Ολα τα δεδομένα δείχνουν ότι εάν ξαναγυρίσουμε στον πρωτογενή μας τομέα, σε συνάρτηση βέβαια με τον δευτερογενή της μεταποίησης, όπως επίσης και τον τριτογενή τομέα των υπηρεσιών, ιδιαίτερα μάλιστα τον τουρισμό -το νησί σας ενσωματώνει όλο αυτό το τρίπτυχο- νομίζω ότι και μπορούμε και θα τα καταφέρουμε. Θα τα καταφέρουμε μόνο αν κάνουμε στρατηγική μας επιλογή την ποιότητά μας. Την ποιότητα των προϊόντων μας που ενσωματώνει μέσα της το ιδιαίτερο ποικίλο εδαφοκλιματικό μας περιβάλλον. Τον πλούτο της βιοποικιλότητάς του, το μεράκι και τον πολιτισμό της καλλιέργειας και τον ιδρώτα του γεωργού. Το μεράκι του μεταποιητή. Τη μεγάλη τάση του Ελληνα προς την εξωστρέφεια, την εμπορία των αγροτικών προϊόντων». Και επειδή βρέθηκε στο νησί για να εγκαινιάσει τη λειτουργία του Εργαστηρίου Ελαιολάδου, βρήκε την ευκαιρία να τονίσει ότι «η ποιότητα του ελληνικού ελαιολάδου είναι διαβατήριο για τις εξαγωγές».
Ολα αυτά ακούγονται πολύ ωραία ως… ιδέες, πλην όμως όταν εκφέρονται από τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης αποτελούν κενολογίες άνευ αντικρίσματος, έκθεση ιδεών και μάλιστα εξ αντιγραφής γιατί όλα αυτά τα έχουμε ακούσει αμέτρητες φορές. Από την γεωργική οικονομία δεν λείπουν ούτε οι ύμνοι, ούτε οι διαπιστώσεις. Λείπει η πολιτική που θα αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες και θα στηρίξει την αγροτική ανάπτυξη. Και το ελαιόλαδο είναι ίσως το πλέον χαρακτηριστικό προϊόν καθώς συγκεντρώνει το ενδιαφέρον όλων των αναλυτών λόγω της σημασίας του στις εξαγωγές και των δυνατοτήτων που υπάρχουν θεωρητικά. Ολες οι αναλύσεις συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι το προϊόν θα μπορούσε να είναι η "ατμομηχανή" των εξαγωγών αλλά αυτό δεν συμβαίνει και βεβαίως καθόλου τυχαία. Η απουσία πολιτικής επίσης είναι πολύ χαρακτηριστική για το ελαιόλαδο, σε αντιδιαστολή με τους ανταγωνιστές μας οι οποίοι παρεμβαίνουν σε όλα τα επίπεδα προκειμένου να στηρίξουν το προϊόν τους.
Τα όσα περιλαμβάνονται στην τελευταία έκθεση του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου είναι διαφωτιστικά για την κατάσταση η οποία διαμορφώνεται. Υπό το βάρος της κρίσης το ελληνικό ελαιόλαδο παρά την εξαιρετικά υψηλή ποιότητα που το χαρακτηρίζει, έχει τη χαμηλότερη τιμή μεταξύ των έξτρα παρθένων ελαιολάδων της Ευρώπης: Οταν η μέση τιμή διαμορφώνεται στα 2,46 ευρώ το κιλό, στην Ισπανία είναι 2,97 ευρώ και στην Ιταλία 3,21 ευρώ. Η υψηλή ποιότητα δεν διασφαλίζει και την… πρωτοκαθεδρία στις εξαγωγές ακόμη και χύμα ελαιολάδου καθώς όπως αναφέρεται στην ίδια έκθεση, η Ιταλία εισήγαγε τις μεγαλύτερες ποσότητες από την Τυνησία και η Ισπανία από το Μαρόκο. Μια εξέλιξη που θα γίνει πολύ πιο έντονη τα επόμενα χρόνια καθώς προχωρούν οι συμφωνίες των χωρών της Μεσογείου με την Ευρωπαϊκή Ενωση που διασφαλίζουν ευνοϊκότερο καθεστώς εξαγωγών αγροτικών προϊόντων με αντάλλαγμα φυσικά την τοποθέτηση βιομηχανικών προϊόντων στις χώρες αυτές.
Το χάσμα ανάμεσα στις διακηρύξεις των δυνατοτήτων και την πραγματικότητα είναι κάτι παραπάνω από εμφανές και υποδηλώνει ακριβώς την έλλειψη πολιτικής. Αυταπάτες βεβαίως δεν θα πρέπει να υπάρχουν, η οικονομική πολιτική σκληρής λιτότητας παίζει καταλυτικό ρόλο και στο χώρο της γεωργίας καθώς η έλλειψη ρευστότητας αδρανοποιεί την παραγωγική μηχανή, πιέζει αφόρητα τις τιμές παραγωγού και οδηγεί σε εμπορική λεηλασία των πολύτιμων αγροτικών προϊόντων. Από την άλλη πλευρά κλείνει την κάνουλα των χρηματοδοτήσεων για έρευνα και προωθητικές ενέργειες, περιορίζοντας τις κινήσεις σε όποια περιθώρια αφήνουν τα ευρωπαϊκά προγράμματα τα οποία συνήθως αποτελούν μηχανισμό διανομής χρημάτων σε πάσης φύσεως ενδιάμεσους και καταφερτζήδες.
Χάρις στην ποιότητα του ελληνικού έξτρα παρθένου ελαιολάδου, αρκετοί μικροί παραγωγοί τοποθετούν ποσότητες του προϊόντος σε "ελπιδοφόρες" αγορές. Αλλά τα περιθώρια αυτής της δραστηριότητας είναι μικρά και φθάνουν μέχρι τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να επιβιώνουν και μάλιστα σε ένα κλίμα ανασφάλειας που είναι διάχυτο. Η βιοποικιλότητα, το μεράκι, ο ιδρώτας, η τάση για εξωστρέφεια που επικαλείται ο κ. Τσαυτάρης δεν συνιστούν γεωργική και εξαγωγική πολιτική. Η οποία παραμένει ζητούμενο.