Μια μάχη άγνωστη που “μπήκε στη ζωή της πόλης” όταν το 1994, η Αδελφότητα των Απομάχων της Ελληνικής Εκστρατείας, μετά από ενέργειες του τότε προέδρου της Εντουιν Χόρλιγκτον σε συνεργασία με τον αείμνηστο Νίκο Ι. Ζερβή και το Δήμο Καλαμάτας, τοποθέτησε στη νοτιοδυτική γωνία του Πάρκου Σιδηροδρόμων μνημείο για τους πεσόντες κατά τη μάχη που έγινε στις 28 Απριλίου 1941.
Με τα γεγονότα να είναι άγνωστα ακόμη και σήμερα, τις ημέρες της επετείου αναρτήθηκε στο eleftheriaonline.gr και διατίθεται δωρεάν ένα βιβλίο που ετοίμασα με συλλογή κειμένων που επιχειρούν να φωτίσουν την ιστορία από διάφορες πλευρές. Η υποδοχή ήταν εξαιρετικά ενθαρρυντική και αποδεικνύει το ενδιαφέρον που υπάρχει ανάμεσα στους πολίτες για να πληροφορηθούν τα σχετικά με τη μάχη της Καλαμάτας. Εισαγωγικά σε αυτό το βιβλίο, επιχειρώ να εξηγήσω τους λόγους οι οποίοι οδήγησαν στον “κύκλο της σιωπής” για μια τόσο σημαντική στιγμή της τοπικής ιστορίας αλλά και της ιστορίας χιλιάδων οικογενειών από τις χώρες της πρώην Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Και σημειώνω μεταξύ των άλλων:
Οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες και ασφαλώς κρύβουν έναν υποκειμενισμό στη θεώρηση των πραγμάτων. Κάποιες σκέψεις λοιπόν:
1. Η μεγάλη πλειοψηφία των Καλαματιανών απομακρύνθηκε από την πόλη εξαιτίας των βομβαρδισμών και του φόβου ότι θα υπάρχει ευρεία πολεμική επιχείρηση. Ετσι δεν υπήρχε εικόνα σχετικά με τα πραγματικά γεγονότα. Αυτοί που κυκλοφόρησαν την επόμενη μέρα στην πόλη και είδαν ή άκουσαν πλευρές της ιστορίας ήταν ελάχιστοι. Οι περισσότεροι είτε περίμεναν να μάθουν τα νέα για να κατέβουν στην πόλη από σπηλιές, κτήματα και χωριά, είτε όταν έφθασαν έσπευσαν να κλειστούν στα σπίτια τους στο θέαμα των πάνοπλων Γερμανών.
2. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μην “εγγραφεί” στη συλλογική μνήμη ως ένα σημαντικό γεγονός, αλλά ως ένα από τα πολλά περιστατικά εκείνης της εποχής.
3. Σημαντικό για το “κενό μνήμης” είναι το γεγονός ότι το πιο “ζωντανό” κομμάτι του ανδρικού πληθυσμού ήταν καθ’ οδόν προς την πόλη μετά τη συνθηκολόγηση και δεν είχε εικόνα σχετικά με αυτά που είχαν συμβεί στην πόλη, δεν είχαν μνήμες σε αντίθεση με τη δική τους μνήμη από τον πόλεμο με τους Ιταλούς, τις μάχες, τα κρυοπαγήματα, το θάνατο συμπολεμιστών, τη συνθηκολόγηση, την επιστροφή με τα πόδια.
4. Στους μικρότερους στην ηλικία ήταν λογικό να αποτυπωθούν μόνον τα γεγονότα της φυγής, ενώ όταν επέστρεψαν η πόλη είχε “κρύψει” τις μεγάλες πληγές και η ιστορία φάνταζε ως μια “επικίνδυνη στιγμή” που πέρασε και επέστρεψαν σπίτι.
5. Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθούν τα τραγικά γεγονότα της κατοχής και του εμφυλίου που επισκίασαν τη “λιγοστή μνήμη” εκείνων των ημερών που έμειναν ως ο βομβαρδισμός καθώς ανάμεσα στους Καλαματιανούς δεν υπήρχαν θύματα, παρά τις μεγάλες υλικές ζημιές Και ήταν τόσο δύσκολα τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, που “έσβησαν” και τη μνήμη του μεγάλου βομβαρδισμού του λιμανιού από τους Ιταλούς που έγινε στις 12 Απριλίου του 1941 και είχε 11 νεκρούς.
6. Το μετεμφυλιακό κράτος επικέντρωσε όλη την προσοχή τους στις “γιορτές μίσους” και απαγόρευσε ουσιαστικά κάθε συζήτηση και αναφορά στη γερμανική κατοχή που οδηγούσε αναπόφευκτα στη συζήτηση για τη στάση του καθενός και φυσικά των δωσίλογων που εν τω μεταξύ είχαν ενσωματωθεί στον “εθνικό κορμό”.
7. Οι Βρετανοί δεν είχαν κανέναν λόγο να “γιορτάζουν” το γεγονός, άλλωστε ήταν μια αποτυχημένη στρατιωτικά επιχείρηση καθώς αιχμαλωτίστηκαν χιλιάδες στρατιώτες, βυθίστηκαν πλοία και χάθηκαν στη θάλασσα πολλοί από εκείνους που κατάφεραν να διαφύγουν από διάφορα σημεία της Ελλάδας. Ετσι η υπόθεση “ανασύρθηκε” από το ενδιαφέρον που επέδειξαν οι επιζώντες του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος. Είναι απολύτως ενδεικτική η “κατάθεση” του αείμνηστου Εντουιν Χόρλινγκτον που πάντα υποστήριζε ότι η Καλαμάτα ήταν “χειρότερη από τη Δουνκέρκη κατ’ αναλογία με βάση τις απώλειες σε νεκρούς και αιχμαλώτους πολέμου”.
