Σάββατο, 16 Ιουνίου 2018 20:57

Πολιτιστικά τοπία σε κίνδυνο: Η περίπτωση του τοπίου της περιοχής του Φρουρίου της Πύλου

Πολιτιστικά τοπία σε κίνδυνο: Η περίπτωση του τοπίου της περιοχής του Φρουρίου της Πύλου

 

Η έννοια του τοπίου

Το τοπίο αποτελεί μια πολυδιάστατη έννοια που αν και προϋποθέτει τον αυθύπαρκτο τόπο, τον υπερβαίνει.  Συγκροτείται από τη δράση του πολιτισμού στα πλαίσια πολλαπλών και αλληλοεμπλεκόμενων κοινωνικών δραστηριοτήτων· είτε αυτές εξαρχής αναφέρονται στον τόπο είτε καταλήγουν σε αυτόν, ως τελικό πεδίο προβολής της έκφρασής τους.  Ο προσδιορισμός εντούτοις του τοπίου εκτείνεται προς τις «πολιτισμικές» εκείνες δράσεις οι οποίες, αν και διατηρούνται στην ιστορική αφάνεια, συνιστούν το εκτεταμένο υπόβαθρο της κοινωνικής ζωής.

Έτσι, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή σύμβαση για το τοπίο (2000), «Τοπίο» σημαίνει περιοχή της οποίας ο χαρακτήρας είναι αποτέλεσμα της δράσης και αλληλεπίδρασης των φυσικών ή/και ανθρώπινων παραγόντων, ενώ σύμφωνα με την σύμβαση η «Προστασία τοπίου» αφορά δράσεις µε σκοπό τη διατήρηση και συντήρηση των σημαντικών ή ιδιαίτερων χαρακτηριστικών ενός τοπίου, βάσει της κληροδοτημένης του αξίας, που προέρχεται από τη φυσική του διαμόρφωση ή/και την ανθρώπινη δραστηριότητα.  Συντίθεται συνεπώς από το φυσικό περιβάλλον και την επέμβαση του ανθρώπου σε αυτό, με έντονο το στοιχείο της ιστορικής εξέλιξης που υπερκεράζει τις τομεακές περιβαλλοντικές προσεγγίσεις, αποτελώντας ενοποιητικό κρίκο περιβαλλοντικών και χωρικών συνιστωσών της περιοχής.  Ο ορισμός αυτός δίνει την δυνατότητα να γίνει η αναγκαία διαφοροποίηση μεταξύ τοπίου και γεωγραφικού χώρου, η οποία βασίζεται κυρίως στη συμμετοχή και την παρουσία ενός άυλου δομικού στοιχείου του τοπίου που αφορά τις αξίες και τα νοήματα που προσδίδονται σε αυτό από τους ανθρώπους, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται το χώρο.

Η ύπαρξη φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων που συνεργούν στην «κατασκευή» του τοπίου, προσδίδουν στο τοπίο ταυτόχρονα φυσική αλλά και πολιτισμική αξία, ενώ το καθιστούν ως διαχρονικό ιστορικό αποτύπωμα της αμφίδρομης και αέναης σχέσης αλληλεπίδρασης μεταξύ ανθρώπου και περιβάλλοντος.  Σ΄ αυτή την αέναη σχέση οφείλεται η δυναμική του τοπίου, που είναι ικανή να εκφράσει τις κοινωνικοοικονομικές και πολιτισμικοπεριβαλλοντικές αλλαγές και μεταμορφώσεις που εξελίσσονται εντός του γεωγραφικού χώρου.  Στο πλαίσιο αυτό οφείλουμε να αναζητήσουμε μια συμμετρικότερη σχέση με το τοπίο ως ενεργή και αυτόνομη οντότητα, καθώς άνθρωπος και περιβάλλον οφείλουν να είναι απολύτως ισότιμοι σε σχέση άμεσης και ενεργής αλληλεπίδρασης.  Μέσα από αυτή την διαδικασία το τοπίο ανασυγκροτείται, διατηρώντας και ενσωματώνοντας στοιχεία του παρελθόντος του μέσα στις νέες σχέσεις που συμβαίνουν σε αυτό.

