Μια μελέτη την οποία προκάλεσε η παρέμβαση του τότε δημάρχου Κώστα Κουτουμάνου, ο οποίος ήταν και ο πρώτος που έθεσε στη δημόσια συζήτηση στην πόλη το θέμα του σχεδιασμού στην ανάπτυξή της. Με αφορμή το ενδιαφέρον, θεώρησα πως θα ήταν χρήσιμο να αναδημοσιευτεί ένα παλαιότερο κείμενο σχετικά με αυτό. Η επέκταση της πόλης, η εξοικονόμηση χώρων πρασίνου, τα πεζοδρόμια και οι ποδηλατόδρομοι, οι χώροι στάθμευσης, η προστασία των διατηρητέων, η μεταφορά του εμπορικού κέντρου, η δημιουργία κέντρων γειτονιάς είναι μερικές από τις ιδέες- προβλέψεις της μελέτης. Οι οποίες επηρέασαν σημαντικά το σχεδιασμό της πόλης, αλλά δυστυχώς δεν εφαρμόστηκαν εκείνη την εποχή, με αποτέλεσμα πολλές ιδέες να πνιγούν στο τσιμέντο.
Πρόκειται για την πρώτη απόπειρα ολοκληρωμένου σχεδιασμού για την πόλη και την ευρύτερη περιοχή, οι προτάσεις της οποίας επηρέασαν σημαντικά τον νεότερο σχεδιασμό. Αξίζει να αναφερθούμε αρχικά σε μια εισαγωγική εκτίμηση της μελέτης με διαχρονική αξία, καθώς προβλέπει πως στην εφαρμογή του σχεδιασμού θα υπάρξουν αντιδράσεις: «Αι αντιδράσεις αύται οφείλονται εις δύο κυρίως λόγους, αφ’ ενός μεν εις την μη κατανόησιν και πίστην εις τους τελικούς στόχους της μελέτης και εις την έλλειψιν “πολεοδομικής παιδείας” γενικώτερον, αφ’ ετέρου δε εις προσπαθείας επιτεύξεως, βραχυπροθέσμως, υπερόγκων οφελών. Αι τελευταία είναι και αι πλέον σημαντικαί, καθ’ όσον η μη εφαρμογή μιάς ρυθμιστικής μελέτης, ως άλλωστε και η ανυπαρξία ταύτης, έχει ως συνέπειαν την χαώδη και ανεξέλεγκτον ανάπτυξιν μιας πόλεως, ευνοούσα ούτω κερδοσκοπικάς τάσεις».
Η μελέτη αντιμετώπιζε το σύνολο των ζητημάτων που αφορούσαν την ανάπτυξη της πόλης και πρότεινε μια σειρά μέτρα και λύσεις που ήταν προσαρμοσμένα τόσο στις αντιλήψεις της εποχής όσο και στην κατάσταση που είχε διαμορφωθεί. Οσον αφορά την οικιστική ανάπτυξη προβλεπόταν ότι αυτή θα έπρεπε να γίνει καθ’ ύψος στις περιοχές του υφισταμένου σχεδίου 1905 (πλην ιστορικού κέντρου) και κατ’ έκταση στην ανατολική και δυτική πλευρά αυτού του σχεδίου. Ειδικότερα για τον άξονα της Αριστομένους σημείωνε: «Ενίσχυσις δι’ υψηλής δομήσεως και η αναμόρφωσις του παρά την οδόν Αριστομένους άξονος και του άξονος της παραλίας. Λαμβανομένων των απαραιτήτων μέτρων ώστε η καθ’ ύψος αύτη επέκτασις να μη προκαλέση συμφόρησιν και συμπαγή δόμησιν». Με αραιοκατοικημένη τη σημερινή συμπαγή περιοχή πολυκατοικιών πρότεινε εκεί να γίνει «επέκτασις και μάλιστα σημαντική, εις το εντός σχεδίου ευρισκόμενον τμήμα της πόλεως, το περιλαμβανόμενον μεταξύ σημερινής πόλεως και παραλίας δυτικώς της Θεμιστοκλέους και ανατολικώς της Ακρίτα το οποίον είναι εξαιρετικώς αραιοκατωκημένον». Και επέκταση στις νέες περιοχές που προαναφέρθηκαν: «Κατ’ έκτασιν επέκτασις της πόλεως προς ανατολάς και δυσμάς. Τούτο προτείνεται αφ’ ενός μεν λόγω της σχετικώς υψηλής αξίας γης εις την εντός σχεδίου περιοχήν, πράγμα ασυμβίβαστον με την ανάγκην εξευρέσεως περιοχών με χαμηλήν αξίαν γης διά την κατασκευήν μεγάλου μέρους των νέων κατοικιών και κέντρων, αφ’ ετέρου δε λόγω των ήδη διαμορφωμένων τάσεων αναπτύξεως της πόλεως και των αναμενομένων μελλοντικών τοιούτων».
