Μουσικοσυνθέτης παγκόσμιας φήμης, αρθρογράφος, αλλά και σκηνοθέτης, ο Λιβανελί είναι το ίδιο επιτυχημένος και ως μυθιστοριογράφος, με τα βιβλία του να έχουν μεταφραστεί σε πάνω από σαράντα γλώσσες. Τα θέματά του είναι κατά κανόνα αντλημένα από την Ιστορία, μεγάλο ρόλο, όμως, παίζουν στα μυθιστορήματά του και ο έρωτας, η αυτοβιογραφία ή η εκτύλιξη της δράσης σε εξωτικούς τόπους.
Αριστερός που έχει διωχθεί για τις ιδέες του (έχει δει τα τραγούδια του να απαγορεύονται και έχει κάνει φυλακή), ο Λιβανελί είναι σταθερός υποστηρικτής της ειρήνης και της συνεννόησης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Μεταξύ άλλων, ίδρυσε μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη, σε μιαν ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, τον Σύνδεσμο Ελληνοτουρκικής Φιλίας.
Παρατηρεί ο Λιβανελί στον πρόλογο που έγραψε ειδικά για την ελληνική έκδοση του Οτέλ Κονσταντινίγε:
«Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας είναι ένα σύγχρονο "σεχρενγκίζ / βιβλίο της πόλης”, λογοτεχνικό είδος στο στιλ εκείνων των παλιών. Γράφτηκε με σκοπό να μιλήσει για τους ανθρώπους της σημερινής Κωνσταντινούπολης, να διηγηθεί τη ζωή τους στις πολλές μορφές και με τις ποικίλες κοινωνικές διαστρωματώσεις της. Η πόλη αυτή, φυσικά, δεν νοείται χωρίς τη "Ρωμιοσύνη" της. Ωστόσο, με τις νοοτροπίες που διαμορφώθηκαν κατά την περίοδο του έθνους-κράτους, προκύπτει εξαιρετικά δύσκολο να πιστέψει κάποιος ότι η μητέρα αλλά και η σύζυγος του Μωάμεθ Β' (Πορθητή) ήταν κι οι δυο πιστές Ορθόδοξες Χριστιανές που δεν ασπάστηκαν ποτέ τη μουσουλμανική θρησκεία, ότι ο ίδιος πάλι σουλτάνος διάβαζε τον Όμηρο από το ελληνικό κείμενο και, όπως γράφει ο ιστορικός της εποχής Κριτόβουλος, πήγε στην Τροία ψάχνοντας το μνήμα του Έκτορα και του Αχιλλέα, κι ακόμη, ότι αφού πήρε την Πόλη έκανε βεζίρηδες δύο ανιψιούς του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, ότι διέταξε να εκτελέσουν τον Τούρκο μεγάλο βεζίρη Τσανταρλί Χαλίλ Πασά και στη θέση του διόρισε μεγάλο βεζίρη έναν Ρωμιό με τ' όνομα Ρουμ Μεχμέτ Πασά, και τέλος, ότι έτρεφε βαθύ σεβασμό για τον νέο πατριάρχη. Κατά τον ίδιο τρόπο φαίνεται μάλλον αδύνατο να κατανοήσουμε πώς ο Ορχάν, γιος του Οσμάν, ιδρυτή του οθωμανικού κράτους, και δεύτερος κατά σειράν κυβερνήτης του, είχε παντρευτεί την κόρη του αυτοκράτορα του Βυζαντίου οργανώνοντας για το γεγονός πανηγύρεις που κράτησαν μερόνυχτα, στη Σηλυβρία που βρίσκεται στα περίχωρα της Πόλης αλλά και στο Σκούταρι (Ουσκιουντάρ). Αυτή την κουλτούρα του κοσμοπολιτισμού που είναι σχεδόν άγνωστη, ειδικά στους Τούρκους αναγνώστες και αναγνώστριες, είχε πολλή σημασία να τη διηγηθώ μέσα από το "σεχρενγκίζ/ βιβλίο της πόλης", για τη συμβολή που θα είχε στην ιστορική συνείδησή μας. […]
Στον τουρκικό τίτλο του μυθιστορήματος χρησιμοποίησα τη λέξη Κoνσταντινίγε αντί για τη λέξη Ισταμπούλ. Επειδή το επίσημο όνομα της πόλης το οποίο χρησιμοποιούσαν οι Οθωμανοί ήταν Κoνσταντινίγε».
