Πέμπτη, 02 Απριλίου 2015 17:42

Ταΰγετος - Ασπρη Θάλασσα με τον Ορειβατικό Kαλαμάτας

Γράφτηκε από την
Ταΰγετος - Ασπρη Θάλασσα με τον Ορειβατικό Kαλαμάτας

Παρασκευή βράδυ και η ιδέα ν' ανεβώ Ταΰγετο αρχίζει και με τριβελίζει. Βέβαια, δεύτερες σκέψεις με κάνουν ν' αντιστέκομαι. Μπορώ ν' ανεβώ; Θ' αντέξω; Τελικά, προκαλώ τον εαυτόν μου, όπως με θράσος συνηθίζω να κάνω τον τελευταίο καιρό, να πάει. Εάν δεν πας δεν θα μάθεις ποτέ εάν μπορείς...

Ξεπροβοδίζω μία αδερφική μου φίλη που φιλοξενούσα τις τελευταίες μέρες, για τον τόπο που μεγάλωσα, την Αθήνα, και ξεκινώ με άλλους τέσσερις έμπειρους συνοδοιπόρους από Καλαμάτα για την τοποθεσία Μαγγανιάρη απ' όπου θα ξεκινούσε η πορεία μας προς το καταφύγιο της Σπάρτης. Οι καινούργιοι μου φίλοι ευχάριστοι και με αίσθηση του χιούμορ. Ωραία, σκέφτομαι, τουλάχιστον ό,τι κι αν γίνει θα το απολαύσω! Τα λόγια της φίλης μου, φυλαχτό για εμένα: «Εχεις γίνει πολύ γενναία, θα τα καταφέρεις».

Το πρώτο μισάωρο της ανάβασης από τον Μαγγιανιάρη για το καταφύγιο με δυσκόλεψε πολύ. Θες η ανηφόρα; Θες η αδιάκοπη βροχή; Κουράστηκα αλλά δεν τα παράτησα. Σκεφτόμουν, τι κάνω εγώ βράδυ Σαββάτου στις θεοσκότεινες πλαγιές του πιο γοητευτικού βουνού της Πελοποννήσου, τον Ταΰγετο. Αλλοι θα βρίσκονταν στην πλατεία κάνοντας τις βόλτες τους. Οι αισθήσεις μου ήταν σε απόλυτη διέγερση. Μύριζα το δάσος, άκουγα το νερό. Πώς πέφτει πάνω στα δέντρα και πώς στο βρεγμένο χώμα. Προσπαθούσα να δω το φημισμένο υποσχόμενο κάλλος του τοπίου, αλλά η νυχτερινή ανάβαση δεν το επέτρεψε. Μιάμιση ώρα ανάβασης και δεν κατάλαβα πώς πέρασε. Βέβαια, η αίσθηση της πείνας είχε κάνει απόλυτα αισθητή την παρουσία της.

Για καλή μας τύχη, οι υπόλοιποι συνοδοιπόροι που είχαν ξεκινήσει νωρίτερα από Καλαμάτα ακολουθώντας την ίδια διαδρομή, μας είχαν σκεφτεί και υπολογίσει, και μας υποδέχθηκαν με πολλών ειδών καλούδια. Αντα μου οι χυλοπίτες σου ήταν καταπληκτικές και Αθανασία μου τα κεφτεδάκια σου αξέχαστα! Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας, ήπιαμε το τσιπουράκι μας και ακούσαμε και τα τραγουδάκια μας. Μη φανταστείτε από ραδιόφωνα, αλλά από αυτούς τους άλλους συνοδοιπόρους μας, που κάτι μου λέει πώς γουστάρουν πολύ αυτό που κάνουν για να εμπλέκονται σε αυτό ξανά και ξανά για τόσα χρόνια. Η πρώτη μου βραδιά στο βουνό έληξε με γέλια, όπως ακριβώς είχε αρχίσει.

Και ξημερώνει η επόμενη μέρα για την πολυπόθητη ανάβαση, την πρώτη μου, προς την κορυφή του Ταϋγέτου. Ετοιμάζομαι και βγαίνω έξω από το καταφύγιο προσπαθώντας να προϊδεαστώ γι' αυτό που επρόκειτο να ζήσω. Το τοπίο ήταν μαγευτικό. Ολα γύρω χιονισμένα. Είναι η πρώτη φορά που βλέπω χιόνι για φέτος, σκέφτομαι. Κρίμα που δεν έχω χρόνο να παίξω λίγο. Η φωνή της Ντιάνας, με την οποία άνοιξα αυτόν τον καινούργιο κύκλο στη ζωή μου, διακόπτει τον ειρμό μου. «Είσαι έτοιμη;» με ρωτά. «Δεν ξέρω, θα δείξει» απαντώ. Και ξεκινά η πορεία.

Πατώ με σεβασμό, σχεδόν με ευλάβεια αυτό το βουνό. Σκέφτομαι όλες τις κορυφές του αλλά και αυτήν που περπατάμε για ν' ανεβούμε εμείς, την υψηλότερη από τις πέντε στα 2407 μ., τον Προφήτη Ηλία. Φέρνω στο μυαλό μου την ελληνική μυθολογία και τις πληροφορίες που βιαστικά διάβασα τα ξημερώματα της Παρασκευής. Προσπαθώ να αναβιώσω και να φανταστώ τη φυλή αυτή των Σπαρτιατών πριν πολλά πολλά χρόνια και τις συνήθειές τους εδώ. Πρέπει να ήταν υπερήφανοι γι' αυτήν τη γης που την πατούμε. Αισθάνομαι το δέος που νιώθει κανείς μεμιάς, καθώς κοιτά την υψηλότερη κορφή της Πελοποννήσου. Αλλά αισθάνομαι και φόβο καθώς πατώ για πρώτη μου φορά πάνω σε χιόνι. Δεν το παραδέχομαι όμως και δεν το λέω ούτε στον εαυτόν μου.