Στο πνεύμα της εποχής η μελέτη πρότεινε υψηλούς συντελεστές δόμησης αλλά ταυτοχρόνως άφηνε ελεύθερους χώρους στα οικοδομικά τετράγωνα για κήπους, γκαράζ κ.λπ., ενώ παράλληλα προέβλεπε δημιουργία ελεύθερων χώρων, πρασίνου και θέσεων στάθμευσης. Σχεδιάζοντας ένα δίκτυο ελεύθερων χώρων και πρασίνου σημείωνε ότι «η χωροθέτησις εξηρτήθη κατά κύριον λόγον από την προβλεπομένην πολεοδομικήν συγκρότησιν της πόλεως. Προτείνεται η δημιουργία δικτύου πρασίνου εις όλην την έκτασιν αυτής, είτε υπό την μορφήν κήπων εντός των τομέων κατοικίας (ποσοστόν καλύψεως χαμηλόν, ενιαίος ακάλυπτος διά του καθορισμού οπισθίας οικοδομικής γραμμής, περιοχαί οργανωμένης δομήσεως), είτε υπό την μορφήν πάρκων και περιπάτων (περιοχή Κάστρου, χώροι υφιστάμενων νεκροταφείων, άξων ποταμού Νέδοντος, περιοχή νοτίως στρατοπέδου)».
Για τη στάθμευση έκανε την πρόβλεψη για την ανάγκη 23.800 θέσεων στάθμευσης μελλοντικά και σημείωνε: «Η στάθμευσις οχημάτων εις τας περιοχάς κατοικίας αντιμετωπίζεται εις την παρούσαν μελέτην τόσον διά των καταλλήλων συντελεστών δομήσεως, όσο και διά της μορφής του δικτύου. Οι όροι δομήσεως δίδουν την δυνατότητα σταθμεύσεως εντός κοινοχρήστων ιδιωτικών χώρων, ιδιαιτέρως εις περιοχάς ηυξημένης πυκνότητας, ενώ η διαμόρφωσις των τοπικών δρόμων επιτρέπει την στάθμευσιν εις ειδικάς λωρίδας επ’ αυτών. Ιδιαίτεραι δυσχέρειαι αναμένεται ότι θα παρουσιασθούν μελλοντικώς εις την περιοχήν του σημερινού κέντρου, όπου οι χώροι κυκλοφορίας οχημάτων είναι ήδη ανεπαρκείς. Διά τον λόγον τούτον θα πρέπει εις τας νέας περιοχάς αναπτύξεως, αι οποία γειτνιάζουν προς το παλαιόν κέντρον, να ληφθή πρόνοια ώστε οι νέοι χώροι σταθμεύσεως να καλύπτουν και μέρος των αναγκών τούτου. Και εις την περίπτωσιν του κέντρου μέρος των υπολογισθεισών αναγκών θα πρέπει να καλυφθή από ιδιωτικούς χώρους ως ιδιωτικά γκαράζ, κεντρικάς αυλάς τετραγώνων, υπόγεια κτηρίων κλπ. αναλόγως προς τας αντιστοίχους δυνατότητας τόσον των ιδιωτικών, όσον και των δημοσίων χώρων».
«Παλαιό κέντρον» η μελέτη ονομάζει την ευρύτερη περιοχή γύρω από την πλατεία 23ης Μαρτίου που θεωρεί πως θα πρέπει να αποσυμφορηθεί. Ετσι προτείνει τη δημιουργία ενός νέου κέντρου στην περιοχή που ήδη κατασκευαζόταν το Διοικητήριο. Εκεί πρότεινε να μεταφερθούν ο σιδηροδρομικός σταθμός, ο σταθμός των υπεραστικών ΚΤΕΛ και η κεντρική λαχαναγορά (για να δημιουργηθεί χώρος πρασίνου στη θέση της: «Μεταφορά της κεντρικής λαχαναγοράς από την θέσιν βορείως της πλατείας Αγίων Αποστόλων, προς νότον του υφιστάμενου σιδηροδρομικού σταθμού, όπου θα μεταφερθούν και ο νέος σιδηροδρομικός σταθμός, τα ΚΤΕΛ και μέρος των βιοτεχνιών των εχουσών σχέσιν με συνεργεία αυτοκινήτων, μηχανουργεία κλπ. Η ως άνω μεταφορά θα έχη δύο ευνοϊκάς επιπτώσεις: Αφ’ ενός μεν την απελευθέρωσιν του χώρου, όν καταλαμβάνει σήμερον, όστις θα διατεθή διά πράσινον, το οποίον ελλείπει παντελώς από την εν λόγω περιοχήν, αφ’ ετέρου δεν την συγκέντρωσιν εις την νέαν θέσιν καταστημάτων γενικού εμπορίου, πλησίον του βασικού κόμβου υπερτοπικών μεταφορών, καθώς και την συγκέντρωσιν των αντιστοίχων διοικητικών υπηρεσιών. Ο ως άνω κόμβος προβλέπεται να εκτονώση το υφιστάμενον κέντρον και να αποτελέση την αρχήν νέου άξονος γενικού εμπορίου - μεταφορών και περιοχής βιοτεχνίας. Ο άξων ούτος θα ενούται μετά της οδού Κλαδά - νέας αρτηρίας Νέδοντος και θα συνεχίζει παραλλήλως προς αυτήν προς Νότον».