Ακολουθεί απόσπασμα από το μυθιστόρημα:
«Ήταν μέσα στο καλοκαίρι εκείνη η μέρα -η αξέχαστη- που το πλήθος στην πλατεία Ταξίμ θύμιζε όχι ακριβώς μια θάλασσα που βρυχάται μέσα στην τρικυμία όσο μια παλίρροια, υπομονετική και επίμονη, που κινούνταν με απαλά αλλά αδιάκοπα κύματα που χτυπούσαν την ακτή. Ενώ οι μαυροφορεμένοι και μασκοφόροι αστυνόμοι έριχναν ασταμάτητα δακρυγόνα, τα κύματα αυτά αποτραβιόταν, ανασυγκροτούνταν και ξαναγύριζαν, απλώνονταν παντού. Τα δάκρυα που έτρεχαν ακατάπαυστα από τα μάτια των χιλιάδων νέων, αγοριών και κοριτσιών, προκαλούνταν από τα δακρυγόνα αέρια, δεν υπάρχει αμφιβολία, ωστόσο είναι σίγουρο ότι στα δάκρυα αυτά είχαν το μερτικό τους και οι πληγές που τους άνοιγε η ανελέητη βία που αντίκριζαν. Γιατί; Γιατί; Γιατί αυτή η βία; Ίδιο και απαράλλαχτο το ερώτημα από την απαρχή της Ιστορίας κάθε φορά που αθώοι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με τη βία, υψώνεται με μια κραυγή που βγαίνει από νεαρά πνευμόνια που τα πνίγει το δηλητηριώδες αέριο, μαζί με τον βήχα που ξεσχίζει τα σωθικά.
Με μαύρες μπότες, μαύρη στολή, μάσκες αερίου και προστατευτικές κάσκες οι αστυνομικοί είναι σαν τα ανώνυμα άτομα μιας αλλόκοσμης επιθετικής δύναμης, σαν νεαροί Νταρθ Βέιντερ που έπεσαν κατά λάθος στην πλατεία Ταξίμ. Απέχουν τόσο πολύ από την έννοια του ατόμου ώστε να δίνουν την εντύπωση ότι είναι μια γιγάντια πολεμική μηχανή που κινείται σαν ένα μαύρο χταπόδι με χιλιάδες πόδια. Φορούν προστατευτικά ρούχα, κρατούν στα χέρια όπλα που ρίχνουν βόμβες, έχουν πιστόλια στις ζώνες τους, κι όμως θα πρέπει να νιώθουν πιο γυμνοί, πιο ανυπεράσπιστοι και σε αδιέξοδο από ό,τι οι νέες κοπέλες που βρίσκονται στην πλατεία με ρούχα καλοκαιρινά, με ακάλυπτα πρόσωπα και μπράτσα, ακόμα-ακόμα και με γυμνούς ώμους (και δεν είναι καθόλου λίγες αυτές) - απ' ό,τι φαίνεται από την κίνηση στην πλατεία η φοβισμένη πλευρά είναι εκείνοι και όχι η νεολαία που προχωρά, που πέφτει και σηκώνεται, βήχοντας και έχοντας τα μάτια κόκκινα από τα δακρυγόνα. Το θάρρος της άοπλης νεολαίας κάνει την ένοπλη δύναμη να μουλώχνει· η αθώα πρόκληση που στέλνουν αυτές οι κοπέλες κι οι νέοι που αψηφούν τον θάνατο κάνει σμπαράλια την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ του δυνάστη και του καταπιεσμένου.
Οπότε καταφεύγουν στα οχήματα που ονομάζουν ΤΟΜΑ, τα οποία εκτοξεύουν με ισχυρή πίεση νερό που περιέχει φάρμακα και άμμο. Μοιάζουν και με τανκς ή, για κάποιον που έχει αναπτυγμένη φαντασία, με προϊστορικά θηρία. Το νερό που με διαολεμένη ενέργεια εκτινάσσουν τα οχήματα, ρίχνει κάτω όποιους νέους βρίσκει μπροστά του και τους σέρνει πέρα δώθε σαν φύλλα στην ανεμοθύελλα. Και καθώς τα δακρυγόνα συνεχίζουν να σκάνε, και το νερό να πέφτει με πίεση πάνω στους νέους που τινάζονται δω κι εκεί χτυπώντας τα κεφάλια τους όπου να 'ναι, αυτοί που τα υφίστανται όλα αυτά έχουν στο πρόσωπο μια νεανική έκφραση έκπληξης, σαν να απορούν γιατί έκαναν κάποια πλάκα που κανείς δεν κατάλαβε.
Το Ταξίμ είναι απ' άκρη σ' άκρη πεδίο μάχης αλλά μόνο με ένα στρατό, πρόκειται για μια εντελώς άνιση μάχη, κάτι χωρίς προηγούμενο. Δακρυγόνα τινάζονται προς μάτια χαμογελαστά, νερό αναμιγμένο με άμμο και χημικά που καίνε όπου αγγίζουν πέφτει με πίεση πάνω σε λεπτά, λιγνά κορμιά, ειρηνικά πρόσωπα νέων βομβαρδίζονται με αγριότητα.
Οι νέοι που κείτονται στη γη μπροστά απ' το ξενοδοχείο των πέντε αστέρων, εκτιναγμένοι από τα νερά των ΤΟΜΑ, στη συνέχεια υφίστανται κλωτσιές από τα άρβυλα με ατσάλινο τακούνι των αστυνομικών. Τις στιγμές εκείνες που μόλις και μετά βίας αναπνέουν, μπορούν να συνειδητοποιήσουν πολύ αχνά ότι σπάνε τα κόκαλά τους, συνθλίβονται τα πρόσωπα, σκίζονται τα χείλη τους. […]
Ένα λιπόσαρκο αγόρι σήκωσε δειλά το χέρι. Στο λεπτό το πλήθος το πέρασε πάνω από τους ώμους από χέρι σε χέρι και το μετέφερε πάνω στο ΤΟΜΑ. Το αγόρι ήταν δεν ήταν 14-15 χρονών, έμοιαζε σαν να βρίσκεται κατά σύμπτωση στην πλατεία. Είχε κιτρινιάρικη όψη, ένα παιδί απ' αυτά που μεγάλωναν στις φτωχογειτονιές της περιφέρειας. Αλλά θα μπορούσε να είναι και παιδί του δρόμου από κείνα που μαστουρώνουν με θίνερ. Έδειχνε φοβισμένο και χαμένο αλλά το πράγμα άλλαξε ευθύς μόλις έσκυψε πάνω από το πορτάκι του ΤΟΜΑ που έμοιαζε με πορτάκι του τανκς. Έβγαλε από την τσέπη του κάτι μεταλλάκια και το πάλεψε λίγο και σύντομα το πορτάκι άνοιξε κάνοντας το πλήθος να ξεσπάσει σε δυνατό χειροκρότημα. Το αγόρι ούτε καν χαμογέλασε, με το ίδιο μαζεμένο ύφος πήδησε κάτω από το όχημα και εξαφανίστηκε. Μέσα από το ΤΟΜΑ βγήκαν δύο αστυνομικοί με χαμένη όψη όπως είναι στις πολεμικές ταινίες οι στρατιώτες που πιάνονται αιχμάλωτοι. Προχώρησαν μέσα από το πλήθος που τους περίζωνε με γέλια και χειροκροτήματα και απομακρύνθηκαν. Κάποιος είπε: "Εν ονόματι του λαού ιδιοποιούμαστε αυτό το ΤΟΜΑ". Η Ζεχρά χειροκροτούσε κι αυτή ενθουσιασμένη, και φώναζε με δύναμη μπράβοοοοοο. Την ίδια εκείνη στιγμή τής ήρθε στο κεφάλι το κάνιστρο δακρυγόνου και κλονίστηκε πέφτοντας κάτω στη ζεστή άσφαλτο. Η συνείδησή της που άρχισε να σβήνει σαν αναμμένο κερί πρόλαβε να πιάσει τις φωνές που χάνονταν και τη ζεστή άσφαλτο που ακούμπησε το μάγουλό της· και οι τελευταίες εικόνες που πέρασαν από τα μάτια της πριν κλείσουν ήταν τα πόδια των ανθρώπων. Πόδια γυναικών και αντρών, με μαύρες αρβύλες, με σανδάλια. Μετά και από αυτές τις τελευταίες εικόνες η Ζεχρά βυθίστηκε μέσα σε βαθιά σιωπή».
ΑΠΕ-ΜΠΕ