Αντ’ αυτού, τα μέλη της Μπούντεσταγκ ταπείνωσαν τον Φρίντριχ Μερτς με μια άνευ προηγουμένου προσβολή, αρνούμενοι να τον επιβεβαιώσουν αμέσως στο αξίωμα ακόμη και μετά την ολοκλήρωση της συμφωνίας για τον τρικομματικό συνασπισμό.
Ο Μερτς τελικά εξασφάλισε τις απαραίτητες ψήφους για να γίνει καγκελάριος σε μια δεύτερη ψηφοφορία, αλλά «η πολιτική ζημιά έχει γίνει», δήλωσε στο POLITICO η Κάτια Χόγιερ, ακαδημαϊκός και συγγραφέας του βιβλίου «Πέρα από το Τείχος». «Αυτή δεν είναι η αρχή μιας σίγουρης, σταθερής κυβέρνησης, αλλά ένα σημάδι του πόσο βαθιές είναι οι ρωγμές στο γερμανικό κέντρο».
Ήταν το τελευταίο πράγμα που χρειάζονταν οι κεντρώοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα τελευταία τρία χρόνια, η Γερμανία διστάζει να εκτελέσει τον παραδοσιακό ευρωπαϊκό ηγετικό της ρόλο, αν όχι να τον αποφεύγει εντελώς. Ο προκάτοχος του Μερτς, Όλαφ Σολτς, μιλούσε για μεγάλα ζητήματα άμυνας, όμως καθυστέρησε να προμηθεύσει το Κίεβο με όπλα, όπως άρματα μάχης και πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς, τα οποία, σύμφωνα με τον Ζελένσκι, χρειαζόταν για να αποκρούσει τον ρωσικό στρατό.
Η γερμανική πολιτική φαίνεται να είναι βαθιά διχασμένη. Χωρίς ενότητα στο εσωτερικό της χώρας, ο Μερτς θα δυσκολευτεί να φέρει τις αλλαγές που, όπως λέει, χρειάζεται η Ευρώπη, είτε πρόκειται για μια αύξηση στις αμυντικές δαπάνες, είτε για πολιτικές που μπορούν να προστατεύσουν τη γερμανική βιομηχανία από τους δασμούς του Τραμπ και τις προκλήσεις που θέτει η Κίνα.
Στις εκλογές του Φεβρουαρίου, το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) κατέλαβε τη δεύτερη θέση με 21% των ψήφων, πίσω από τους Χριστιανοδημοκράτες του Μερτς και μπροστά από τους Σοσιαλδημοκράτες. Θα παραμείνει απειλή για τη νέα κυβέρνηση, καθώς η μετανάστευση συνεχίζει να κυριαρχεί στην πολιτική συζήτηση. Την ίδια ώρα, η γερμανική οικονομία είναι εξασθενημένη, με την παραδοσιακή βιομηχανία να βρίσκεται σε ύφεση.
Οι διαρθρωτικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο συνασπισμός του Μερτς είναι ενδεικτικές της απώλειας επιρροής που έχει υποστεί το πολιτικό κέντρο, όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά σε όλη την Ευρώπη. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί για τη Βρετανία ή για τη Γαλλία.
Πηγή: ertnews.gr