Επομένως, τα μνημεία αποτελούν κομμάτια του τοπίου, τα οποία έχουν διηθηθεί από το παρελθόν στο παρόν.  Όμως, η αρχική δυναμική σχέση αλληλοδιαπερατότητας που είχαν κατά το παρελθόν με τον άνθρωπο έχει μεταβληθεί, καθώς έχουν απωλεσθεί και οι αντίστοιχες κοινωνίες που τα δημιούργησαν.  Έτσι, η σύγχρονη και αναγκαία πλέον διεπιστημονική μελέτη του τοπίου και των μνημείων δεν πρέπει και δεν μπορεί να βλέπει τα μνημεία ή τα τοπία ως απομεινάρια μίας εικόνας που πρέπει να ανασυσταθεί ώστε να αναπαρασταθεί το παρελθόν, καθώς έτσι θα τα καθιστούσε  ως αντικείμενα.  Αντίθετα, η διεπιστημονική προσέγγιση βλέπει τα μνημεία ως οργανικά συστατικά του τοπίου του παρόντος, που μας βοηθά να βιώσουμε και να αναστοχαστούμε την διαχρονική πορεία του τόπου και της σύνδεσής του με το παρελθόν.

Η μετάβαση στο πολιτιστικό τοπίο

Ως αντανακλαστικό της ευρωπαϊκής ταυτότητας και ποικιλομορφίας, το τοπίο είναι η ζωντανή μας φυσική και πολιτισμική κληρονομιά.  Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η έννοια του Πολιτιστικού Τοπίου έχει αναγνωριστεί ως η διεπαφή μεταξύ φύσης και πολιτισμού.  Η Επιτροπή Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Οργάνωσης του ΟΗΕ για την Εκπαίδευση, την Επιστήμη και τον Πολιτισμό (UNESCO) ορίζει τα πολιτιστικά τοπία ως γεωγραφικές περιοχές, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το συνδυασμένο έργο της φύσης και του ανθρώπου.  Απεικονίζουν την εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας κατά την πάροδο του χρόνου, υπό την επίδραση των φυσικών περιορισμών και/ή δυνατοτήτων που παρουσιάζει το φυσικό τους περιβάλλον, αλλά και διαδοχικών κοινωνικών, οικονομικών και πολιτιστικών δυνάμεων.  Επίσης, το Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS), στη Διακήρυξη για τα Τοπία Κληρονομιάς, εστιάζει στα πολιτιστικά τοπία με όρους «αλληλεπίδρασης ανθρώπων και φύσης κατά την πάροδο του χρόνου». 

Έτσι, τα πολιτιστικά τοπία είναι ζωντανά τοπία, που αλλάζουν με τον ίδιο ρυθμό με τον οποίο ο πολιτισμός, το κλίμα και ο φυσικός περίγυρος αλλάζουν εντός και γύρω από αυτά, ενώ ο  χαρακτήρας του τοπίου αντικατοπτρίζει τις αξίες των ανθρώπων που το διαμόρφωσαν και που συνεχίζουν να ζουν σε αυτό, καθώς ο ίδιος ο πολιτισμός είναι η διαμορφώτρια δύναμη.  Υπό το πρίσμα των παραπάνω, ένας συνθετικός ορισμός για το πολιτιστικό τοπίο θα αφορούσε μια φυσική έκταση με φυσικά χαρακτηριστικά και με στοιχεία δημιουργημένα και/ή τροποποιημένα από την ανθρώπινη δραστηριότητα, με υλικά ή άυλα πολιτισμικά και ιστορικά στοιχεία που διατάσσονται στο τοπίο και αντικατοπτρίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις και αλληλεπιδράσεις με το τοπίο αυτό. Τα πολιτιστικά τοπία μπορεί να ποικίλλουν σε μέγεθος, ενώ αντιθέτως μια κρίσιμη προϋπόθεση για την ταυτοποίηση ενός πολιτιστικού τοπίου είναι η αναγνώριση της σχέσης που είχαν (ή συνεχίζουν να έχουν) οι άνθρωποι με τα μέρη τα οποία δημιουργούν και στα οποία ζουν. Ουσιαστικά, τα πολιτιστικά τοπία δεν είναι μουσειακά αντικείμενα, είναι ζωντανά τοπία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το πολιτιστικό τοπίο θεωρείται δυναμικό σύστημα, που διαμορφώνεται μέσω δύο διαφορετικών, αλλά διασυνδεμένων διαδικασιών: μιας φυσικής διαδικασίας ανάπτυξης και αλλαγής όλων των στοιχείων του τοπίου, και μιας κοινωνικής και ιστορικής διαδικασίας που επηρεάζει το τοπίο με διάφορους τρόπους.

