Με άλλα λόγια μπορεί να βρέξει, να χιονίσει, αλλά μπορεί να έχει και λιακάδα! Γιατί αν πούμε ότι η τιμή σήμερα είναι 3 ευρώ, είναι άλλο να πάει 2,60 και άλλο 3,40. Και ο παραγωγός τι πρέπει να κάνει, να πουλήσει στο 2,90 για να μην πουλήσει 2,70 ή 3,10, ενώ πάει για 3,40; Επιπρόσθετα οι «μετά Χριστόν προφήτες» δεν προσφέρουν καμία υπηρεσία, ειδικά όταν αυτό που έγινε πέρυσι με τις τιμές δεν έχει καμία λογική και αυτό γιατί δεν μπορεί το ελαιόλαδο να έχει κοντά στα 4 ευρώ τον Ιανουάριο και να πέφτει στα 3 το Μάρτιο. Για να το πούμε διαφορετικά, αν τώρα πουλήσει κάποιος 2,80 και το Μάρτιο φτάσει 3,40, θα έρθουμε μετά να του πούμε γιατί πούλησε χαμηλά;
Είναι φανερό ότι δεν υπάρχει εικόνα για την τιμή του ελαιολάδου, οι περισσότεροι από αυτούς που ασχολούνται δεν ξέρουν, ενώ πολλοί από αυτούς που γνωρίζουν στοιχεία που δείχνουν την πορεία, υπηρετούν και δικές τους παράλληλες ατζέντες. Η τιμή του ελληνικού ελαιολάδου διαμορφώνεται με όρους μεταπρατικούς, γιατί δεν αποτελεί τελικό προϊόν αλλά πρώτη ύλη για τη διαμόρφωση ενός άλλου τελικού προϊόντος, σε μια άλλη χώρα, με μια άλλη ετικέτα. Οσο αυτή η σχέση δεν ανατρέπεται, κανένας δεν θα ξέρει τη «δίκαιη τιμή» γιατί αυτή δεν προκύπτει με όρους αγοράς αλλά με όρους οικονομικής δύναμης και επιβολής. Επειδή δεν λειτουργεί ο νόμος της αγοράς έχουμε αυτές τις διακυμάνσεις και γι’ αυτό χρειάζεται άμεσα ανατροπή αυτής της σχέσης. Στην κατεύθυνση αυτή η σύναψη μακροχρόνιων συμβολαίων με κλειστή τιμή είναι μια κάποια λύση για τους παραγωγούς και ενδεχόμενα η πρακτική αυτή να συμβάλει στην ομαλοποίηση της αγοράς. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που συμβαίνει τώρα δεν μπορεί να συνεχιστεί.