Πρόκειται για ένα θεωρητικό ερώτημα στο οποίο θα μπορούσαν να υπάρχουν πολλαπλές απαντήσεις, ανάλογα με τη σκοπιά που προσεγγίζει κάποιος το θέμα. Και φυσικά θα πρέπει να απασχολήσει όλους εκείνους που ασχολούνται με την πόλη της Καλαμάτας από οποιαδήποτε σκοπιά. Ανάλογα με την απάντηση που θα δοθεί σε αυτό το ερώτημα, θα διαπιστώσουμε αν μπορούν να δοθούν λύσεις σε κρίσιμα ζητήματα - όπως είναι το κυκλοφοριακό, η στάθμευση, οι ποδηλατόδρομοι, οι πεζοδρομήσεις κι όλα αυτά που απασχολούν τη δημόσια συζήτηση εδώ και πολλά χρόνια.
Σε μια σύντομη περιγραφή, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι σε μικρή ακτίνα γύρω από την κεντρική πλατεία έχουν συγκεντρωθεί τα πάντα: πάσης φύσεως καταστήματα, τράπεζες, ιατρεία, δικηγορικά γραφεία, συμβολαιογραφεία, φροντιστήρια, ασφάλειες και σημαντικό τμήμα δημόσιων υπηρεσιών. Πράγμα που σημαίνει ότι, τόσο το πρωί όσο και το απόγευμα, μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της πόλης αλλά και της Μεσσηνίας θα πρέπει να φτάσει στο κέντρο προκειμένου να συναλλαγεί για τις πλέον διαφορετικές εργασίες. Και επειδή ουκ ολίγοι δεν μπορούν αλλά ούτε και θέλουν να φτάσουν με τα πόδια, αυτό μεταφράζεται σε ένα κυκλοφοριακό πανδαιμόνιο με σοβαρές επιπτώσεις στη λειτουργία της πόλης.
Πρόκειται για ένα μοντέλο που αναπτύχθηκε από μόνο του και κατά τη φυσική ροή των πραγμάτων - καθώς δεν υπήρχαν περιορισμοί, προϋποθέσεις και καθορισμός χρήσεων που θα λειτουργούσαν αποτρεπτικά και θα "'έσπρωχναν" κάποιες λειτουργίες σε μια απόσταση από το κέντρο. Πολύ περισσότερο καθώς με τη μέθοδο της αντιπαροχής το κέντρο γέμισε ογκώδη κτήρια, πολλαπλασιάζοντας την πυκνότητα οίκησης και επαγγελματικής δραστηριότητας. Χωρίς ούτε την ελάχιστη δέσμευση σχετικά με τις θέσεις στάθμευσης που θα έπρεπε να διαθέτουν.
Η ανατροπή αυτού του μοντέλου επιχειρήθηκε αλλά απέτυχε, καθώς ο σχεδιασμός δεν συμβάδιζε με την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα. Αναφερόμαστε στα δύο Κέντρα (το Ανατολικό και το Δυτικό) που δημιουργήθηκαν στις αντίστοιχες μεγάλες γειτονιές της Καλαμάτας, ώστε να υπάρχουν αντίβαρα στον υδροκεφαλισμό της πόλης, με τη δημιουργία ελεύθερων χώρων, την ανάπτυξη δραστηριοτήτων και την υποβοήθηση της συγκρότησης ενός δικτύου υπηρεσιών μέσα και γύρω από αυτά. Ομως αυτό δεν στάθηκε δυνατό να ανακόψει την συσσώρευση και νέων υπηρεσιών στο κέντρο της πόλης, με δεδομένο το γεγονός ότι ακόμη και το Δικαστικό Μέγαρο εγκαταστάθηκε σε αυτή την περιοχή, παρά το ότι εγκαίρως είχαν επισημανθεί τα προβλήματα και είχαν προταθεί εναλλακτικές λύσεις όπως η εγκατάστασή του στα κτήρια του παλιού στρατοπέδου.
Δεδομένων τούτων, το ερώτημα που τέθηκε αρχικά παίρνει ουσιαστικό χαρακτήρα και ζητεί πειστικές απαντήσεις. Και εδώ το πρόβλημα δεν είναι τεχνικό, αλλά ουσιαστικά πολιτικό. Κανένας δεν επιθυμεί να μεταβληθεί η σημερινή του κατάσταση στο κέντρο της πόλης, ακόμη κι αν αυτό οφείλεται μόνο σε δυνάμεις αδράνειας και όχι σε ουσιαστικούς λόγους. Κάθε μέτρο που θα ανατρέπει την υπάρχουσα ισορροπία είναι βέβαιο ότι θα αντιμετωπίσει αντιδράσεις. Και το ερώτημα για όσους διαχειρίζονται τις τύχες της πόλης είναι απλό:
Εχουν σκοπό να αλλάξουν τα πράγματα ή θα αφήσουν την κατάσταση να εξελίσσεται με τρόπο ανεξέλεγκτο και... ό,τι προκύψει για το μέλλον;
Ηλίας Μπιτσάνης