και διαιωνίζει την αντίφαση της καθημερινότητας με την συνειδησιακή περιχαράκωση.
Το πολύ – πολύ κάποιοι να πουν και πάλι πως εκείνος ή εκείνη υπερέβαλλε εαυτόν και άλωσε την λογική και το λόγο, αυτόν που οι αρχαίοι Έλληνες προέβαλαν ως την πεμπτουσία της ζωής, τον ανώτερο λόγο και όχι την ομιλία.
Είθισται αυτό όσο επιχειρείται η υπέρβαση του Είναι και η σύλληψη του Ενός. Αυτά τα αναζητεί κανείς ψάχνοντας μέσα του και επιχειρώντας να αναπροσαρμόσει τα εκάστοτε νέα νοητικά δεδομένα.
Θα βγάλει όμως άραγε κάπου όλη αυτή η προσπάθεια; Θα μπορέσουν να εξηγηθούν όλες οι παραστάσεις ζωής που ενέπνευσαν και απομάγεψαν το πεπρωμένο του ενωτικού αλλά όχι ποιοτικού διαλόγου, θα αποτελέσει για πολλούς το άνοιγμα της σκέψης το εφαλτήριο για ένα νέο παραστράτημα των σπερματικών πνευματικών προτάσεων και παρεκκλίσεων, υπό την έννοια ότι κάποτε οι παρεκκλίσεις αυτές θα γίνουν τα ορόσημα και οι νέοι φάροι για να ξεχωρίσει κανείς μέσα στα σκοτεινά πελάγη το θαυματουργό φως του νοήματος σε τούτη τη ζωή;
Οι άνθρωποι συνηθίζουν να αποκρυπτογραφούν με βιασύνη τις σκέψεις, υπεραπλουστευοντάς τες και αποσπώντας τες με βία από τα μύχια του ανερμήνευτου. Οδηγός τους είναι μια στείρα πραγματικότητα που γίνεται άλλοθι για τους μη σκεπτικούς συνειρμούς.
Αν μη τι άλλο δεν γίνεται επιθυμητή η πλαστικότητα και διαστολή των λέξεων. Προέχει απλά και μόνο η ερμηνεία με συνήθεις απαντήσεις, Πρέπει δηλαδή να μην υπάρχουν πια ποιητές και φιλόσοφοι, στοχαστές και εντρυφούντες στην πνευματική διάνοιξη. Πρέπει να είναι βιαστική η σκέψη και όταν δεν είναι κατανοητή, να κατονομάζεται περιττή.
Αυτό ακριβώς το περιττό θέλει όχι ένα ή δύο χρόνια για να απομονωθεί παρά μια ολόκληρη ζωή. Μια ζωή αφιερωμένη στο πάθος για τις έννοιες και τις λέξεις, την κατάλληλη επιλογή και τοποθέτησή τους. Αν μη τι άλλο το πάθος για την λεκτική και εννοιολογική θωράκιση ενός διαρκούς και εν εξελίξει οράματος.