Δευτέρα, 30 Δεκεμβρίου 2024 13:10

Η λαδού, η βασιλόπιτα της φτωχολογιάς

Η λαδού, η βασιλόπιτα της φτωχολογιάς

 

Από το «Γεύσεις Τσακώνων», ένα βιβλίο για την διατροφή των Τσακώνων, της Ελένης Μάνου, το οποίο πραγματεύεται την συνέχεια των διατροφικών συνηθειών της Τσακώνικης γαστρονομικής παράδοσης μέσα στο χωροχρόνο.

 

Η λαδού

1 ποτήρι του νερού λάδι

1 ποτήρι του νερού ζάχαρη

1 ποτήρι του νερού πορτοκάλι ζωμό

4 φλιτζάνια αλεύρι

½ φλιτζάνια σταφίδες

1 κουταλιά του γλυκού κανέλα και 1 γαρύφαλλο

1 κουταλάκι του γλυκού αλάτι

2 κουταλιές του γλυκού σόδα

3 κουταλιές της σούπας ξύδι

ένα φλιτζάνι του καφέ αλισίβα

σουσάμι

5 καρυδάκια για στόλισμα

Ζυμώνομε όλα τα υλικά μαζί και τα βάζομε σε ταψί στρογγυλό. Ρίχνομε λίγο σουσάμι από πάνω, βάζουμε και τα πέντε καρυδάκια να φτιάξουμε ένα σταυρό και την ψήνομε στο φούρνο για 50΄, την αφήνουμε για άλλα 10΄μέσα στο φούρνο πριν την βγάλουμε έξω.

 

Πως φτιάχνομε την αλισίβα

Βράζομε τρείς μεγάλες κουταλιές στάχτη πολύ καθαρή από καθαρό ξύλο σε ένα ποτήρι του νερού νερό (από την στέρνα είναι καλύτερο) για 2΄- 3΄. Αφήνομε να μείνει, να κάτσει κάτω η στάχτη.         

Μετά παίρνομε την αλισίβα (προσεχτικά με ένα κουτάλι να μην ανακατευτεί η στάχτη πάλι) για να κάνομε ό, τι θέλομε, κουραμπιέδες, μελομακάρονα, κουλούρια. Η αλισίβα κάνει τα γλυκά αφράτα από μέσα και τραγανά απέξω. Εκείνα τα χρόνια δεν είχαν σόδα ή μπέκιν. Γι’ αυτό το λόγο έβαζαν αλισίβα. Η αλισίβα κάνει και για το πλύσιμο των ρούχων. Το αλκαλικό κάλιο που έχει λευκαίνει τα ρούχα.

 

Η ΣΥΝΤΑΓΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΣΑΚΩΝΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ

 

Α λαδού

1 ποκήζι του υβάτου άι

1 ποκήζι ζάχαζη

1 ποκήζι πορτοκάλι ζουμί

4 φετζάνια άλητε

½ φετζάνι κιαθέ

1 μυσ̌ί κανία τσαί 1 μυσ̌ί μοσχοκάρθι

1 μυσ̌ί άτσι

2 μυσ̌ίζα σόδα

3 μύσ̌ε γλυκάιδι

ένα φετζάνι του καφού αλισίβα

σουσάνι

5 καζούλια για πούνισμα

Έμε ζυμούντε όα τα υλικά τσι σ’ έμε βάντε τάσου σε ταβά στροντζυλέ. Έμε ξεζίχουντε λίγο σουσάνι απανούσε, έμε βάντε τσαί τα πέντε καζούλια να ποίομε ένα σταυρέ τσι ν̑’ έμε φταίντε το φούρνε για 50΄,έμε αφήντε νι τάσου τ̔ο φούρνε για άβα 10΄ακόνη,

μπρού να νι μπάλομε τάτσου.

 

Π̔ουρ έμε φκιάντε ταν αλισίβα

Έμε βράζουντε τσ̌εί μύσ̌ε ατσ̌οί σποΐα λαγαρά από καθαρέ κάλ̣ι σε ένα ποκήρι του υβάτου ύο (από τα στέρνα έν̇ι καλύτερε) για 2΄-3΄. Έμε αφήντε νι να αραμάει, να κατσάει κάτου α σποΐα. Απέ έμε αζίκ̔ουντε ταν αλισίβα(προσεχκικά με νιά μύσ̌α

να μη ανακατουθεί α σποΐα πάλι) για να ποίομε ό,τσι έμε θέντε, κουραμπιέδε, μαλαμακάρουνα, γριτζέλια. Α αλισίβα έν̇ι ποία τα γλυκά αφράτα αποτάσου τσαί κ̔αμπουρά αποτάτσου. Έτεοι του χρόνου ούγκι έχουντε τα σόδα νή το μπέκιν. Γιάκεινι τον όγο ήγκιαϊ βάντε αλισίβα. Α αλισίβα έν̇ι ποία τσαί για το κ̔σ̌ύσιμο τουρ ειδού. Το αλκαλικό κάλι π̔’ έν̇ι έχα έν̇ι λεκαζίζουντα τα είδητα.