Στη μελέτη παρουσιάζεται για πρώτη φορά η ιδέα των δύο κέντρων γειτονιάς: «Διαφοροποίηση της εντάσεως του εμπορικού ιστού θα επιφέρουν τα δύο τοπικά κέντρα τα δημιουργηθησόμενα εις την Πλεύναν και νοτίως του Στρατοπέδου. Δι’ αυτών σκοπείται αποσυμφόρησις του κεντρικού τμήματος του κέντρου, και ισόμετρος ανάπτυξης των περιοχών κατοικίας. Η επέκτασις αυτή του εμπορικού ιστού, θα γίνει, διά μεν την Πλεύναν δι’ ενισχύσεως του ήδη υφισταμένου άξονος Αθηνών δι’ ενός νέου κόμβου, διά δε την περιοχήν νοτίως του Στρατοπέδου διά δημιουργίας εντός της περιοχής κατοικίας, μικρού αυτοτελούς εμπορικού κέντρου». Εντοπίζεται, επίσης, η ανάγκη δημιουργίας πεζόδρομων και ποδηλατόδρομων: «Εμελετήθη διακεκριμένον δίκτυον πεζοδρόμων. Προορισμός του δικτύου πεζοδρόμων είναι να εξασφαλίση την ασφαλή, άνετον και ευχάριστον μετακίνησιν πεζή μεταξύ κατοικίας, κέντρου, σχολείου, ελεύθερων χώρων κ.ο.κ [...] Εις ωρισμένας θέσεις προβλέπονται κλάδοι διά την εξυπηρέτησιν κινήσεως ποδηλάτων».
Και βεβαίως υπάρχει ειδική πρόνοια για την προστασία και ανάδειξη των διατηρητέων της πόλης, όπως ήδη έχει παρουσιαστεί αναλυτικά: «Απαραίτητος κρίνεται κατ’ αρχήν η ανακήρυξις των υπό της μελέτης προτεινομένων τομέων ως διατηρητέων ή χρηζόντων ειδικής προστασίας και μεταχειρήσεως. Κατόπιν τούτου πρέπει να οργανωθεί επιτροπή επιστημόνων (αρχιτεκτόνων πολιτικών μηχανικών, αρχαιολόγων, οικονομολόγων) προσηρτημένη εις την Νομαρχίαν, η οποία ήθελεν αναλάβη τα της διατηρήσεως και συντηρήσεως των αξιολόγων κτηρίων και συνόλων, ως και τον έλεγχον οιασδήποτε παρεμβάσεως εις τους εν λόγω τομείς».
Από την αποσπασματική παράθεση κάποιων σημείων και προβλέψεων, γίνεται φανερό πως συζητούμε για μια σπουδαία παρέμβαση στην εξέλιξη της πόλης, η οποία όμως “παρασύρθηκε” από εκείνο που φοβούνταν οι μελετητές εξ αρχής. Από τις προσπάθειες “επιτεύξεως υπερόγκων οφελών”. Αλλά και από την έλλειψη πιστώσεων και “θεσμικών εργαλείων” για την εφαρμογή αυτής της “πειραματικής” για την εποχή μελέτης. Ετσι δημιουργήθηκε σε ελάχιστο χρόνο μια συμπαγής τσιμεντούπολη ακόμη και σε εκείνες τις περιοχές που η μελέτη χαρακτήριζε “αραιοκατωκημένες”, διαδικασία που είχε ξεκινήσει πριν ακόμη αυτή ολοκληρωθεί. Πρακτικά πέραν των άλλων διαπιστώσεων για την πολύ μεγάλη σημασία αυτής της μελέτης για το μέλλον της πόλης, εκείνο που προκύπτει χειροπιαστά είναι το γεγονός ότι όσο καθυστερεί η λήψη σχεδιασμένων μέτρων, τόσο περισσότερο περίπλοκη γίνεται η λύση σημαντικών προβλημάτων της πόλης.
[Στη φωτογραφία από το λεύκωμα των ΓΑΚ Μεσσηνίας, μέρος της περιοχής στην οποία αναπτύχθηκαν οι πολυκατοικίες, όπως ήταν το 1960. Μια περιοχή διώροφων κατοικιών και μεγάλων αδόμητων εκτάσεων που κατατμήθηκαν στη συνέχεια. Με την έλλειψη προσδιορίζεται ο χώρος που καταλάμβανε ο “Κήπος της Εδέμ”, νοτιότερα υπάρχει μια μεγάλη έκταση ιδιοκτησίας Αντωνακόπουλου (ΙΚΑ, 4ο Δημοτικό και πολυκατοικίες σήμερα). Ακριβώς νότια της φωτογραφίας βρισκόταν η τεράστια έκταση του εργοστασίου Ζαν και Ρος που οικοπεδοποιήθηκε παρά την παρέμβαση του δήμου για να δημιουργηθεί ένας μεγάλος χώρος πρασίνου]