Έτσι, η έννοια του πολιτιστικού τοπίου αποτελεί το ιστορικό μέσο που μας δίνει την δυνατότητα να δούμε ολοκληρωμένα ένα χώρο σε βάθος χρόνου, καθώς έρχεται να γεφυρώσει το χάσμα, να ρίξει τα σύνορα και να συμπεριλάβει το συνδυασμένο έργο φύσης και ανθρώπων κάτω από την ίδια θεωρητική σκέπη.  Οπωσδήποτε αναγκαίο, καθώς έχουμε συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε τα πάντα εστιάζοντας σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο υλικό ή άυλο, π.χ. η Ιστορία απομονωμένη από το πιο σημαντικό στοιχείο της τη Γεωγραφία, την Τέχνη έξω από το χώρο και τον χρόνο που δημιουργήθηκε, το αντικείμενο χωρίς τον δημιουργό του. Έτσι αντιλαμβανόμαστε τα πάντα λανθασμένα, αποσπασματικά και πολλές φορές αμέτοχα. Στον χώρο ψάχνουμε για το μεγαλειώδες κτίσμα, έναν αρχαίο ναό ή ένα επιβλητικό κάστρο και αγνοούμε ότι όλο το τοπίο είναι ένα ανάγλυφο που έχει διαμορφωθεί διαχρονικά και αποτελεί μια αέναη διαδικασία συνεχούς επαναπροσδιορισμού της ταυτότητας του τόπου, όπου φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον ισορροπούν σε μια ενιαία παλέτα.  Βλέπουμε λοιπόν κομμάτια και όχι το σύνολο.  Το πολιτιστικό τοπίο, λοιπόν, χρειάζεται όλα τα στοιχεία και όχι κάποια επιλεκτικά, που κάποια πολιτειακή αρχή ή οικονομική διεργασία προδιαγράφει.  Έτσι, παρότι διαχωρίζουμε την πολιτιστική από τη φυσική κληρονομιά, η διεπιστημονική ολιστική προσέγγιση δείχνει ότι αυτό δεν είναι - και δεν πρέπει να είναι -  εφικτό, καθώς υπάρχει μια διττή ταυτότητα του τοπίου , πολιτιστική και περιβαλλοντική.

Το νομικό πλαίσιο προστασίας των τοπίων 

Η έννοια του τοπίου και της προστασίας του εισάγεται στην Ελλάδα με το Ν.1469/50 (ΦΕΚ 169/Α/07.08.1950) για τη θεσμοθέτηση Τοπίων Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους (ΤΙΦΚ), η προστασία των οποίων υπάγεται στις διατάξεις του Κ.Ν. 5351/1932 (ΦΕΚ 275/Α/1932) «περί αρχαιοτήτων».  Η έννοια του «φυσικού» επεκτείνεται για να συμπεριλάβει και ανθρωπογενή στοιχεία και το τοπίο ταυτίζεται με περιοχές προστασίας φυσικής ή πολιτιστικής κληρονομιάς που έχουν, πέραν της φυσικής ή πολιτιστικής αξίας, αισθητική αξία ή είναι ιδιαίτερα πρόσφορες για αναψυχή του κοινού.  Στη συνέχεια με το Π.Δ. 161/1984 (ΦΕΚ 54/Α/1984) μεταφέρονται από το Υπουργείο Πολιτισμού στο Υπουργείο Περιβάλλοντος οι αρμοδιότητες για τον χαρακτηρισμό Τόπων Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους (ΤΙΦΚ).  Από το 2000 η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το Τοπίο αναδεικνύει την ανάγκη για μια νέα περισσότερο ολοκληρωμένη θεώρηση του τοπίου, κατά την οποία το τοπίο αποτελεί αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης των φυσικών και ανθρώπινων παραγόντων. Η χρονικά πρόσφατη κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το Τοπίο (Ν. 3827/2010, ΦΕΚ 30/Α/2010) έχει ενεργοποιήσει τους μηχανισμούς του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού με στόχο την προστασία και διαχείριση του τοπίου, καθώς ο σχεδιασμός του τοπίου εστιάζει πλέον στην αειφόρο ανάπτυξη των φυσικών και πολιτισμικών πόρων.

