Χαρακτηριστικά η κ. Τσιγκάνου τονίζει: «Η Περιφέρεια Πελοποννήσου έστειλε πρόσκληση στη ΔΕΥΑΤ να συμμετέχει στην Ενεργειακή Κοινότητα Πολιτών Περιφέρειας Πελοποννήσου ώστε, όπως αναφέρεται στην πρόσκληση, μέσω του προγράμματος του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας με την ονομασία «Απόλλων», το οποίο υπηρετεί την εθνική ενεργειακή πολιτική, να ενισχυθεί η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), η οποία θα καλύπτει σε σημαντικό ποσοστό τις ενεργειακές ανάγκες της ΔΕΥΑΤ, με αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας για τη ΔΕΥΑΤ και… πολλαπλά οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες και τους πολίτες. Παραβλέπει η Περιφέρεια Πελοποννήσου ότι o μύθος των ΑΠΕ, ότι δήθεν θα φέρουν φθηνό ρεύμα για το λαό, δεν γίνεται πια πιστευτός; Ενώ το 60% της κατανάλωσης του ρεύματος προέρχεται από ΑΠΕ, ταυτόχρονα οι λογαριασμοί του ρεύματος έχουν αυξηθεί πάνω από 47% και τα «πράσινα» τέλη στους λογαριασμούς πάνω από 145%. Έχει αποδειχθεί πλέον ότι δεν αφορά την ενεργειακή επάρκεια της χώρας για να έχει φθηνό ρεύμα ο λαός μας, αλλά την πολιτική της «πράσινης μετάβασης», προκειμένου οι επιχειρηματικοί όμιλοι που επενδύουν στις ΑΠΕ να έχουν όσο το δυνατόν περισσότερα κέρδη.
Εν τω μεταξύ υπάρχει υπερπροσφορά παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ. Υπάρχει σχεδιασμός για περιορισμούς στην έγχυση στο δίκτυο ενέργειας που παράγεται από ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά μέχρι και 45%, για να είναι κερδοφόρες οι μπίζνες τους! Σε αυτές τις συνθήκες γίνεται η πρόσκληση από την Περιφέρεια.
Οι Ενεργειακές Κοινότητες που θεσπίστηκαν στη χώρα μας με τον νόμο 4513/2018 είναι κομμάτι της αντιλαϊκής πολιτικής της ΕΕ για την απελευθέρωση και ιδιωτικοποίηση της αγοράς ενέργειας με την ενίσχυση του μεριδίου των ΑΠΕ στο συνολικό ενεργειακό μείγμα. Οι Ενεργειακές Κοινότητες παρά τις υποκριτικές διακηρύξεις για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας, την «πράσινη ανάπτυξη» και άλλα εύηχα λόγια, ήδη αξιοποιούνται ως εργαλείο χρηματοδότησης επενδύσεων ΑΠΕ μεγάλων εταιρειών και είναι το καλύτερο πεδίο κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων. Στην Ελλάδα λειτουργούν ήδη 1.689 διάφορες Ενεργειακές Κοινότητες. Δεν εξαφανίστηκε η ακρίβεια για το λαό, ούτε τα πράσινα κέρδη των ομίλων. Μήπως έχει λειτουργήσει σε κάποιον δήμο σε όφελος των κατοίκων; Σε κανέναν!
Ο συνεταιριστικός μανδύας με προκάλυμμα την αλληλέγγυα οικονομία που διαφημίζουν, είναι ένα καλό παραμύθι, που στοχεύει μόνο να ενσωματώσει τις λαϊκές αντιδράσεις και να αυξήσει την τοπική αποδοχή των έργων ΑΠΕ. Πίσω είναι κρυμμένες οι πράσινες μπίζνες. Άλλωστε οι Ενεργειακές Κοινότητες δεν έρχονται σε αντίθεση με το υπόλοιπο νομοθετικό πλαίσιο δράσης των επιχειρηματικών ομίλων, αντίθετα λειτουργούν μέσα στην "απελευθερωμένη" αγορά ενέργειας, όπου το "παιχνίδι" καθορίζεται από τους ενεργειακούς κολοσσούς, από το χρηματιστήριο ενέργειας και άλλους τέτοιους μηχανισμούς. Στο αδυσώπητο κυνήγι του κέρδους και του ανταγωνισμού δεν χωρά η λεγόμενη κοινωνική πολιτική.
Η Ενεργειακή Κοινότητα είναι εταιρεία, επομένως θα διαμορφώνει τιμές πώλησης σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς ώστε να είναι βιώσιμη.
Στο Δ.Σ. της ΔΕΥΑΤ υπερψηφίστηκε η συμμετοχή της ΔΕΥΑΤ στην Ενεργειακή Κοινότητα της Περιφέρειας μειοψηφούσης μόνον της παράταξης της «Λαϊκής Συσπείρωσης». Δεν μας είπανε, βέβαια, ούτε ποιος θα διαχειρίζεται τα κέρδη, ούτε ποιο θα είναι το όφελος. Ούτε βέβαια τι κεφάλαια θα κληθούμε να βάλουμε για να γίνουν «βιώσιμες», πότε θα κάνουν απόσβεση και τι νέα κεφάλαια θα μας ζητούνται για να εκσυγχρονίζουν τις υποδομές τους, τι φόρους θα κληθούμε αργότερα να πληρώσουμε.
Οι ΑΠΕ μπορούν να παρέχουν ενέργεια σε όφελος του λαού μόνον όταν είναι ενταγμένες σε έναν δημόσιο τομέα ενέργειας, που η ενέργεια θα είναι κοινωνικό αγαθό και όχι εμπόρευμα που θα πλουτίζουν οι λίγοι. Καμία εμπιστοσύνη σε όσους στηρίζουν την πολιτική των πράσινων κερδών. Οι δήμοι δεν είναι επιχειρήσεις. Το ρεύμα δεν είναι εμπόρευμα, είναι κοινωνικό αγαθό!
Απαιτούμε άμεσα μέτρα ουσιαστικής στήριξης των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης από το κράτος, με δραστική μείωση της τιμής του ρεύματος, κατάργηση του «πράσινου» τέλους και άλλων ανταποδοτικών τελών που επιβαρύνουν τους λογαριασμούς».