Σάββατο, 11 Οκτωβρίου 2014 20:41

Πόσο ασφαλείς είμαστε απέναντι στους σεισμούς;

Γράφτηκε από την

 

 

Του Βασίλη Κανάκη, Πολιτικού Μηχανικού - Φυσικού

 

Η Δυτική Πελοπόννησος είναι γνωστό ότι αποτελεί μια εκ των περιοχών με εξαιρετικά έντονη σεισμική δραστηριότητα. Κάθε χρόνο σημειώνονται δεκάδες σεισμικά γεγονότα με ορισμένα να είναι αρκετά έντονα δημιουργώντας στην καλύτερη περίπτωση ανασφάλεια στους κατοίκους και στη χειρότερη υλικές ζημιές ή ακόμη και θύματα. Το ερώτημα που γεννάται αφορά το κατά πόσο είναι δικαιολογημένη η ανησυχία των πολιτών και θα απαντηθεί βάση των παραμέτρων των αντισεισμικών κανονισμών που ίσχυαν και ισχύουν στη χώρα μας. 

Αρχικά αξίζει να αναφερθεί η ερμηνεία των περιβόητων βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ που είναι στις μέρες μας η επικρατούσα κλίμακα μέτρησης σεισμών. Τα Ρίχτερ αποδίδουν την ενέργεια που εκλύεται από ένα ρήγμα και κατ' επέκταση προσδιορίζουν το μήκος των πετρωμάτων που "σπάνε". Πρόκειται για λογαριθμική κλίμακα κάτι που σημαίνει πως αύξηση μας μονάδας συνεπάγεται την έκλυση 30 φορές περίπου περισσότερης ενέργειας. Το μεγαλύτερο ρήγμα στη γη βρίσκεται στη Χιλή, έχει μήκος 1.500 χιλιόμετρα και μπορεί να αποδώσει έναν σεισμό της τάξεως των 9,5 Ρίχτερ.

Στον αντισεισμικό σχεδιασμό οι βαθμοί Ρίχτερ δεν έχουν καμία σημασία. Οι αντισεισμικές μελέτες βασίζονται κυρίως στη σεισμική επιτάχυνση, στο είδος του εδάφους, στη διάρκεια του γεγονότος και σε πληθώρα συντελεστών που αφορούν την κατασκευή και την ταλαντωτική κίνηση του εδάφους. Ο πρώτος αντισεισμικός κανονισμός στην  Ελλάδα εφαρμόστηκε το 1959 και βασίστηκε στις ερευνητικές προσπάθειες των δεκαετιών '20 και '30. Ηταν εξαιρετικά απλοϊκός εξαιτίας της έλλειψης έντονων σεισμικών γεγονότων εκείνη την περίοδο και βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην εφαρμογή οριζόντιων στατικών δυνάμεων στις στάθμες των ορόφων, δηλαδή δυνάμεων συγκεκριμένου μεγέθους, οι οποίες προέκυπταν από χαμηλούς συντελεστές σεισμικής επιβάρυνσης. Ο κανονισμός αυτός ουσιαστικά αφορά κτήρια που ανεγέρθησαν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 80' όπου ξεκίνησαν οι ουσιαστικές βελτιώσεις του κανονισμού. Τα κτήρια αυτά συνεπώς μελετήθηκαν ανεπαρκώς σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα και το αποτέλεσμα της ανάλυσηής τους υστερεί κατά πολύ σε σχέση με αυτό των σημερινών κατασκευών. Είναι δεδομένο πως σε περίπτωση απευκταίου σεισμικού γεγονότος τα παραπάνω κτήρια είναι εξαιρετικά ευάλωτα. Οσον αφορά κτήρια σχεδιασμένα με τον νεότερο αντισεισμικό κανονισμό από το 2000 μέχρι σήμερα, όλα τα στοιχεία συνηγορούν σε αρκετά ικανοποιητική σεισμική επάρκεια. Στην περιοχή της Καλαμάτας συγκεκριμένα ο σχεδιασμός γίνεται για μια σεισμική επιτάχυνση της τάξης του 0,24g και για να δοθεί ένα συγκριτικό στοιχείο ας αναφερθεί πως η μέγιστη καταγεγραμμένη επιτάχυνση στον σεισμό της Αχαΐας-Ηλείας μεγέθους 6,5 ρίχτερ το 2008 ήταν 0,19g. Επίσης στη μελέτη σύγχρονων κτηρίων εισάγεται η έννοια της πλαστιμότητας, κάτι παντελώς άγνωστο στους παλαιούς κανονισμούς,  που περιγράφει την ικανότητα των κατασκευών να απορροφούν ενέργεια χωρίς να επέρχεται θραύση και προσδίδει επιπλέον ασφάλεια στον σχεδιασμό. Στον σεισμό 6 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ του Ιανουαρίου 2014 στην Κεφαλλονιά μετρήθηκαν τιμές επιτάχυνσης ακόμα και 0,60g δηλαδή διπλάσιες από την τιμή αντισεισμικού σχεδιασμού της περιοχής που είναι 0,36g αλλά οι ζημιές στα νέα κτήρια ήταν σχεδόν ανεπαίσθητες λόγω της καλής κατασκευής και των περιθωρίων ασφαλείας που επιτρέπουν οι σύγχρονοι κανονισμοί. Ο σεισμός της Καλαμάτας το 1986, μεγέθους 6,2 ρίχτερ, έφτασε σε επιτάχυνση τα 0,25g. Τα κτήρια από το 1985 μέχρι το 2000 περίπου κρίνονται σχετικά πιο ασφαλή σε σχέση με αυτά πριν το 1985 αλλά υστερούν σε σχέση με τα νεότερα.