Τέλος, η θεσμοθέτηση του Ν. 3937/2011 (ΦΕΚ 60/Α/2011) για τη «Διατήρηση της Βιοποικιλότητας και άλλες διατάξεις», ο οποίος τροποποιεί το Ν. 1650/1986, τονίζει την ανάγκη προστασίας και διατήρησης του τοπίου παράλληλα με τη βιοποικιλότητα και τη φύση, ώστε να διασφαλίζονται οι φυσικές διεργασίες, οι φυσικοί πόροι και τα οικοσυστήματα καθώς και η ποικιλομορφία, η ιδιαιτερότητα ή η μοναδικότητα των συνιστωσών τους (Κεφ. Β', άρθρο 4).  Παράλληλα, ορίζει τα προστατευόμενα τοπία και τα προστατευόμενα στοιχεία του τοπίου με βάση την οικολογική, αισθητική ή πολιτισμική αξία τους (Κεφ. Β', άρθρο 5), δίνοντας έμφαση στην αναγνώριση τόσο των φυσικών όσο και των ανθρωπογενών χαρακτηριστικών.  Αν και, αρχικά, το τοπίο αντιμετωπίστηκε -μέσω των ΤΙΦΚ- με τρόπο αφηρημένο και υποκειμενικό και οι προστατευόμενες περιοχές  διέπονταν από τη δασική νομοθεσία, στη συνέχεια οι νέες ρυθμίσεις εμπλούτισαν σταδιακά την έννοια του τοπίου, εισάγοντας το ζήτημα της αρμονικής συμβίωσης της φύσης και των ανθρώπινων παρεμβάσεων και μάλιστα με δυναμικό τρόπο.

Το πολιτιστικό τοπίο της περιοχής του Φρουρίου της Πύλου

Στην νοτιοδυτική πλευρά του όρμου του Ναβαρίνου βρίσκεται το φρούριο της Πύλου, το οποίο χτίστηκε από τους Tούρκους το 1573, με σκοπό τον έλεγχο της νότιας εισόδου του αντίστοιχου όρμου.  Στη συνέχεια, το 1686 ο ενετός ναύαρχος Mοροζίνι καταλαμβάνει – μετά από πολιορκία – το Nιόκαστρο, που γίνεται έδρα του ενετού διοικητή (προβλεπτή) της περιοχής, ενώ στο διάστημα της κατοχής (1686- 1715) οι Eνετοί επισκευάζουν και ενισχύουν πολλά σημεία του κάστρου.  Tο 1715 οι Τούρκοι ανακαταλαμβάνουν το Nιόκαστρο και το καθιστούν έδρα του «βιλαετίου του Nαβαρίνου», ενώ παραμένει στα χέρια των Tούρκων έως το 1821, εκτός από ένα σύντομο διάλειμμα μερικών μηνών το 1770, οπότε καταλήφθηκε από τα ρωσικά στρατεύματα των αδελφών Oρλώφ.  Τον Αύγουστο του 1821 το κάστρο παραδίνεται στους Έλληνες, ενώ στις αρχές του 1825 ο Ιμπραήμ πασάς αποβιβάζεται στην Μεθώνη επικεφαλής αιγυπτιακών στρατευμάτων και στη συνέχεια πολιορκεί το Νιόκαστρο.  Μετά από τρίμηνη ασφυκτική πολιορκία ακολουθεί συνθηκολόγηση και παράδοση του κάστρου από τους Έλληνες στον Ιμπραήμ.  Στη συνέχεια, η νικηφόρα έκβαση της Ναυμαχίας του Ναβαρίνου (Οκτώβριος 1827) οδηγεί την ευρωπαϊκή διπλωματία στην απόφαση ίδρυσης ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.  Ωστόσο, το Νιόκαστρο παραμένει υπό τον έλεγχο του Ιμπραήμ μέχρι το Σεπτέμβριο του 1828, οπότε παραδίνεται στα γαλλικά στρατεύματα του στρατηγού Μαιζώνος και στη συνέχεια στο νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος, ενώ από το 1834 και μέχρι το 1940 η ακρόπολη του φρουρίου θα χρησιμοποιηθεί ως φυλακή βαρυποινιτών. 

