Ο Ν.Μ., όπως έχει καταθέσει στους αστυνομικούς, τις βραδινές ώρες της περασμένης Δευτέρας βρισκόταν μαζί με τον Π.Μ. στο σπίτι του στον Κάμπο και «λίγη ώρα μετά, τον Π.Μ. τον πήρε τηλέφωνο ο Κωνσταντίνος Σγούρος και έκλεισαν ραντεβού να συναντηθούν για να του έφερνε αναβολικά. Το ραντεβού κανονίστηκε να γίνει στο πάρκο του Αλμυρού και λίγη ώρα μετά ξεκινήσαμε να πάμε στο ραντεβού με το αγροτικό αυτοκίνητο του πατέρα του Π.Μ. Επειδή ο Σγούρος ζήτησε από τον Π.Μ. να συναντηθούν εκτός της πόλης της Καλαμάτας και επειδή ο Π.Μ. φοβήθηκε πήρε μαζί του και την καραμπίνα, θέλω να πω ότι προγενέστερα σε συζητήσεις μεταξύ μας ο Κώστας είχε επικαλεστεί ότι έχει στην κατοχή του δύο πυροβόλα πιστόλια, ένα πιστόλι Glock και ένα περίστροφο Smith&Wesson, φοβηθήκαμε πιο πολύ. Στο σημείο του ραντεβού φτάσαμε πρώτοι εμείς και όταν έφτασε ο Κώστας με ένα άλλο άτομο, με τη μηχανή του, κατέβηκε από το αυτοκίνητο ο Π.Μ. για να μιλήσουν, ενώ εγώ έμεινα μέσα σε αυτό. Εγώ τους κοιτούσα και αντιλήφθηκα ότι μεταξύ τους δημιουργήθηκε κάποια ένταση, όταν τελείωσαν ο Π.Μ. μπήκε στο αυτοκίνητο και φύγαμε. Στο αυτοκίνητο ο Π.Μ. μου είπε ότι δεν του είχαν φέρει τα πράγματα και γι' αυτό δημιουργήθηκε και η ένταση».
Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΦΟΝΙΚΟΥ
Σύμφωνα πάντα με την κατάθεσή του στην Αστυνομία για το πώς έγινε το έγκλημα, ο Ν.Μ. είπε: «Εμείς με το αυτοκίνητο ξεκινήσαμε για τον Κάμπο και όταν φτάσαμε στη διασταύρωση για τα Σωτηριάνικα τηλεφώνησε ο Κώστας στον Π.Μ., από άλλο τηλέφωνο, μάλλον από του φίλου του, και του είπε ότι θέλει να δείξει κάποιο αυτοκίνητο, για το οποίο είχαν μιλήσει μεταξύ τους. Ο Π.Μ. αγχώθηκε γιατί είχε πει ψέματα στον Κώστα και δεν υπήρχε αυτοκίνητο, και τους έκλεισε ραντεβού να συναντηθούμε στη γέφυρα στη Κοσκάραγα. Εμείς περιμέναμε στην Κοσκάραγα και όταν ήρθαν δημιουργήθηκε πάλι μια ένταση μεταξύ του Κώστα και του Π.Μ., γιατί ο Κώστας ανέφερε ότι ο φίλος του ήταν μηχανικός αυτοκινήτων και τους είχε κουβαλήσει τσάμπα. Θέλω να σας πω εδώ ότι εμείς δεν βγήκαμε καθόλου από το αυτοκίνητο και ακόμα ότι εγώ δεν μίλησα καθόλου με αυτούς, ούτε τηλεφωνικά. Με το τηλέφωνο το δικό μου, που είναι στο όνομα της μητέρας μου, μιλούσε με τον Κώστα ο Π.Μ. για να συνεννοηθούν για τα πράγματα γιατί δεν είχε κάρτα στο δικό του κινητό. Τότε ο Π.Μ. είπε στον Κώστα ότι το αυτοκίνητο είναι στο χωριό Αλτομιρά και ξεκινήσαμε να πάμε εκεί, εμείς με το αυτοκίνητο μπροστά και οι άλλοι δύο με τη μηχανή του Κώστα ακολουθούσαν. Οταν φτάσαμε και μπήκαμε σε ένα χωματόδρομο αυτοί με τη μηχανή έφτασαν δίπλα μας και ζήτησαν να προπορευτούν αυτοί για να μην γεμίσουν σκόνες. Ο χωματόδρομος ήταν πολύ άσχημος και αυτοί με το μηχανάκι κινούνταν δύσκολα.
