Κυριακή, 28 Ιουλίου 2024 14:36

Αυξάνεται δραματικά η πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια σε γυναίκες κάτω των 40 ετών

Αυξάνεται δραματικά η πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια σε γυναίκες κάτω των 40 ετών

Η πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια, η παύση της λειτουργίας των ωοθηκών πριν από την ηλικία των 40 ετών, αυξάνεται δραματικά τα τελευταία χρόνια.

Έχει αποδειχθεί ότι, πέρα από τις χρωμοσωμικές ανωμαλίες, τα σύνδρομα και την ιατρογενή εμμηνόπαυση, τα τελευταία χρόνια η κλιματική αλλαγή επηρεάζει την ωοθηκική λειτουργία και προκαλεί πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια, τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Σοφία Καλανταρίδου, καθηγήτρια Μαιευτικής και Γυναικολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, που συμμετείχε στη σύνταξη των νέων κατευθυντήριων για την πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια.

Η συχνότητα της μη ιατρογενούς πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας είναι 3,5%. Στο πλαίσιο του 40ου Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας (European Society of Human Reproduction and Embryology, ESHRE), το οποίο πραγματοποιήθηκε στο 'Αμστερνταμ στις 7-10 Ιουλίου 2024, παρουσιάστηκαν οι νέες κατευθυντήριες οδηγίες για τη διάγνωση και αντιμετώπιση της πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας.

Οι οδηγίες συντάχθηκαν από μία ομάδα επιστημόνων με μεγάλη ερευνητική εμπειρία στην πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια, (Αμερικανική Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής, Παγκόσμια Εταιρεία Εμμηνόπαυσης, Κέντρο Ερευνητικής Αριστείας για την Αναπαραγωγική Γυναικεία Υγεία).

Κατευθυντήριες οδηγίες

Οι γυναίκες με παράγοντες κινδύνου για πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια, πχ με συγγενείς που έχουν πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια, θα πρέπει να ενημερωθούν αφενός για τους τρόπους έγκαιρης διάγνωσης, προσδιορίζοντας την αντιμυλλέριο ορμόνη (Antimullerian hormone, AMH) και την FSH και αφετέρου για ενδεχόμενη διακοπή καπνίσματος και διατήρηση γονιμότητας.

Η διάγνωση της πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας γίνεται πλέον σε γυναίκες ηλικίας < 40 ετών, με διαταραχές περιόδου για τουλάχιστον 4 μήνες και επίπεδα FSH >25 IU/L. H FSH θα πρέπει να επαναλαμβάνεται μετά από 4 εβδομάδες, σε περίπτωση που η πρώτη τιμή δεν είναι διαγνωστική. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να γίνεται και μέτρηση της ΑΜΗ.

Σε όλες τις γυναίκες με πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια θα πρέπει να γίνεται χρωμοσωμικός έλεγχος και έλεγχος για προμεταλλάξεις του ευθραύστου Χ.

Επίσης, θα πρέπει να γίνεται γενετική συμβουλευτική και ενδεχομένως περαιτέρω γενετικός έλεγχος με πιο εξειδικευμένες εξετάσεις (next generation sequencing, NGS).

Σε γυναίκες με πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια άγνωστης αιτιολογίας θα πρέπει να γίνεται έλεγχος για αυτοάνοση πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια με προσδιορισμό των αντισωμάτων 21ΟΗ-Abs.

Γενετική συμβουλευτική θα πρέπει να δίνεται σε γυναίκες με προμεταλλάξεις για εύθραυστο Χ, καθώς και σε συγγενείς τους.

Ιδιαίτερη σημασία θα πρέπει να δίνεται στις αδερφές και τις κόρες των γυναικών με πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια, καθώς έχουν αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν και οι ίδιες πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια.

Η ορμονική θεραπεία υποκατάστασης θα πρέπει να χορηγείται μέχρι την ηλικία της φυσιολογικής εμμηνόπαυσης, στην ηλικία των 50 ετών.

Γυναίκες που δεν παίρνουν ορμονική θεραπεία υποκατάστασης έχουν κίνδυνο για μείωση του προσδόκιμου επιβίωσης, κυρίως λόγω νοσηρότητας και θνητότητας από καρδιαγγειακά νοσήματα. Για το λόγο αυτό συστήνονται μέτρα πρόληψης των καρδιαγγειακών νοσημάτων, με αποφυγή καπνίσματος, σωστή διατροφή, άσκηση και διατήρηση φυσιολογικού σωματικού βάρους.

Οι γυναίκες με πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια μπορεί να έχουν αυτόματη ωοθηκική λειτουργία και κυήσεις, μετά τη διάγνωση, χωρίς καμία θεραπευτική παρέμβαση. Η γονιμότητα είναι φυσιολογική πριν την εκδήλωση της νόσου. Δεν υπάρχουν μέθοδοι για τη βελτίωση της αυτόματης ωοθηκικής λειτουργίας. Οι εγκυμοσύνες που προέρχονται μετά από φυσική σύλληψη, στις γυναίκες με πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια, δεν παρουσιάζουν αυξημένο μαιευτικό ή νεογνικό κίνδυνο σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό.

Οι κυήσεις σε γυναίκες με σύνδρομο Turner παρουσιάζουν πολύ αυξημένο μαιευτικό κίνδυνο και θα πρέπει να έχουν στενή καρδιολογική παρακολούθηση. Η δωρεά ωαρίων είναι η θεραπεία εκλογής για γονιμότητα σε γυναίκες με πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια. Η παρακολούθηση των γυναικών αυτών θα πρέπει να είναι στενή μέχρι την ηλικία της φυσιολογικής εμμηνόπαυσης. Μετά την ηλικία των 50 ετών, η παρακολούθηση θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες που αφορούν τη φυσιολογική εμμηνόπαυση.