Το φρούριο έχει έκταση περίπου 7,5 εκταρίων και στα κύρια αρχιτεκτονικά του στοιχεία συγκαταλέγονται οι δύο τετράπλευροι προμαχώνες που βρίσκονται στην δυτική πλευρά και ήλεγχαν την είσοδο στον κόλπο του Ναβαρίνου, η εξαγωνική ακρόπολη που βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο και ο οχυρωματικός περίβολος, ο οποίος είναι ενισχυμένος με τέσσερις κυκλικούς πύργους και ενώνει μεταξύ τους τα επιμέρους οχυρωματικά σύνολα.  Επίσης, στον μεγάλο περίβολο υπάρχουν ερείπια του τουρκικού οικισμού και τζαμί, το οποίο αργότερα μετατράπηκε σε εκκλησία.  Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1922 βάσει του ΦΕΚ 28/Α/26-2-1922 το φρούριο κηρύσσεται μνημείο της Ελλάδος, ενώ το 1962 με το ΦΕΚ 35/Β/2-2-1962 χαρακτηρίζεται ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο και αρχαιολογικός χώρος ο όρμος του Ναβαρίνου.  Στη συνέχεια, το 1976, με το ΦΕΚ 750/Β/7-6-1976 χαρακτηρίζεται ο οικισμός της Πύλου ως χρήζοντος ειδικής κρατικής προστασίας «ένεκεν της ιστορικότητός του από την αρχαιότητος μέχρι σήμερον» και τόπου ιδιαίτερου φυσικού κάλους (ΤΙΦΚ) με συγκεκριμένα γεωγραφικά όρια, ενώ βάσει του ιδίου ΦΕΚ χαρακτηρίζεται το φρούριο Νεοκάστρου ως ιστορικόν διατηρητέον μνημείον.  Τέλος, το 1998, βάσει του ΦΕΚ 1098/Β/20-10-1998, ορίζεται ως αρχαιολογικός χώρος και ζώνη προστασίας Α΄ (αδόμητη) η περιοχή γύρω από το Κάστρο και το μεσαιωνικό υδραγωγείο Πύλου, με όρια προς βορράν και δυσμάς την ακτογραμμή, προς νότον το ρέμα του Αγ. Ιωάννου και 15 μ. κατάντι και προς ανατολάς το όριο του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλεως.   

Περιμετρικά του φρουρίου και μέχρι τα όρια του σχεδίου πόλης υπάρχει αλσύλλιο έκτασης περίπου 10 εκταρίων, που αποτελείται κυρίως από χαλέπιο πεύκη και διάσπαρτα δέντρα τραχείας πεύκης (τα δάση χαλεπίου και τραχείας πεύκης βρίσκονται σε μεγάλο μέρος των παράλιων της Ελλάδας και αποτελούν το 8,72% της δασοκάλυψης της), το οποίο έχει δημιουργηθεί από σταδιακές τεχνητές αναδασώσεις της Δασικής Υπηρεσίας κατά τα έτη 1922–1951, καθώς οι αναδασώσεις αυτές στόχο είχαν να προστατεύσουν το έδαφος και το περιβάλλον από τις δυσμενείς επιδράσεις των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, να βελτιώσουν την αισθητική του τοπίου, να περιορίσουν πλημυρρικά φαινόμενα ρυθμίζοντας την ροή των όμβριων υδάτων, να προστατεύσουν το έδαφος από τη διάβρωση και να έχουν μια εξισορροπητική επίδραση στο κλίμα και την υδάτινη οικονομία, προσφέροντας αναψυχή, υγιεινή επίδραση στον άνθρωπο και ρυθμιστική επίδραση στην οικολογική ισορροπία. Αυτό το φυσικό τοπίο αποτελεί ένα ιδιαίτερο και αναπόσπαστο οικοσύστημα της φυσικής κληρονομιάς της περιοχής που διηγείται με τον πιο εύληπτο τρόπο την ιστορία των κατοίκων κατά την διάρκεια του εικοστού αιώνα. 

Αξίζει να σημειωθεί ότι, στα όρια της εξεταζόμενης περιοχής υφίσταται ένα εμβληματικό κτήριο που αφορά το παλαιό Γυμνάσιο Πύλου.  Πρόκειται για ένα ιστορικό κτήριο που χτίστηκε την δεκαετία του 1920 και λειτούργησε από το 1927 έως την Άνοιξη του 1987.  Έτσι η εκπαιδευτική ιστορία του έχει άμεση σχέση με αυτό το ιδιαίτερο φυσικό τοπίο, καθώς η συλλογική εκπαιδευτική μνήμη όλων αυτών των χιλιάδων μαθητών που πέρασαν από το ιστορικό κτήριο είναι ταυτισμένη με αυτό το μικρό οικοσύστημα του αλσυλλίου, ενώ ακόμη και ο χώρος αθλοπαιδιών και εκγύμνασης των μαθητών ήταν εντός του αλσυλλίου σε περιοχή εξωτερικά εφαπτόμενη με έναν από τους δύο τετράπλευρους προμαχώνες που βρίσκεται στην δυτική πλευρά του φρουρίου στην είσοδο του όρμου του λιμανιού.   Έτσι, πολιτιστικό και φυσικό περιβάλλον διαχρονικά συνυπάρχουν, μέσω μιας αέναης διαδικασίας συνεχούς επαναπροσδιορισμού της ταυτότητας του τόπου σε αυτό που αποκαλούμε πολιτιστικό τοπίο.

