Ο εν λόγω διαβήτης εμφανίζεται όταν το σώμα της εγκύου δεν μπορεί να παράγει αρκετή ορμόνη ινσουλίνη για να ελέγξει το επίπεδο του σακχάρου στο αίμα της στη διάρκεια της κύησης.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Ζουολί Ζανγκ του Τμήματος Ρευματολογίας και Κλινικής Ανοσολογίας του Πρώτου Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Πεκίνου, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση (συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση) στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό BMJ, ανέλυσαν στοιχεία από 15 μελέτες παρατήρησης της περιόδου 2006-2022 από διάφορες χώρες (ΗΠΑ, Καναδά, Βρετανία, Ισραήλ, Σουηδία, Γαλλία, Δανία, Ν.Κορέα, Ιράν).
Διαπιστώθηκε, όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, ότι σε σύγκριση με τις γυναίκες χωρίς διαβήτη κύησης, εκείνες με ιστορικό τέτοιου διαβήτη είχαν 72% μεγαλύτερο κίνδυνο για καρδιαγγειακές και 40% για αγγειοεγκεφαλικές παθήσεις. Οι γυναίκες που είχαν εμφανίσει διαβήτη κύησης, είχαν αυξημένη πιθανότητα αργότερα για στεφανιαία νόσο, έμφραγμα, καρδιακή ανεπάρκεια, στηθάγχη, εγκεφαλικό κ.α. Ειδικότερα ο κίνδυνος σοβαρών θρόμβων στο αίμα (φλεβικής θρομβοεμβολής) ήταν αυξημένος κατά 28%.
Οι συγκεκριμένοι βιολογικοί μηχανισμοί που εξηγούν πώς ο διαβήτης κύησης αυξάνει τον κίνδυνο για καρδιαγγειακές και αγγειοεγκεφαλικές παθήσεις, παραμένουν άγνωστοι, σύμφωνα με τους ερευνητές, οι οποίοι τόνισαν την ανάγκη το θέμα να μελετηθεί περαιτέρω.