Αυτό το ερμηνευτικό σχήμα εξηγεί γιατί ενώ η πόλη “είχε ξεχάσει” την ιστορία, δεν συνέβη το ίδιο με εκείνους που βρέθηκαν στην Καλαμάτα εκείνες τις ημέρες και τους απογόνους τους. Που “έσπασαν” την επίσημη σιωπή και κράτησαν τη μνήμη εκείνης της μάχης. Κάποιοι έχασαν τη ζωή τους, χιλιάδες κατάφεραν να φύγουν για την Κρήτη και άλλοι τόσοι συνελήφθησαν αιχμάλωτοι πολέμου. Ετσι και σήμερα υπάρχει πολύ πιο ζωηρό ενδιαφέρον στους απογόνους τους για τη μάχη αυτή, το οποίο αποτυπώνεται με διάφορους τρόπους και στο διαδίκτυο. Γεγονός που υποδηλώνει ότι ο Δήμος Καλαμάτας μπορεί και πρέπει να κάνει πολύ περισσότερα πράγματα από το λιτό μνημείο που έχει στηθεί στο Πάρκο Σιδηροδρόμων. Από την πείρα την οποία αποκομίσαμε μαζί με τον καλό φίλο και συνάδελφο Βασίλη Μπακόπουλο τα τελευταία χρόνια, οι άνθρωποι που φθάνουν στην Καλαμάτα θέλουν να δουν πού έγιναν τα γεγονότα τα οποία διάβασαν ή αφηγήθηκαν οι συγγενείς τους. Και νομίζω ότι αυτό μπορεί να γίνει με την τοποθέτηση μικρών ενδεικτικών πινακίδων σε διάφορα σημεία της πόλης, οι οποίες θα αναφέρουν τι έγινε σε εκείνο το σημείο που μπορεί να απεικονίζεται σε φωτογραφίες (υπάρχουν πολλές και διαδοχικές) και σκίτσα εκείνης της εποχής.
Γνωρίζουμε ότι οι άνδρες του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος μπήκαν στην πόλη είτε από τη γέφυρα Σταματελάκη, είχε από τη Σιδηροδρομικού Σταθμού. Ανέβηκαν την Αριστομένους, πέρασαν την 23ης Μαρτίου, έφθασαν στη Λακωνικής και από εκεί διασκορπίστηκαν κάτω από τις ελιές στα Γιαννιτσάνικα. Από εκεί με βάση τις οδηγίες κατέβαιναν προς την ακτή για να απομακρυνθούν. Γνωρίζουμε ακόμη με λεπτομέρειες και χάρτη διαμορφωμένο από Νεοζηλανδούς, πώς και σε ποια σημεία της Παραλίας εξελίχθηκε η μάχη, που ήταν οι Γερμανοί και πώς κινήθηκαν οι δυνάμεις της Κοινοπολιτείας. Η διαδρομή και τα σημεία που προαναφέρθηκαν μπορούν να μπουν με συντεταγμένες σε μια ηλεκτρονική πλατφόρμα που θα περιλαμβάνει τις πληροφορίες και τις φωτογραφίες των πινακίδων. Ετσι ο επισκέπτης θα μπορεί να κάνει μόνος του τη διαδρομή “διαβάζοντας” ή ακούγοντας την ιστορία και ξεκινώντας από το κέντρο να κάνει αν θέλει ολόκληρη τη διαδρομή για να καταλήξει στο μνημείο που βρίσκεται στο λιμάνι. Ιστορία γραμμένη στο δρόμο και αποτυπωμένη ηλεκτρονικά με τρόπο που να είναι προσιτή σε κάθε επισκέπτη. Παράλληλα σε αυτή την πλατφόρμα θα μπορούσαν οι χρήστες να καταθέσουν τις δικές τους οικογενειακές ή φιλικές μαρτυρίες, πλουτίζοντας με την “προφορική ιστορία” ένα σημαντικό γεγονός που ενδιαφέρει και την πόλη και τους επισκέπτες.
Μια ιδέα είναι, μπορεί να υπάρχουν περισσότερες και καλύτερες. Εξάλλου μόνον ειδικός δεν είμαι, υπάρχουν άνθρωποι που γνωρίζουν πολύ καλά πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, ενδεχομένως να έχουν προχωρήσει κιόλας σε μια τέτοια κατεύθυνση. Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ απολύτως αναγκαία την επανεξέταση του όλου θέματος από το δήμο έτσι ώστε η υπόθεση να ξεφύγει από τη λογικής της “διεκπεραίωσης” με την ετήσια τελετή και να κάνει ουσιαστική την επαφή με την ιστορία τόσο των κατοίκων, όσο και των επισκεπτών, ειδικά εκείνων που έχουν “δεσμούς” με τα γεγονότα, τους απογόνους δηλαδή των 15.000 ανθρώπων που βρέθηκαν εκείνες τις ημέρες στην Καλαμάτα. Πρόκειται για ανθρώπους που ενδιαφέρονται να επισκεφθούν την πόλη, ορισμένοι το κάνουν όταν δίνεται η δυνατότητα και το πρώτο που αναζητούν είναι τα σημεία που εξελίχθηκαν τα γεγονότα. Για να γνωρίσουν τον τόπο που εξελίχθηκαν τα γεγονότα τα οποία τους μετέφεραν οι συγγενείς τους. Τόσο οι εκδόσεις όσο και οι φωτογραφίες και ιστορίες που καταθέτουν στην κοινωνική δικτύωση είναι ενδεικτικές του ενδιαφέροντος και της ανάγκης να οργανωθεί η ηλεκτρονική ξενάγηση στους τόπους των γεγονότων.