Αυτό το ιδιαίτερο πολιτιστικό τοπίο που περιλαμβάνει το σύνολο των πολιτιστικών και φυσικών πόρων της ανθρωπογεωγραφίας της περιοχής, αποτελεί ένα ιδιαίτερο τμήμα του ευαίσθητου οικοσυστήματος του όρμου του Ναβαρίνου.  Η περιοχή του όρμου του Ναβαρίνου αποτελεί ένα μοναδικής σπουδαιότητας πολιτιστικό τοπίο, το οποίο υφίσταται σημαντικές πιέσεις από τις σύγχρονες τάσεις μετασχηματισμού του χώρου, ενώ μέχρι σήμερα δεν υπήρξε μια ενιαία αντιμετώπιση της περιοχής, μια διεπιστημονική ολοκληρωμένη προσέγγιση διαχειριστικού σχεδιασμού που να οδηγεί σε μια συνθετική πρόταση διαχείρισης του τοπίου.  Αυτό το ποικιλόμορφο τοπίο συνθέτει τη φυσιογνωμία του πιο αναγνωρίσιμου τοπίου της δυτικής Μεσσηνίας, ενώ εντός του υπάρχουν μικρότερα οικοσυστήματα σπουδαίας περιβαλλοντικής αξίας, καθώς και σημαντικά είδη χλωρίδας και πανίδας.  Έτσι, μια ολιστική διεπιστημονική προσέγγιση του υπό μελέτη τοπίου υπαγορεύεται από την ίδια τη φυσιογνωμία του, καθώς αποτελεί μια πολυεπίπεδη αδιάσπαστη ιστορική, οικολογική και αισθητική ενότητα.

Η υφιστάμενη κατάσταση διατήρησης του πολιτιστικού τοπίου, λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό προστασίας των φυσικών πόρων, τις απειλές, αλλά και τις δυνατότητες βελτίωσης και αποκατάστασης, αξιολογείται ως άκρως προβληματική.  Έτσι, αν δεν τεθεί άμεσα ένα σχέδιο διεπιστημονικής ολιστικής προσέγγισης με στόχο την ενίσχυση του καθεστώτος προστασίας της εξεταζόμενης περιοχής, εκτιμάται ότι ο δείκτης αλλοίωσης του τοπίου θα συνεχίσει να αυξάνεται, προκαλώντας την υποβάθμιση του ευαίσθητου οικοσυστήματος και την αισθητική αλλοίωση της φυσιογνωμίας της ταυτότητας του πολιτιστικού τοπίου.  Παράλληλα, η κλιματική αλλαγή διευρύνει τις περιόδους ξηρασίας και αυξάνει την θερμοκρασία, αυξάνοντας τις πιθανότητες πρόκλησης πυρκαγιών.  Η πρόσφατη πυρκαγιά στην εξεταζόμενη περιοχή κατέδειξε το βασικό έλλειμμα πρόληψης, καθώς στο σύνολο του αλσύλλιου που περιβάλει το φρούριο της Πύλου υπήρχε μεγάλη συγκέντρωση και σύνθεση αναφλέξιμου υλικού, όπως σημαντική υπόροφος βλάστηση, νεκρά κατώτερα πλάγια κλαδιά που δεν είχαν αποκλαδωθεί, θαμνώδες αναφλέξιμο υλικό και ξερά και εκριζωμένα άτομα πεύκης. Επίσης, ειδικό πόρισμα που εκπονήθηκε από την Διεύθυνση Προστασίας Δασών Μεσσηνίας, τον Νοέμβριο του 2015, με αφορμή τον τρόπο και την διαδικασία διαχείρισης υλοτομιών που διενεργήθηκαν στο πευκοδάσος που περιβάλει το φρούριο, κατέδειξε με τον πιο σαφή τρόπο τον αποσπασματικό και άστοχο τρόπο των δασοκομικών παρεμβάσεων και την απουσία συνολικής διαχείρισης του τοπίου, βάσει της οποίας θα ορίζονταν όλα τα απαιτούμενα διαχειριστικά μέτρα (υλοτομίες, αραιώσεις, καθαρισμοί υπορόφου, φυτεύσεις, κλαδεύσεις κ.ο.κ.).  Όμως, εάν και το πόρισμα αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει ένα οδικό χάρτη σε σχέση με τον τρόπο προστασίας και διαχείρισης του ευαίσθητου οικοσυστήματος της περιοχής του αλσυλλίου, δεν αξιοποιήθηκε ανάλογα από τις αρμόδιες αρχές, με αποτέλεσμα η υπάρχουσα κατάσταση του οικοσυστήματος σε επίπεδο προστασίας και διαχείρισης να χαρακτηρίζεται ως άκρως ελλειμματική.

