Αυτή μόνο, με όλα τ΄άλλα να τελειώνουμε. Μιλούσε και τριγυρνούσε ξυπόλητη ανάμεσα στα χαρτόκουτα μ΄ένα χοντρό μαύρο μαρκαδόρο στα χέρια. Έγραφε έξω από κάθε κούτα το περιεχόμενο. Βιβλία, cd, κατσαρολικά, ρούχα, περιοδικά. Όταν κουραζόταν , καθόταν λίγο στον καναπέ ή στο κρεβάτι με το απλανές βλέμμα να ακουμπάει την αδημονία των πραγμάτων και των καταστάσεων. Σηκωνόταν και συνέχιζε. Παράχωνε τις φωτογραφίες που ξεμείνανε μαζί με τα κασκόλ . Σήκωνε το ακουστικό , να τηλεφωνήσει σε κανένα φίλο , άκουγε το πρώτο ντριν και το άφηνε κάτω.
Έμπαινε και έβγαινε στα δωμάτια, ορθάνοιχτες οι μπαλκονόποτρες και οι τρυπούλες από τα μισάνοιχτα ρολά να σχηματίζουν το μεσημέρι στο ξύλινο πάτωμα. Προσπαθούσε να εντοπίσει τα ξεχασμένα αλλά περισσότερο ν΄ ακουμπήσει λίγο ακόμα τα γυμνά της πέλματα , στις φαρδιές τάβλες του πατώματος . Να ακούσει τα τριξίματα του κάτω από το βάρος της και να πει ακόμα εδώ είμαστε.''Πως είναι το πάτωμα στο νέο ;''. Βουτηγμένη στην άρνηση , δεν είχε πάει να το δει ποτέ. ''Πως θέλεις να είναι; ένα σπίτι επαρχιακό είναι. '' Δεν άκουσε την συνέχεια της απάντησης γιατί αρχίσαν τα χρατς χρατς της ταινίας. Ο Νίκος έκλεινε τις κούτες .
Ογδόντα τρια διαφορετικά δέματα και η πράσινη βαλίτσα χωρέσανε τα υπάρχοντα τους. Όταν πριν ένα μήνα της είχε πει πως λύση άλλη δεν έβλεπε , έπρεπε να κλείσουν το μαγαζί και να πάνε στο χωριό, δεν ήθελε να το πιστέψει. Ήταν οι φίλοι τους εδώ, ήταν τα μαθήματα, ήταν η ζωή τους . Είχε θυμώσει την πρώτη ώρα που το άκουσε, ξεκόλλησε και το χαρτάκι που είχε αφήσει στο ταμείο '' παραδίδονται μαθήματα Αγγλικών , τιμές πολύ λογικές''. Μέρες της πήρε να καταπιεί τον θυμό της απώλειας. Εδώ άλλοι φεύγουν για την Αυστραλία, τι είναι να γυρίσεις στο χωριό. Μέχρι γραφεία βοήθειας μετανάστευσης εέχουν ανοίξει στην Κάνιγγος. Τριγύρω άστεγοι , πρεζόνια και στην μέση τα γραφεία. Είναι εποχή αποφάσεων της είχε πει. Πήρανε τελικά την απόφαση.
Πάνω από την ταινία έσφιγγαν τις κούτες με σπάγγο. Κυλούσε ο σπάγγος τριγύρω σχηματίζοντας ένα λευκό μονοπάτι. Η ώρα περνούσε, ο χρόνος στην μετακόμιση δεν είναι ο ίδιος μ΄αυτόν του συνηθισμένου ρολογιού. Είναι ο χρόνος ενός διαφορετικού χρονομέτρου μια ζωής παρελθούσης που βγάζει την γλώσσα της στο σήμερα. Ογδοντατρία διαφορετικά δέματα και η πράσινη βαλίτσα χωρέσανε όσα ήταν να χωρέσουν . Τα υπόλοιπα, τα γέλια πάνω στο πάγκο της κουζίνας, τα σημάδια στους τοίχους από τα καρφιά ,οι γρατσουνιές στα έπιπλα από τα αναπάντητα, τα δάκρυα στο κεφαλάρι του κρεββατιού για όλα αυτά που ήταν να έρθουν αλλά δεν ήρθαν ποτέ , τα αποτυπώματα από τα πρωινά της ανεργίας, κάτι σακβουαγιαζ με ρούχα παλιά που δεν χωράνε πια και δεν το αποδεχθήκανε εγκαίρως μείνανε εκεί ακούνητα. Ιδιοκτησία μιας ζωής που δεν χωρά σε σύνορα.
Ήρθαν τα παιδιά της μεταφορικής . Άρχισε να αποκτά ξανά καλύτερη ορατότητα καθώς κατέβαιναν οι στοίβες με τις κούτες. Άναψε ένα τσιγάρο και ακούμπησε την πλάτη της στην συρόμενη πόρτα του γραφείου. ''Αφήστε την πράσινη βαλίτσα τελευταία''. Των γονιών της ήταν η βαλίτσα . Από ένα ταξίδι τους στην Βενετία όταν ήταν ακόμα νέοι. Της είχαν πει πως καθόντουσαν σ΄ενα καφέ στην πλατεία του Αγίου Παύλου και η βαλίτσα ήταν στην βιτρίνα του διπλανού καταστήματος. Πράσινη, δερμάτινη, φιρμάτη,ολοκαίνουργια και ότι έπρεπε για τα ταξίδια που σκόπευαν να κάνουν. Όταν πήγε να σπουδάσει στο Λονδίνο , πέρασε στην κατοχή της άθικτη.
Τελευταία έφυγε εκείνη . Τράβηξε τον φθαρμένο ιμάντα και κατέβασε τα ρολά. Έστρωσε την παλιά πετσέτα μπροστά από τον νεροχύτη στην κουζίνα. Αυτή και μόνο έμεινε. Με την μυρωδιά του απορρυπαντικού από τα τελευταία πλυσίματα ακόμα πάνω της. ''Μη,μη ΄΄φώναξε στο μεταφορέα που πήγε να πάρει την βαλίτσα. ''Μόνη μου θα την πάρω, έχει όλο τον Καζαντζάκη μέσα''. Σήκωσε την βαλίτσα, τράβηξε την πόρτα και βγήκε.
Φωτογραφία Ada Hamza
Αννίτα Λουδάρου
Αναδημοσίευση από το ann-lou.blogspot.gr