"E, και τι να θέλω; Να συνεχίσω να έχω τη δουλίτσα μου, να πάρω ένα δανειάκι, να βάλω ένα κεραμίδι πάνω από το κεφαλάκι μου" μου είχε εξομολογηθεί πριν κάνα δυο χρόνια συνομήλικός μου, τις μέρες που όλοι στέκονταν με τις ώρες στις πλατείες και στα στέκια του κινήματος των "Αγανακτισμένων". Εψαχνε φαίνεται κι εκείνος να δει αν θα αγανακτήσει και θα... τα σπάσει όλα, θα κάνει "ντου από παντού" ή αν θα αφεθεί στο γλυκό κυνήγι του παραπάνω πορτρέτου ζωής.
"Από πού έχεις βγει;". Τον ρώτησα. "Από ταινία του '60; Από τα στενά του Μονάχου; Από τη διαφήμιση που μιμείται τον Ξανθόπουλο;". Δεν πίστευα ότι ο άνθρωπος αυτός ενδέχεται να είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας γενιάς γύρω στα 30 σήμερα, που αρκείται στο να ζει και να θέλει να ζει με υποκοριστικά. Με μια "δουλίτσα", ένα "στεγαστικούλι", ένα "αμαξάκι", μια "ζωούλα" δηλαδή σε γενικές γραμμές χωρίς πολλά πολλά, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις και όνειρα, με απαραίτητο το βόλεμα και την άρνηση.
Τι να λένε τώρα λέξεις και έννοιες όπως "εξέλιξη", "αγώνας", "μάχη", "προσπάθεια"... Απλώς... οδοντόκρεμες σε ένα πλάνο που στόχο έχει μελλοντικά μια "συνταξούλα" και ένα συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού στην ερώτηση "τι κάνεις;".
Αρνούμαι να το δεχτώ για αυτή τη γενιά πως αντί να ονειρεύεται τα πάντα στο μέγιστο βαθμό, στην υπερβολή, αρκείται στα υποκοριστικά και στα ημίμετρα. Το αρνούμαι και είμαι αισιόδοξη, κάθε φορά που βλέπω παιδιά στα σχολεία που ξεφυλλίζουν βιβλία, που ρωτούν για την ιστορία, που απαιτούν να μάθουν την αλήθεια, που ακούν ροκιές. Γιατί αυτά θα δώσουν μια και θα σπάσουν όλες τις κλειστοφοβικές μεμβράνες της επανάπαυσης των άλλων.
Καμία επανάσταση δεν έγινε με υποκοριστικά. Κανείς δεν πάλεψε για τη "ζωούλα" του, αλλά για τις ζωές όλων των συνανθρώπων του. Και τον κόσμο ανάποδα κατάφεραν να τον γυρίσουν οι Ανθρωποι, σαν εμένα και εσάς, ουχί οι "ανθρωπάκοι".
Γιούλα Σαρδέλη