Μειωμένο έως μηδαμινό είναι πλέον το ενδιαφέρον των πολιτών για χορήγηση ενισχυτικών δόσεων εμβολίων κατά του κορονοϊού, ενώ η προσέλευση ελαχιστοποιήθηκε ακόμα περισσότερο από τη στιγμή που ανακοινώθηκε η κατάργηση των μέτρων κατά της πανδημίας, με εξαίρεση τους χώρους της υγείας και τις μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων.
Οπως ανέφερε στην "Ε" η υποδιευθύντρια του Νοσοκομείου Καλαμάτας και υπεύθυνη στο Τμήμα Εμβολιασμών Αλεξία Θεοδωρακοπούλου, το 80% πλέον όσων προσέρχονται για εμβολιασμό αφορά σε άτομα που θέλουν να κάνουν την αναμνηστική δόση. «Ελάχιστοι είναι αυτοί που έρχονται να κάνουν την πρώτη δόση, δείγμα πως όσοι ήταν να μπουν σε αυτή τη διαδικασία το έπραξαν ήδη» σημείωσε, τονίζοντας σχετικά με τις αναμνηστικές δόσεις πως προσέρχονται όλες οι ηλικίες και όχι μόνο ηλικιωμένοι.
ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΑΘΕΣΙΜΑ ΕΜΒΟΛΙΑ
«Ιδίως από τη στιγμή που μπήκαμε στην άνοιξη, τα ραντεβού μειώθηκαν ακόμα περισσότερο φτάνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις να έχουμε ακόμα και ραντεβού σε μονό αριθμό σε μια μέρα» πρόσθεσε, δίνοντας στη συνέχεια πληροφορίες για τα εμβόλια και τις μέρες που είναι διαθέσιμα στο Νοσοκομείο Καλαμάτας. «Αυτή τη στιγμή στο Νοσοκομείο γίνεται κάθε δεύτερη Δευτέρα της Johnson & Johnson και κάθε Παρασκευή κάνουμε το Pfizer BA 4,5, που αφορά την τρίτη, την τέταρτη και την πέμπτη δόση με χρονική απόσταση μεταξύ τους τρεις μήνες» συμπλήρωσε. Σχετικά με το κλείσιμο των ραντεβού μέσω του gov.gr και για το γεγονός πως σε ορισμένες περιπτώσεις δεν είναι διαθέσιμη η επιλογή του Νοσοκομείου αλλά μόνο του Κέντρου Υγείας, η κ. Θεοδωρακοπούλου ενημέρωσε πως αυτό γίνεται για την αποσυμφόρηση του Νοσοκομείου και τον διαμοιρασμό των ενδιαφερομένων. Αναφορικά με τη διαθεσιμότητα των εταιρειών, η ίδια διευκρίνισε πως το περασμένο διάστημα ήταν διαθέσιμα όλα τα εμβόλια, όπως το Novavax ή το Moderna, ωστόσο λόγω χαμηλής ζήτησης σήμερα είναι διαθέσιμα μόνο αυτά της Pfizer και της Johnson & Johnson.
ΠΑΝΩ ΑΠΟ 110.000 ΕΜΒΟΛΙΑ
«Από την έναρξη των εμβολιασμών στις αρχές του 2021 το Νοσοκομείο δέχτηκε πολύ μεγάλο όγκο πολιτών που έσπευσε να εμβολιαστεί, δεδομένου πως στην Καλαμάτα δεν δημιουργήθηκε κάποιο εμβολιαστικό κέντρο όπως σε άλλες πόλεις. Εξυπηρετούσαμε από τις 8 το πρωί έως τις 8 το βράδυ, ενώ για να αποδοθούν στοιχεία στην ανώτερη διοίκηση και στην 6η ΥΠΕ, έχοντας προηγηθεί καταμέτρηση των δόσεων, προηγούνταν μια διαδικασία που απασχόλησε πολύ προσωπικό, ούτως ώστε να μπορέσουμε να φέρουμε εις πέρας ένα εγχείρημα, που εκ του αποτελέσματος στέφθηκε με επιτυχία, καθώς δεν παρουσιάστηκε κάποιο πρόβλημα», υπογράμμισε, διευκρινίζοντας πως στο Νοσοκομείο έχουν γίνει πάνω από 110.000 εμβολιασμοί. «Πλέον, συνεχίζουμε αυτές τις δύο μέρες της εβδομάδας, αναμένοντας πότε θα σταθεροποιηθεί η κατάσταση και ποιος φορέας θα είναι αυτός που θα αναλάβει τον εμβολιασμό στο μέλλον, αν χρειαστεί. Εννοείται το Νοσοκομείο θα είναι πάντα παρόν, αλλά σε κάθε περίπτωση προέχει η δευτεροβάθμια υγεία» πρόσθεσε. Τόνισε δε πως για κάθε ραντεβού ξεχωριστά η διαδικασία δεν είναι υπόθεση ενός εργαζομένου αλλά πολλών, από τον γιατρό που κρατά το ιστορικό μέχρι την παρουσία της νοσηλεύτριας.
Σε ό,τι έχει να κάνει με τα ραντεβού που κλείνονται ηλεκτρονικά, η υποδιευθύντρια του Νοσοκομείου Καλαμάτας ενημέρωσε πως εμφανίζονται στο προσωπικό του Νοσοκομείου σε ένα tablet, από το οποίο γίνεται η καταγραφή των δόσεων και η διαπίστωση αν συνεπάγονται εν τέλει με εμβολιασμούς ή όχι, καθώς παρατηρήθηκε το φαινόμενο πολλά από αυτά να κλείνονται μεν αλλά να μην εμφανίζεται ο ενδιαφερόμενος στο χώρο και το χρόνο που οριζόταν.
Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΤΗΣ ΜΑΣΚΑΣ
Σχετικά με τα μέτρα για την πανδημία του κορονοϊού, έπειτα από σχετική εισήγηση του υπουργείου Υγείας η οποία έγινε αποδεκτή από την Επιτροπή των Εμπειρογνωμόνων, αυτά περιορίστηκαν περαιτέρω, με εξαίρεση τις δημόσιες και ιδιωτικές υγειονομικές δομές και τις μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων.
Στο πλαίσιο αυτό, η κ. Θεοδωρακοπούλου υπενθύμισε πως η μάσκα είναι υποχρεωτική στους χώρους αυτούς, λέγοντας πως πάντα οι υγειονομικοί θα πρέπει να τηρούν τα μέτρα με προσοχή, έτσι ώστε ένας άνθρωπος που έρχεται στο Νοσοκομείο για ένα πρόβλημα υγείας να μην επιβαρυνθεί με κάποια λοίμωξη που θα μπορούσε να του προκαλέσει ενδεχομένως το προσωπικό ή κάποιος άλλος από τους πολίτες που έρχονται για να δεχτούν υπηρεσίες υγείας.
«Επειδή η υγεία είναι καθαρά ανθρωποκεντρική, οφείλουμε να εστιάζουμε πάνω απ’ όλα στον άνθρωπο» κατέληξε.