Οσο και αν φαίνεται περίεργο, πρόκειται για διαφήμιση που δημοσιεύτηκε στις 27 Απριλίου 1928 στη "Σημαία" και δείχνει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν το μνημείο οι αρχές της πόλης από πολύ μακρινές εποχές. Το Κάστρο αντιμετωπίστηκε ως λόφος με θέα κατά πώς την περιέγραφαν οι Κορύλλος και Θεοχάρης στην περίφημη πεζοπορία τους το 1891: «Εκ του υψηλότερου σημείου του φρουρίου φαίνεται άπας ο μεσσηνιακός κόλπος, η ξηρά κοίτη του Νέδοντος, η απέραντος ως κήπος πρασινίζουσα πεδιάς, η Ιθώμη και ο υπερήφανος Ταΰγετος».
Εχοντας εγκαταλειφθεί, φάνταζε σαν λόφος και η πρώτη επίθεση ξεκίνησε το 1914 όταν νομάρχης ήταν ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου: Στο εσωτερικό του Κάστρου φυτεύτηκαν πολλά πεύκα και απομακρύνθηκαν ερείπια κτισμάτων, με αποτέλεσμα να καταστραφούν πολλά στοιχεία του μνημείου. Αργότερα κατασκευάστηκε και το κέντρο, ενώ στη συνέχεια με αφορμή τον εορτασμό της εκατονταετηρίδας από την απελευθέρωση (έγινε το 1930) άρχισε η κατασκευή εκκλησίας και ακολούθησε η υδατοδεξαμενή λίγα χρόνια αργότερα. Η διαχείριση του χώρου ως οικοπέδου συνεχίστηκε μέχρι και τα νεότερα χρόνια με καταστροφικότερη επέμβαση αυτή του τσιμεντένιου θεάτρου.
Οι επεμβάσεις δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα όχι μόνο από τις καταστροφές που προκάλεσαν με την απομάκρυνση ερειπίων και τις εκσκαφές, αλλά και στη στατικότητα του μνημείου. Τα προηγούμενα χρόνια έγιναν ορισμένες επεμβάσεις, όπως στερεωτικές εργασίες στα βραχώδη πρανή και ανάδειξη διαφόρων στοιχείων του. Με τον τρόπο αυτό έγινε επισκέψιμο σε μεγάλο μέρος του.
Το βέβαιο είναι ότι μπορούν να γίνουν πολλά ακόμη για την ανάδειξη του Κάστρου, πάντα σε σχέση βεβαίως με τα κονδύλια που διατίθενται για την προστασία και ανάδειξη του μνημείου και των στοιχείων του. Εκείνο που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι αποτελεί ένα σημαντικό μνημείο το οποίο συνδέεται άρρηκτα με την ιστορία της πόλης καθώς μάλιστα το όνομά της εμφανίζεται για πρώτη φορά στο "Χρονικό του Μορέως" ταυτόχρονα με την παρουσία του Κάστρου: «στην Καλομμάταν ήλθαν, το κάστρον ηύραν αχαμνόν, ως μοναστήριν το είχαν». Στο βορειοανατολικό άκρο του μάλιστα ο Γάλλος Αντον Μπον επεσήμανε τα λείψανα εκκλησίας που εκτίμησε ότι ήταν καθολικό μονής, συνδέοντας την αφήγηση με την διαμορφωμένη κατάσταση. Η αναφορά είναι απλώς ενδεικτική της σημασίας που έχει το Κάστρο στην ιστορία της πόλης, καθώς έχουν εντοπιστεί ίχνη αρχαίων κατασκευών που εκτιμάται ότι ανήκουν σε κάποια οχύρωση.
Ανάλογο με τη σημασία του θα πρέπει να είναι και το ενδιαφέρον του Δήμου Καλαμάτας. Ο οποίος θα πρέπει να φροντίσει πέραν των άλλων να απομακρυνθούν σταδιακά λειτουργίες που είναι εγκατεστημένες στο Κάστρο, έτσι ώστε να γίνει η αποκαθήλωση των ξένων στοιχείων και η ανάδειξη του χώρου ως μνημείου με το σεβασμό που χρειάζεται στη φυσιογνωμία του. Αλλά και για την εξασφάλιση χρηματοδότησης έτσι ώστε να γίνουν όλες οι αναγκαίες επεμβάσεις και να προχωρήσει το αρχαιολογικό έργο.
Ηλίας Μπιτσάνης