Κάποια στιγμή μάλιστα κόλλησαν και κατέβηκε ο Π.Μ. από το αυτοκίνητο και τους έσπρωξε με τα χέρια. Οπως πηγαίναμε επειδή ήμασταν πολύ φοβισμένοι, ο Π.Μ. μου είπε ότι αν χρειαστεί θα πυροβολήσουμε, όμως φοβόταν να πυροβολήσει και δεν ήταν σίγουρος αν μπορούσε και μου είπε αν χρειαστεί να πυροβολήσω εγώ. Λίγο μετά ξανακόλλησε το μηχανάκι και ξανακατέβηκε ο Π.Μ. για να πάει να το σπρώξει. Οταν πλησίασε ο Π.Μ. στο σημείο που ήταν οι άλλοι δύο με το μηχανάκι, αυτοί έβαλαν το μηχανάκι στην άκρη του δρόμου και τότε ο Κώστας έπιασε από το σβέρκο τον Π.Μ. και τον έβαλε ανάμεσα σε αυτόν και τον άλλο φίλο του, για να πάνε εκεί που υποτίθεται ότι ήταν το αυτοκίνητο με τα πόδια. Εγώ μόλις είδα αυτή τη σκηνή, φοβήθηκα για το φίλο μου και για μένα και βγήκα από το αυτοκίνητο και τους ακολουθούσα γρήγορα.
Ο Π.Μ. με άκουσε που τους ακολουθούσα, γύρισε, με είδε και τους ξέφυγε γρήγορα προς την άκρη του δρόμου και τότε εγώ πυροβόλησα. Ημασταν φοβισμένοι και τρέμαμε, ενώ ο Π.Μ. έκανε εμετό, από την τρομάρα μας δε, δεν πλησιάζαμε προς το σημείο τους. Μετά από λίγο σύραμε το ένα πτώμα για να το πάμε πιο πάνω και να το πετάξουμε αλλά επειδή δεν μας άρεσε το σημείο γυρίσαμε πίσω και βάλαμε και τα δύο πτώματα στην καρότσα του αγροτικού. Ο Π.Μ. πήρε το αυτοκίνητο και εγώ πήρα το μηχανάκι και γυρίσαμε προς τα πίσω. Οταν φτάσαμε στον κεντρικό δρόμο πάλι, άφησα το μηχανάκι και μπήκα και εγώ στο αυτοκίνητο. Με το αυτοκίνητο ψάχναμε να βρούμε ένα σημείο προς τη Μάνη για να τους πετάξουμε, όπως και έγινε. Μετά φύγαμε πάλι προς την Καλαμάτα και εγώ πήρα το μηχανάκι από εκεί που το είχα αφήσει και το άφησα στο ξενοδοχείο "Φωτεινή", με τα κλειδιά στη μίζα. Μετά ξαναμπήκα στο αυτοκίνητο και πήγαμε στο σπίτι μου και παρκάραμε απ' έξω. Εκεί με το λάστιχο της βρύσης πλύναμε την καρότσα και πετάξαμε κάποια πράγματα δικά τους και δικά μας ρούχα που είχαν λερωθεί σε κάδο σκουπιδιών και την άλλη μέρα πετάξαμε τα τσαντάκια τους με άλλα πράγματα σε άλλο κάδο εκεί δίπλα. Στα τσαντάκια τους υπήρχε ένα μαχαίρι που όπως έμαθα βρέθηκε από εσάς στον κάδο και ένα κλομπ, που πήρα εγώ και το βρήκατε στο σπίτι μου. Την ίδια μέρα που συλλάβατε τον Π.Μ. εμφανίστηκα αμέσως στην Υπηρεσία σας για να αναλάβω τις ευθύνες μου, για το κακό που έχω κάνει. Δεν αρκεί να πω ότι μετάνιωσα, που το έχω κάνει, αλλά δεν μπορώ να γυρίσω τα πράγματα πίσω και δεν αρκεί να ζητάω συγνώμη από τις οικογένειες των θυμάτων, αλλά πραγματικά είμαι συντετριμμένος».