Στην περίπτωση της πόλης μας, ο μεγάλος σεισμός στις 13 Σεπτεμβρίου του 1986 προκάλεσε τεράστιες υλικές καταστροφές σε κτήρια μέσα στην πόλη αλλά και στα γειτονικά χωριά. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας του υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων από τα 9.124 κτήρια της πόλης το 20% κρίθηκαν κατεδαφιστέα. Επίσης ο σεισμός προκάλεσε την κατάρρευση 4 πολυκατοικιών και την ολοκληρωτική καταστροφή του Ελαιοχωρίου. Ο τραγικός απολογισμός ανήλθε σε 20 νεκρούς και 80 τραυματίες. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία σίγουρα θυμούνται το χαρακτηριστικό κόκκινο, κίτρινο ή πράσινο χρώμα με το οποίο τα κλιμάκια των μηχανικών αποφαίνονταν για την καταλληλότητα η μη των κτηρίων που είχαν πληγεί βάναυσα από τις σεισμικές δυνάμεις. Ο σεισμός της Καλαμάτας ήταν ο τελευταίος μιας αλληλουχίας φονικών σεισμών που έπληξε τη χώρα μας στις αρχές του '80 η οποία αποτέλεσε το εφαλτήριο για την κατανόηση της αναγκαιότητας αλλαγής και βελτίωσης των αντισεισμικών κανονισμών. Η ανοικοδόμηση της πόλης μας μετά το 1986 βασίστηκε σε πολύ αυστηρότερα κριτήρια κατασκευής και σε σύγχρονους κανονισμούς που αποτέλεσαν εχέγγυο για την αποφυγή μιας παρόμοιας καταστροφής στο μέλλον.

Συμπερασματικά ο αντισεισμικός κανονισμός των νέων κτηρίων τα καθιστά αρκετά ασφαλή και με βάση τη μέχρι τώρα εμπειρία δύσκολα, θα μπορούσαν να προκληθούν ανθρώπινες απώλειες από κάποιο σεισμικό γεγονός στην περιοχή μας εκτός εάν υπάρχουν κακοτεχνίες και ελλιπής εφαρμογή της μελέτης από τον αρμόδιο μηχανικό. Τα παλαιότερα κτήρια θα αντιμετωπίσουν μεγάλο πρόβλημα σε ενδεχόμενη έντονη "επίσκεψη" του Εγκέλαδου. Το ευτύχημα είναι πως πλέον η έρευνα έχει προσφέρει σημαντικά εργαλεία στους μηχανικούς μέσω των οποίων οι ιδιοκτήτες έχουν τη δυνατότητα να προβούν σε έλεγχο στατικής επάρκειας ή μελέτη βάση της μεθόδου μη-γραμμικής ανάλυσης που περιέχεται στον ΚΑΝ.ΕΠΕ. (Κανονισμός Επεμβάσεων) που θα μπορούσε να τους γνωστοποιήσει τις σεισμικές δυνατότητες της οικοδομής τους. Η λύση σε περίπτωση ανεπάρκειας θα ήταν μια επέμβαση ενίσχυσης που βέβαια έχει υψηλό κόστος σε κάποιες περιπτώσεις. Το ίδιο κρίνεται αναγκαίο να πραγματοποιηθεί σε δημόσια παλαιά κτήρια, σχολεία, νοσοκομεία κλπ. από τους δήμους και άλλους αρμόδιους φορείς. Η πρόληψη είναι πάντοτε προτιμότερη από οποιαδήποτε επέμβαση.