Η ταξιδιωτική φωτογράφος με καταγωγή από τον Αριστομένη, αξιοποιεί πλέον τον ελεύθερο χρόνο της μεταξύ Ελλάδας και Δανίας, με τα ταξιδιωτικά της άρθρα να έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε ιστοσελίδες και περιοδικά της Ελλάδας και του εξωτερικού. Φωτογραφίες της Λίας Μάγειρα έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά όπως: Εφημερίδα των Συντακτών, Έθνος, Lifo, GreekReporter.com, Resonate travel, GoNomad Travel, GoWorldNomad, Atlas Obscura, Passion Passport Magazine και FrstHand Magazine. Επίσης, έχουν δημοσιευθεί στο ΒBC.com, στην εφημερίδα Καθημερινή, στο AthensVoice και στα περιοδικά Λογοτεχνίας και Τέχνης Spectaculum Magazine, Private Photography Review, Zoetic Press, Sunlight Press, Edge of Humanity, Star82Review, Open Eye Stories, The Sunlight Press, Street Photography Magazine, Mud Season Review Magazine, Orion, Press Pause Press, Third Estate Art, Long Con Journal. Κάποιες εξ αυτών μάλιστα, έχουν γίνει εξώφυλλα στα Rivanna Review (ΗΠΑ), Absynthe Magazine (Καναδάς), Josephine Quarterly Magazine (ΗΠΑ) και Typehouse Journal (ΗΠΑ). Στο παρελθόν, είχε πραγματοποιήσει δύο ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα και είχε συμμετάσχει σε ομαδικές στην Ελλάδα και στην Ιταλία. Παράλληλα, ήταν υποψήφια για τα Διεθνή Βραβεία «Best of the Net 2020-2021», στην κατηγορία Τέχνη, ενώ ποιήματα και διηγήματα της έχουν δημοσιευθεί στους λογοτεχνικούς ιστότοπους Fractal και Μονόκλ.
Ρεπορτάζ: Τάσος Ανδρικόπουλος
ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ
Μιλώντας στην “Ε”, η Λία Μάγειρα ανέφερε πως ξεκίνησε να ασχολείται με την ταξιδιωτική φωτογραφία το 2016, επιδιώκοντας να εξερευνήσει τα λιγότερο διάσημα μέρη της Ελλάδας. «Μετά από εικοσιπέντε χρόνια που υπηρέτησα τον χώρο της Υγείας, έκανα μία νέα αρχή ακολουθώντας το νεανικό μου όνειρο. Έχοντας κάνει σχετικές σπουδές στο παρελθόν και διατηρώντας στο πέρασμα των ετών την αγάπη για την τέχνη, ασχολούμουν σποραδικά με τη φωτογραφία και τη συγγραφή μικρών κειμένων. Ξεκίνησα λοιπόν συστηματικά, γράφοντας αρχικά θέματα Ελληνικής Μυθολογίας τα οποία συνόδευα με φωτογραφίες μου. Σταδιακά πέρασα στην ταξιδιωτική φωτογραφία» είπε, κάνοντας μια μικρή αναδρομή. «Γενικότερα, ψάχνω την ομορφιά τριγύρω μου. Κάθε τόπος έχει σημεία άξια να φωτογραφηθούν. Ή ακόμα σημεία που αφηγούνται μια ιστορία. Μέσα από το συνεχιζόμενο project “Άγνωστα Χωριά της Ελλάδας” το οποίο δουλεύουμε με το σύζυγό μου, δεν έχουμε δει χωριό, μέχρι τώρα τουλάχιστον, που να μην έχει ομορφιά, ενίοτε κρυμμένη. Αυτή την ομορφιά προσπαθούμε να αναδείξουμε, μέσω της φωτογραφίας και των ιστορικών-λαογραφικών στοιχείων κάθε τόπου» πρόσθεσε.
«ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΟΤΑΝ “ΠΟΝΕΣΕΙΣ” ΤΟΝ ΤΟΠΟ»
Για τις αποστάσεις μεταξύ ταξιδιωτικής φωτογραφίας και μιας απλής, η Λία Μάγειρα παρατήρησε πως οπωσδήποτε το φως και η οπτική γωνία είναι σημαντικά στη δημιουργία της εικόνας, ωστόσο, εκεί που διαφέρει η ταξιδιωτική φωτογραφία όπως είπε είναι στην προγενέστερη μελέτη. «Τη στιγμή που ξεκινάμε τις λήψεις, έχω ήδη κάνει το brainstorming, έχω μελετήσει τον τόπο σε βάθος, όχι μόνο γεωγραφικά, αλλά κυρίως ιστορικά. Γεωγραφικά, κάνουμε έρευνα πεδίου και χαράζουμε τις διαδρομές μας. Φτάνοντας, γνωρίζουμε τους ανθρώπους, μαθαίνουμε τις τοπικές ιστορίες, καλλιεργούμε μία σχέση εμπιστοσύνης. Όταν φωτογραφίζω, έχουν ήδη αναδυθεί συναισθήματα μέσα μου, που προσπαθώ να μεταφέρω στα κάδρα μου. Εν κατακλείδι, νομίζω ότι το καλύτερο αποτέλεσμα προκύπτει όταν τον τόπο τον “πονέσεις”. Πηγαίνουμε ξένοι, και φεύγουμε φίλοι» σχολίασε χαρακτηριστικά. «Γενικά είμαι της άποψης ότι τον φωτογράφο τον κάνει η ματιά του, όχι ο εξοπλισμός. Υπάρχουν πολύ καλοί φωτογράφοι που χρησιμοποιούν κυρίως το κινητό τους. Αυτό συμβαίνει περισσότερο στη φωτογραφία δρόμου, όπου βρίσκεσαι διαρκώς σε ετοιμότητα. Βέβαια, όσο κάποιος εξελίσσεται, αναζητά εξοπλισμό με μεγαλύτερες δυνατότητες. Σίγουρα όμως, ο ακριβός εξοπλισμός δεν κάνει απαραιτήτως τον φωτογράφο καλό» συμπλήρωσε, λέγοντας πως αναφορικά με το στυλ, η δουλειά της καθορίζεται από τον Μινιμαλισμό. «Πιστεύω στην αφαίρεση του περιττού και στην εστίαση στο σημαντικό, όχι μόνο στην τέχνη αλλά και στη ζωή» πρόσθεσε.
Η ΙΕΡΗ ΩΡΑ ΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΣΗΣ
Για το αν κατά την ώρα της φωτογράφισης, νιώθει κάποια συναισθήματα να την κατακλύζουν, η ίδια έκανε λόγο για μια ιερή ώρα. «Γίνεται ένας διάλογος ανάμεσα στο αντικείμενο και σε μένα. Είμαι απόλυτα συγκεντρωμένη, δεν επιτρέπω σε τίποτα να διαταράξει τη σύνδεση. Προσπαθώ να αφουγκραστώ τις ιστορίες που και το πιο μικρό έχει να διηγηθεί. Ανασύρω ό,τι έχω διαβάσει για το αντικείμενό μου και το συνδέω με την εικόνα του. Προσεγγίζω το κάθε τί με σεβασμό και συναισθήματα στοργής και τρυφερότητας. Διεισδύω σε βάθος χρόνου και παρατηρώ καλά το χώρο γύρω μου. Το να παρατηρούμε τον κόσμο γύρω μας είναι από μόνο του τέχνη. Και η τέχνη μας κάνει περισσότερο ανθρώπους» υπογράμμισε, επισημαίνοντας τα ακόλουθα ως προς την διαφωνία που υπάρχει διαχρονικά μεταξύ των φωτογράφων, δηλαδή τί κάνει ελκυστικό έναν τουριστικό προορισμό, το τοπίο, ή οι άνθρωποι: «Πιστεύω ότι είναι αλληλένδετα. Το τοπίο είναι το περιβάλλον και οι άνθρωποι είναι η κουλτούρα που αναπτύσσεται μέσα σε αυτό. Στην ιστορία υπάρχει γραμμική σχέση μεταξύ τους. Αναπτύξαμε πολιτισμό ζώντας σε ένα εύκρατο κλίμα. Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός αναπτύχθηκε σε εύφορο έδαφος. Θα μπορούσαν οι Βίκινγκς να αναπτύξουν την Γλυπτική; Σε αυτό το πλαίσιο, η άνυδρη γη της Μάνης έκανε τους ανθρώπους ανθεκτικούς και τα βουνά της Ηπείρου τους έκαναν σκληροτράχηλους. Ένας προορισμός πρέπει να είναι ανοιχτός στην επικοινωνία. Να γίνεται μία ώσμωση μεταξύ κατοίκων και επισκεπτών». Αναφορικά με την παράλληλη δομή ενός άρθρου, της συγγραφής και της φωτογραφίας, η ίδια υποστήριξε πως δεν είναι μια δύσκολη διαδικασία, αλλά χρονοβόρα. «Τα οδοιπορικά μου κάνουν καιρό μέχρι να ολοκληρωθούν. Μετά τη φωτογράφιση και την επιλογή των φωτογραφιών ξεκινά το στάδιο του κειμένου. Τα κείμενά μου στηρίζονται ελάχιστα στο διαδίκτυο. Η οικογενειακή μας βιβλιοθήκη, για την οποία είμαστε υπερήφανοι, αποτελείται από περίπου επτά χιλιάδες βιβλία. Από εκεί αντλώ τις πληροφορίες μου, και βέβαια από τις προφορικές ιστορίες που μου διηγούνται. Ανατρέχω στο διαδίκτυο, για να αναζητήσω διατριβές προς διασταύρωση των στοιχείων μου και για πρακτικές πληροφορίες. Για παράδειγμα, έχω project εν εξελίξει από το 2017, με θέμα τα Άγνωστα Κάστρα της Πελοποννήσου, το οποίο προχωρά αργά» γνωστοποίησε.
ΚΑΛΑΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΜΕΝΗΣ ΣΤΟ FRSTHAND MAGAZINE
Σε ότι έχει να κάνει με την Καλαμάτα την οποία συμπεριέλαβε πρόσφατα σε αφιέρωμα της στο Αμερικανικό site FrstHand Magazine, η Λία Μάγειρα σημείωσε πως παρακολουθεί εδώ και χρόνια την τέχνη και τα φεστιβάλ της, εστιάζοντας στην κουλτούρα της. «Από τα σχόλια που δέχτηκα, ξεχωρίζω το θαυμασμό των αναγνωστών για τη Συλλογή Ελληνικών Ενδυμασιών “Βικτώρια Καρέλια”». Στο ίδιο site μάλιστα, δημοσίευσε αφιέρωμα για τον Αριστομένη, στα πλαίσια του project “Άγνωστα Χωριά της Ελλάδας”, προσθέτοντας ιστορικά/λαογραφικά στοιχεία. «Είναι ένα χωριό που αγαπώ πολύ. Εστίασα στην αρχιτεκτονική του και πήρα θετικά σχόλια για τα παλιά του κτίρια. Πιστεύω ότι πρέπει να διασωθούν» συνέχισε. Σε ερώτηση της “Ε” για το πόσο εύκολο είναι να βρει ένας επισκέπτης τα “μυστικά” της Καλαμάτας και να τα φωτογραφίσει, η Λία Μάγειρα παρατήρησε πως είναι πολύ εύκολο, αρκεί να αγαπά το περπάτημα. «Η Καλαμάτα έχει μια εκπληκτική ρυμοτομία που βοηθά πολύ την περιήγηση της. Με αφετηρία το ιστορικό της κέντρο, έχει ακτινωτές διαδρομές και πολλές όμορφες γωνίες με street art. Επιπλέον, έχει ανθρώπους φιλόξενους, πάντα έτοιμους να βοηθήσουν και να παράσχουν πληροφορίες. Υπάρχει η παλιά έννοια της φιλοξενίας, η οποία διασώζεται από την εποχή του Ομηρικού βασιλιά Νέστορα ακόμα» σχολίασε, λέγοντας στη συνέχεια τα εξής: «Η Μεσσηνία είναι ένας τόπος πολυποίκιλος. Αρχαίες πόλεις, μεσαιωνικά κάστρα, θάλασσα, ποτάμια, φύση, όλα αυτά συνυπάρχουν σε πλήρη αρμονία. Τελευταία, κυρίως μετά τον Covid, τείνει να αλλάξει η έννοια του ταξιδιού παγκόσμια και να επιχειρείται μια στροφή σε πιο εναλλακτικούς προορισμούς. Αυτό όμως προϋποθέτει κατάλληλες υποδομές. Θα αναφέρω ένα παράδειγμα: Μετά τη δημοσίευση του άρθρου μου για τη λίμνη Στεφανιάδα στη Θεσσαλία, ενδιαφέρθηκε ένας αμερικανικός σύλλογος καταδύσεων για την εξερεύνηση της. Δυστυχώς δεν υπήρχαν υποδομές. Αντίθετα, μετά τη δημοσίευση του άρθρου για το ακρωτήριο Ταίναρο στο Νορβηγικό “Resonate Travel”, μία ομάδα σπουδαστών βρήκε υποδομές και ήρθαν για να μελετήσουν την Ιστορία της Μάνης». Οσο για τα επόμενα βήματα της, ενημέρωσε πως έχει κάνει ήδη έρευνα πεδίου για την περιοχή της Πύλου, του Πολυλιμνίου και της Μεθώνης. «Τα χωριά των Κοντοβουνίων είναι επίσης στα πολύ κοντινά μας σχέδια. Στόχος μου είναι να φωτογραφίσω όσο το δυνατόν περισσότερα από τα 450 χωριά της Μεσσηνιακής γης. Τη σχέση μου δε με τη Μεσσηνία την περιγράφω με αυτό που έχει πει ο Τζων Στάινμπεκ: “Πολλά ταξίδια συνεχίζονται για πολύ καιρό ακόμα αφότου έχει σταματήσει η κίνηση στον χρόνο και στον χώρο”» συμπλήρωσε, πληροφορώντας πως το αφιέρωμα της στην Αρχαία Μεσσήνη έχει δρομολογηθεί προς δημοσίευση. «Έπεται η Μεσσηνιακή Μάνη για την οποία έχω δουλέψει ήδη το υλικό».
Σχετικά με το μέρος που της έχει κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση φωτογραφίζοντας το, η ίδια δήλωσε τα ακόλουθα: «Φαντάζομαι ότι δεν υπάρχει Έλληνας φωτογράφος που να έχει επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη και δεν έχει μαγευτεί. Δεν είναι τόσο θέμα εντύπωσης, όσο συναισθήματος. Έπρεπε να παραμερίσω όλη τη συγκίνηση, αυτό το έντονο συναίσθημα της απώλειας να το βάλω στην άκρη, και να μπορέσω να εστιάσω στη φωτογραφία. Εκεί όλα μου φαίνονταν γνωστά, ένα συνεχές déjà vu, ήταν δύσκολο… Ήμουν από τους τελευταίους που φωτογράφισαν τις τοιχογραφίες στη Μονή της Χώρας, που έχουν πλέον καλυφθεί. Αγιογραφίες πιο κοσμικής τεχνοτροπίας, που δείχνουν το πώς θα είχε εξελιχθεί η Βυζαντινή Τέχνη αν δεν είχε συμβεί η Άλωση. Θεωρώ το “Οδοιπορικό στην Πόλη”, την καλύτερη μέχρι τώρα δουλειά μου». Κλείνοντας, η Λία Μάγειρα στάθηκε στη συνεργασία της με λογοτεχνικά περιοδικά τα οποία εστιάζουν στα Ανθρώπινα Δικαιώματα. «Φωτογραφίες μου από τα βομβαρδισμένα κτίρια του Βελιγραδίου έχουν δημοσιευθεί στο περιοδικό του “Trent University” του Καναδά, μία ιστορία Ελλήνων προσφύγων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο αμερικανικό περιοδικό με θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης “Third Estate Art”, και η ιστορία του Ναού Αφαίας στην Αίγινα δημοσιεύτηκε στο “Long Con” της Αλάσκας, περιοδικό που μάχεται για τα δικαιώματα των Ινουίτ» κατέληξε.