Ακολουθώ τα βήματα των συνοδοιπόρων μου και εμπλέκομαι σε συζητήσεις. Κρίμα που δεν μπορώ να θαυμάσω τη φυσιολογία του εδάφους αλλά και την ποικιλομορφία της βλάστησης. «... κι είναι ένα βουνό που σου γυρεύει να τ' ακούσεις» θυμάμαι έναν στίχο του Νικηφόρου Βρεττάκου σ' ένα ποίημά του για τον Ταΰγετο. 

Ο καιρός είναι άστατος κι έτσι δεν μπορώ ν' απολαύσω για πολύ ούτε τις συζητήσεις ούτε το τοπίο. Η ομίχλη κάνει αισθητή την παρουσία της και χιόνι αρχίζει να πέφτει. Αντιλαμβάνομαι ότι καθώς περπατώ στο βουνό αλλάζει η σύστασή του. Από αφράτο σαν βαμβάκι, έγινε χοντρό, και μετά λεπτό σαν ζάχαρη άχνη. Ευτυχώς που δεν φυσάει.

Περνά πάνω από μία ώρα, σαν το νεράκι του Μαγγανιάρη απ' όπου ξεκίνησα, χωρίς να το καταλάβω. Σαν ο χρόνος να είναι αναλλοίωτος εκεί. Οι στάσεις συχνές αλλά όχι με μεγάλη διάρκεια. Ισα που να πιεις νερό, να φας κάτι και να τραβήξεις και καμιά φωτογραφία. Σποραδικά σηκώνω το κεφάλι ψηλά και κοιτώ αποσβολωμένη όλο αυτό το θέαμα, που καμία φωτογραφία δεν μπορεί να το απεικονίσει μέσα από τα δικά μου μάτια. Και κάπου στα 2000 μ., στο σημείο Πλάκες, αποφασίζω να πάρω τον κατήφορο προς το καταφύγιο. Η ομίχλη, βλέπετε, είχε πυκνώσει αρκετά και φοβήθηκα ότι δεν θα μπορούσα να φτάσω μέχρι τέλους. Βέβαια οι πιο τολμηροί από εμένα, επτά στο σύνολο, συνέχισαν. Μπράβο τους!

Η κατάβαση ήταν ακόμη μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Επεσα δυο-τρεις φορές, αλλά και τι πειράζει;! Το βουνό θέλει σεβασμό ακόμη και από τους πιο έμπειρους. Σεβασμό για τον τόπο που πατάς αλλά και γι' αυτήν τη αίσθηση απεραντοσύνης που σου προσφέρει. Στα κλεφτά κοιτώ ψηλά αναρωτώμενη πώς τα κατάφερα ν' ανεβώ σε αυτό το βουνό που φαντάζει τόσο στέρεο και αγέρωχο. Ο λογισμός τρέχει και σε αυτούς που συνέχισαν ευχόμενη να είναι καλά. Προσπαθώ να φυλακίσω αυτό που αισθάνομαι βλέποντας αυτό το απέραντο άσπρο που φαντάζει σαν μία ατέρμονη άσπρη θάλασσα, όπως το παρομοίασε ο Βαλάντης. Από μικρή αγαπούσα τη θάλασσα αλλά μεγαλώνοντας αγάπησα και το βουνό. Τον ευχαριστώ πολύ γι' αυτήν του την παρομοίωση, που χαράχθηκε στη μνήμη μου, καθώς χωρίς να το ξέρει, συγκέρασε τους λόγους που τελικά με κρατάνε στην Καλαμάτα.

Φθάνοντας στο καταφύγιο κάναμε μία απαραίτητη στάση για να περιμένουμε και την υπόλοιπη ομάδα που είχε ανέβει στην κορυφή και να κατηφορίσουμε πάλι όλοι μαζί. Ετσι, είχα την ευκαιρία να ξεκουραστώ λίγο και να περιεργαστώ καλύτερα τη φύση που δεν είδα το βράδυ του Σαββάτου. Το χώμα ήταν ακόμη υγρό και σύντομα βροχή ξαναξεκίνησε. Αλλά τα πανύψηλα κωνοφόρα δέντρα δέσποζαν εκεί, σαν από πάντα, επιβλητικά, να μας προστατεύουν. Ξαναπερπάτησα και το κομμάτι της πλαγιάς που με δυσκόλεψε τόσο στην αρχή, αυτή τη φορά με τη βοήθεια του ήλιου. Ηταν απότομο και κακοτράχηλο. Αλλά τελικά όχι και τόσο δύσκολο... 

Στο τέλος της βραδιάς κατάλαβα ότι δέθηκα με αυτό το βουνό και δεν μπορώ να περιγράψω επακριβώς με λόγια το όλο βίωμά μου. Η σωματική κόπωση ήταν ελαφριά, αλλά η αίσθηση που μου άφησε το βουνό αυτό της Πελοποννήσου ήταν υπέροχη. Το βράδυ της Κυριακής τα όνειρά μου είχαν χρώμα λευκό...

Αρετή Γάκια

Νηπιαγωγός

 


NEWSLETTER