Προστασία και ανάδειξη

Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο δείκτης αλλοίωσης του τοπίου έχει καταγράψει σημαντική υποχώρηση, καθώς έχει προκληθεί αισθητή υποβάθμιση του ευαίσθητου οικοσυστήματος αλλά και αισθητική αλλοίωση της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του πολιτιστικού τοπίου, λόγω των αρνητικών παραμέτρων που συντελέστηκαν τα τελευταία έτη, στρατηγικός στόχος για την μακροπρόθεσμη διαχείριση της περιοχής μελέτης θα πρέπει να είναι η προστασία και ανάδειξη του πολιτιστικού τοπίου, μέσα από μια αειφόρο διεπιστημονική προσέγγιση που θα οδηγεί στην προστασία και ανάδειξη του πολιτιστικού τοπίου και στην βιωματική προσέγγιση τόσο από τους κατοίκους όσο και από τους επισκέπτες της περιοχής.  Βάσει αυτών, στην περιοχή του αλσυλλίου θα πρέπει να επιτρέπονται μόνο χρήσεις που σχετίζονται με την προστασία και ανάδειξη της περιοχής. Όπως, άμεση αναδάσωση της περιοχής που καταστράφηκε από την πρόσφατη πυρκαγιά, χάραξη  και δημιουργία ενός ιστορικού μονοπατιού που θα διατρέχει το σύνολο της έκτασης του αλσυλλίου, που θα αναδεικνύει τα στοιχεία του φυσικού κάλλους και θα έχει ένα εκπαιδευτικό και ψυχαγωγικό χαρακτήρα για τους επισκέπτες, ενώ σε κομβικά σημεία του εκπαιδευτικού μονοπατιού θα μπορεί να υπάρχει πληροφοριακός πίνακας που θα απεικονίζει τα βασικά στοιχεία των πολιτιστικών και φυσικών πόρων που βρίσκονται στο οπτικό πεδίο του επισκέπτη.  Παράλληλα, το εκπαιδευτικό μονοπάτι θα μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για επίσκεψη, ενημέρωση και ψυχαγωγία για τους μαθητές της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της περιοχής, λειτουργώντας με ένα βιωματικό τρόπο σε σχέση με την κατανόηση των ιδιαίτερων πολιτιστικών και φυσικών πόρων του πολιτιστικού τοπίου.

Οι συνεχείς διαδικασίες μετασχηματισμού και πίεσης του πολιτιστικού τοπίου από πολλαπλές οικονομικές διεργασίες ή/και πολιτειακές αρχές σε τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους (ΤΙΦΚ) όπως το εξεταζόμενο, δείχνουν την άμεση αναγκαιότητα για την προώθηση μιας ολοκληρωμένης διεπιστημονικής αντιμετώπισης του τοπίου ως κοινωνικού αγαθού με πολύεπίπεδη σημασία.  Έτσι, η διατήρηση του υφιστάμενου τοπίου, ως αναντικατάστατου φυσικού και πολιτισμικού πόρου, αλλά και ως πολύτιμη δεξαμενή περιβαλλοντικών τεκμηρίων, επιβάλει την ενδυνάμωση του καθεστώτος προστασίας, την αναγνώριση της ποικιλότητας του σε επίπεδο φυσικό, μορφολογικό και ιστορικό και την συνολική διαχείρισή του μέσα σε ένα πλαίσιο διεπιστημονικής σχεδίασης.  Παράλληλα, μια ενιαία τοπική αντίληψη και συνείδηση σε επίπεδο σχεδιασμού και διαχείρισης, θα μπορούσε να κριθεί καθοριστική για την διαφύλαξη και προστασία της ιδιαιτερότητας του ευαίσθητου οικοσυστήματος της εξεταζόμενης περιοχής.

