Ο Ρουμάνος φυγοδικεί, ενώ ο Βούλγαρος -ο οποίος ζει μόνιμα στη Μεσσήνη τα τελευταία 6 χρόνια- υποστήριξε ότι ήταν όλοι μαζί μια παρέα που απλώς διασκέδαζε. Ο κατηγορούμενος είπε συγκεκριμένα ότι με τον Ρουμάνο ήταν φίλοι και ότι ένα απόγευμα, τον Οκτώβριο του 2009, εκείνος τον πήρε τηλέφωνο και του είπε ότι επιστρέφει από την Αθήνα με δύο κοπέλες από τη Ρουμανία. Πήγαν λοιπόν, όπως ανέφερε, στη Μεσσήνη, όπου έμειναν για κάνα δίωρο στο σπίτι του κατηγορούμενου κι έκαναν οι κοπέλες ένα μπάνιο. Στη συνέχεια, έφυγαν για ένα βουλγάρικο καφενείο στην Καλαμάτα.
Εκεί, όπως κατήγγειλε αργότερα η μία από τις δύο κοπέλες στην Αστυνομία, ο κατηγορούμενος και ο φυγόδικος ομοεθνής της πήγαν έναν ηλικιωμένο Ελληνα στο τραπέζι τους κι άρχισαν να παζαρεύουν πόσα θα τους έδινε εκείνος για να πάει η κοπέλα μαζί του. Μάλιστα, όπως ειπώθηκε στο δικαστήριο, ο ηλικιωμένος έδινε 20 ευρώ, ενώ αυτοί ζητούσαν 50.
Ομως, χωρίς την παρουσία του δεύτερου κατηγορουμένου, της κοπέλας που τους κατήγγειλε, αλλά και οποιουδήποτε άλλου μάρτυρα, το δικαστήριο οδηγήθηκε σε αθωωτική απόφαση γιατί είχε αμφιβολίες για την ενοχή του Βούλγαρου.
Ν.Κ.