Τους τελευταίους μήνες και με αφορμή την προσέγγιση κρουαζιερόπλοιων στο λιμάνι της Καλαμάτας, στη λαϊκή αγορά της πόλης άρχισαν να καταφθάνουν όλο και περισσότεροι ξένοι επισκέπτες. Τους οδηγεί εκεί ενδεχομένως ο ποδηλατόδρομος τον οποίο παίρνουν από διαίσθηση για να διασχίσουν την πόλη μέχρι το Ιστορικό Κέντρο, ενώ τον τελευταίο καιρό παρατηρούμε και ορισμένα γκρουπ -ενδεχομένως από ξενοδοχεία- να φθάνουν σε αυτή. Φωτογραφίζονται, περιεργάζονται την αφθονία φρούτων και λαχανικών, κάνουν συγκρίσεις στις τιμές και παίρνουν μικροποσότητες για δοκιμή.
Εδώ είναι συγκεντρωμένη η Πελοπόννησος. Πολύ περισσότεροι -όπως είναι άλλωστε λογικό- οι Μεσσήνιοι, ισχυρή παρουσία των Αρκάδων, αρκετοί Λάκωνες και κατά περιόδους αναλόγως της παραγωγής Κορίνθιοι και Αργολιδείς. Το γεγονός αυτό εξηγεί και την ποικιλία των προϊόντων με βάση την ιδιαίτερη παραγωγή: Μήλα και αχλάδια από την Αρκαδία, εσπεριδοειδή από τη Λακωνία, βερίκοκα από την Αργολίδα, σουλτανίνα από την Κορινθία και φυσικά μια μεγάλη ποικιλία προϊόντων από τη Μεσσηνία. Βεβαίως όσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση, τόσο λιγότερη είναι η ποικιλία των προϊόντων γιατί το κόστος μεταφοράς επιβαρύνει την τιμή τους. Ετσι εξηγείται και η ισχυρή παρουσία των Αρκάδων σε προϊόντα όπως είναι οι ντομάτες και πολλά ακόμη λαχανικά.
Σχεδόν στο σύνολό τους οι πωλητές είναι μικροί και μεσαίοι παραγωγοί που καλλιεργούν σε όλη τη διάρκεια του χρόνου και μάλιστα μια μεγάλη ποικιλία προϊόντων. Η κατηγορία αυτή έχει μεγάλο εύρος και ξεκινάει από εκείνους που καλλιεργούν ουσιαστικά… μεγάλους κήπους και φθάνει μέχρι εκείνους οι οποίοι είναι συστηματικοί καλλιεργητές αλλά ο όγκος της παραγωγής είναι μικρός σε σχέση με επιχειρηματικές καλλιέργειες.
Το σύντομο ρεπορτάζ γνωριμίας προφανώς παραβλέπει ορισμένα πράγματα και έχει σκοπό να αναδείξει ορισμένες ενδιαφέρουσες πλευρές που έχουν να κάνουν με την αγροτική παραγωγή και τους καταναλωτές.
Η πρώτη έχει να κάνει με τη διαπίστωση ότι στην περιοχή μας παράγονται "όλου του κόσμου τα καλά" είτε είναι παραδοσιακά, είτε έχουν μπει στη ζωή μας τα τελευταία χρόνια. Και αυτό προσδιορίζει τα μεγάλα περιθώρια που έχει η αγροτική παραγωγή εφόσον υπάρξει η κατάλληλη βοήθεια σε επίπεδο υποδομών και τεχνογνωσίας. Πράγματα που κατά περίπτωση είναι προσδιορισμένα, αποτελούν ζητούμενα εδώ και πολλά χρόνια αλλά η Πολιτεία κώφευε έχοντας εγκαταλείψει την αγροτική παραγωγή στην τύχη της.