Βάσει αυτών, χρειάζεται μια νέα πολιτική ολοκληρωμένης διαχείρισης της πολιτιστικής και φυσική κληρονομιάς, όπου η προστασία και διατήρηση του τοπίου μπορεί να βελτιωθεί εάν υπάρχει σαφής κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η φύση διαμορφώνει τον πολιτισμό και εάν, ταυτόχρονα, κατανοούνται πλήρως οι διαδικασίες με τις οποίες ο πολιτισμός αναδιαμορφώνει τη φύση.  Αξιοσημείωτο είναι ότι, παρατηρείται σε διεθνές και εθνικό επίπεδο μια αυξανόμενη αναγνώριση της ανάγκης διαχείρισης των τοπίων ως συνθέσεων τόσο της πολιτιστικής όσο και της φυσικής κληρονομιάς.  Έτσι χρειάζεται πλέον μια  επαρκής και αξιόπιστη πληροφόρηση για την κατάσταση των τοπίων, τις πολιτιστικές και φυσικές αξίες τους, τις διαδικασίες μετασχηματισμού, τους κινδύνους και τις πιέσεις, τις διαδικασίες ανάδρασης, καθώς και τις διασυνδέσεις μεταξύ πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς, ενώ είναι αναγκαίο να δοθεί προτεραιότητα στην ενδο- και δι-επιστημονική έρευνα, με εστίαση στις διασυνδέσεις μεταξύ πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς στο επίπεδο του τοπίου.  Επίσης, οι τοπικές γνώσεις και εμπειρίες θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για τη συμπλήρωση γνωστικών κενών και την ανάπτυξη εξειδικευμένων μέτρων διαχείρισης για κάθε τοπίο, ώστε να διασφαλίζεται επίσης η διαφορετικότητα κάθε τοπίου.  Ο σχεδιασμός για την ολοκληρωμένη διαχείριση του τοπίου θα πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα εμπλεκόμενα μέρη (κοινό, περιβαλλοντικές και πολιτιστικές οργανώσεις, ΜΚΟ, κεντρικές αρχές στα αντικείμενα του πολιτισμού, του περιβάλλοντος και του χωροταξικού σχεδιασμού, περιφερειακές/τοπικές αρχές, την επιστημονική κοινότητα), ώστε να επιτευχθεί η αποκατάσταση και διατήρηση των διασυνδέσεων μεταξύ πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς.  Τα διαχειριστικά σχέδια των τοπίων, πρέπει να υποστηρίζονται από ένα κοινό σύνολο κριτηρίων σχετιζόμενων με την πολιτιστική και φυσική κληρονομιά, αντί χωριστών και μη συνδεόμενων μεταξύ τους ομάδων κριτηρίων. 

Μέσα από αυτή τη διαδικασία, θα μπορεί να τεκμηριωθεί η διττή ταυτότητα, πολιτιστική και περιβαλλοντική, των πολιτιστικών τοπίων, να προσδιοριστούν οι βασικές κατευθυντήριες γραμμές μιας νέας πολιτικής, που θα συνδέει τον πολιτισμό με το περιβάλλον και θα στοχεύει ειδικότερα στην ολοκληρωμένη διαχείριση της πολιτιστικής και φυσική κληρονομιάς.  Τέλος, μόνο μέσω της ανάσχεσης της αλλοίωσης του τοπίου και της προστασίας του ως κοινού πολιτιστικού και περιβαλλοντικού πόρου, μέσω  ευρύτερων διεπιστημονικών  προσεγγίσεων και συνεργασιών, με βάση καλές πρακτικές που έχουν εφαρμοσθεί σε αντίστοιχα ευαίσθητα πολιτιστικά τοπία στον ευρωπαϊκό χώρο, θα μπορεί να υπάρξει η προοπτική παράδοσης των πολιτιστικών τοπίων στις επόμενες γενιές, ως βασική κιβωτό γνώσης και πληροφοριών, σε σχέση με την εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού.

 

Δημοσθένης Κορδός

Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου