Όπως ενημερώνει ανακοίνωση του ΥΠΠΟΑ, η έρευνα έγινε με την τεχνική υποστήριξη του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) που διέθεσε το Ω/Κ ΑΙΓΑΙΟ εξοπλισμένο με το υποβρύχιο τηλεχειριζόμενο όχημα (ROV) MAX ROVER με ενσωματωμένο ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης (SSS). Η υποβρύχια έρευνα πραγματοποιήθηκε με την οικονομική υποστήριξη της ΑΔΜΗΕ.
Σύμφωνα με το ΥΠΠΟΑ, το ναυάγιο χρονολογείται περίπου στα τέλη του 5ου αι. πΧ ως τα μέσα του 4ου αι. πΧ και φαίνεται ότι κατέληξε στον βυθό με την καρίνα του, καθώς η γενική εικόνα της συγκέντρωσης του φορτίου διατηρεί γενικά το σχήμα του πλοίου. Η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνα Μενδώνη, δήλωσε τα εξής: «Η χώρα μας αποτελεί έναν αναπεπταμένο αρχαιολογικό χώρο, ένα αρχαιολογικό παλίμψηστο. Η στεριά, αλλά και οι θάλασσες μας κρύβουν ανεξερεύνητους πολιτιστικούς θησαυρούς. Σε κάθε μεγάλο έργο, δημόσιο ή ιδιωτικό, οι πιθανότητες αποκάλυψης αρχαιοτήτων είναι εξαιρετικά μεγάλες. Στην περίπτωση του έργου της καλωδίωσης μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας από την Κίσαμο στη Λακωνία, που έχει αναλάβει ο ΑΔΜΗΕ, εντοπίστηκε στο στενό Κυθήρων-Νεάπολης ένα σημαντικό ναυάγιο των κλασικών χρόνων, το οποίο διερευνήθηκε αρχαιολογικά από την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού με την πολύτιμη τεχνική και επιστημονική υποστήριξη του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών, ενώ το κόστος της έρευνας κάλυψε ο ΑΔΜΗΕ. Σε όλους τους συντελεστές της έρευνας εκφράζω συγχαρητήρια και ευχαριστίες».
Όπως συμπληρώνει η ανακοίνωση του ΥΠΠΟΑ, από τα προκαταρτικά αποτελέσματα της υποβρύχιας έρευνας διαπιστώθηκε ότι εκτός από το φορτίο του πλοίου που αποτελείται κυρίως από κερκυραϊκούς αμφορείς, δευτερευόντως αμφορείς του επονομαζόμενου τύπου Solocha II, με πιθανή προέλευση από την αρχαία Πεπάρηθο (Σκόπελο), αμφορείς από την Χίο και τρείς πίθους, μετέφερε σύνολο επιτραπέζιων αγγείων από τα οποία ανελκύστηκαν ένας επιτραπέζιος αμφορίσκος με επίπεδη βάση, ένα πινάκιο και ένα ιχθυοπινάκιο και δύο σκυφίδια.
Η εκπόνηση της τρισδιάστατης απεικόνισης του ναυαγίου από τον Δρ Ιωάννη Ίσσαρη του ΕΛΚΕΘΕ βρίσκεται σε εξέλιξη και αναμένεται να διασαφηνίσει περισσότερο τα αρχικά συμπεράσματα, τον αριθμό των ορατών στον βυθό αντικειμένων, το μέγεθος της διασποράς του φορτίου και συνεπώς κατ' εκτίμηση το μέγεθος του πλοίου και τον πιθανό όγκο του φορτίου. Τις δύο επιστημονικές ομάδες αποτελούσαν, από πλευράς ΕΕΑ οι αρχαιολόγοι Δρ Θεοτόκης Θεοδούλου, τμηματάρχης του Γραφείου Κρήτης της ΕΕΑ, Δρ Γεώργιος Τσιμπούκης και Δρ Σταυρούλα Βραχιονίδου, η Δρ ωκεανογραφίας Αναστασία Κουκά (ΜΔ), από πλευράς ΕΛΚΕΘΕ οι Δρ Γρηγόρης Ρουσάκης, Μανώλης Καλλέργης και Λεωνίδας Μανουσάκης.
ΑΠΕ