Η δεύτερη έχει να κάνει με την υπόθεση των δικτύων. Μπορεί η περιοχή να έχει μεγάλες παραγωγικές δυνατότητες, όμως το τεράστιο πρόβλημα είναι πώς θα φθάσει το προϊόν στον καταναλωτή. Η λαϊκή αγορά είναι ένας θεσμός που αποκαθιστά την απ’ ευθείας επαφή και η κάθε μια αποτελεί τον κρίκο ενός δικτύου. Υπάρχουν πολλοί παραγωγοί οι οποίοι μετακινούνται σε αρκετές λαϊκές αγορές της περιοχής και έχουν συνεχή παρουσία. Η πύκνωση του δικτύου των λαϊκών αγορών και μέσα στις πόλεις θα μπορούσε να λύσει πολλά προβλήματα για παραγωγούς και καταναλωτές αλλά είναι φανερό ότι σκοντάφτει στις αντιδράσεις (ή τις ενδεχόμενες αντιδράσεις) επαγγελματιών που θίγονται από τη λειτουργία τους.
Για ορισμένους παραγωγούς όμως το θέμα του δικτύου παίρνει διαφορετική διάσταση καθώς με τις διαπροσωπικές σχέσεις που δημιουργούνται από την πολύχρονη παρουσία τους, την ποιότητα και την τιμή των προϊόντων, μπορούν να αξιοποιήσουν άλλα ευρωπαϊκά παραδείγματα για εβδομαδιαία διανομή στο σπίτι όλων όσων χρειάζεται μια οικογένεια.
Η τρίτη πλευρά συνδέεται ακριβώς με αυτό το ζήτημα: Η λαϊκή αγορά είναι μια λύση αλλά σε κάθε περίπτωση το μέγεθος της παραγωγής είναι εκείνο που προσδιορίζει και τη δυνατότητα προώθησης στην αγορά. Τα δίκτυα συνεργαζόμενων παραγωγών που μπορούν να συγκροτηθούν σε διαφορετική βάση κατά περίπτωση, μπορούν να εξασφαλίσουν ευρύτερες συνεργασίες με κάθε είδους επιχειρήσεις προγραμματίζοντας ουσιαστικά και την παραγωγή τους με βάση το είδος των συμφωνιών που συνάπτουν.
Είναι βέβαιο ότι όλα αυτά για την Ελλάδα αποτελούν ακόμη θεωρία καθώς από τη μια πλευρά οι συνεργατικές προσπάθειες έχουν ναυαγήσει και από την άλλη δεν υπάρχει μεταφορά εμπειρίας από άλλες χώρες και πρωτοβουλίες μικρών παραγωγών. Ακόμη περισσότερο βέβαιο είναι ότι και η καλύτερη ιδέα θα ναυαγήσει αν δεν γίνει υπόθεση εκείνων που παράγουν και δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει με δική τους πρωτοβουλία.
Συζητώντας με τους ανθρώπους της λαϊκής οι πολιτικοί και τοπικοί παράγοντες θα μπορούσαν να μάθουν πολλά πράγματα, αλλά δυστυχώς εμφανίζονται σε αυτή μόνον στην προεκλογική περίοδο. Η επισήμανση αυτή έχει να κάνει με το γεγονός ότι υπάρχει μια απόσπαση από την πραγματικότητα στις περισσότερες των περιπτώσεων. Και μια "επαγγελματική" σχέση πολιτικού και πολίτη, πέρα από την καθημερινότητα που βιώνουν οι άνθρωποι. Εκείνοι που συνεχίζουν να παράγουν σε πείσμα όσων ονειρεύονταν και ονειρεύονται τουρίστες να καταφθάνουν με αεροπλάνα και βαπόρια.
Φυσικά και το μέλλον της γεωργίας μας δεν περιορίζεται στις λαϊκές αγορές. Μέσα σε αυτές όμως ανακαλύπτεις την παραγωγική δυνατότητα του τόπου, τις δεξιότητες των παραγωγών και την αναγκαιότητα των δικτύων. Είναι τα ίδια δομικά υλικά για όλο το οικοδόμημα της αγροτικής οικονομίας που έχει την ανάγκη της επιχειρηματικής οργάνωσης. Και το θέμα αυτό απαιτεί ειδική προσέγγιση καθώς τα πράγματα αλλάζουν ραγδαία και οι αγρότες δεν επιτρέπεται να βλέπουν τα τρένα να περνούν.