Παγκόσμια Ημέρα κατά του Καρκίνου την Τρίτη (04.02.2025) και η συγκεκριμένη νόσος συνεχίζει να αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα θνησιμότητας τόσο στην Ελλάδα όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Οι πιο συνηθισμένες μορφές του καρκίνου, είναι αυτές του μαστού, του πνεύμονα, του παχέος εντέρου, του ορθού και του προστάτη, σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Περίπου το 30% των θανάτων από καρκίνο οφείλεται στη χρήση καπνού, στον υψηλό δείκτη μάζας σώματος, στην κατανάλωση αλκοόλ, στη χαμηλή πρόσληψη φρούτων και λαχανικών και στην έλλειψη σωματικής δραστηριότητας.
Επιπλέον, η ατμοσφαιρική ρύπανση αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για τον καρκίνο του πνεύμονα. Είναι ενδεικτικό ότι, σύμφωνα με την Υπηρεσία Καρκίνου του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, το ποσοστό των ατόμων που διαγιγνώσκονται με καρκίνο του πνεύμονα και δεν έχουν καπνίσει ποτέ αυξάνεται, με την ατμοσφαιρική ρύπανση να αποτελεί «σημαντικό παράγοντα».
Την ίδια στιγμή, οι λοιμώξεις που προκαλούν καρκίνο, όπως ο ιός των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV) και η ηπατίτιδα, ευθύνονται για περίπου το 30% των περιπτώσεων καρκίνου σε χώρες χαμηλού και χαμηλού-μεσαίου εισοδήματος.
Πολλοί καρκίνοι μπορούν να θεραπευτούν εάν ανιχνευθούν έγκαιρα και αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά.
Πρόληψη
Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, ένα 30% με 50% των καρκίνων μπορούν σήμερα να προληφθούν με την αποφυγή των παραγόντων κινδύνου και την εφαρμογή των υφιστάμενων τεκμηριωμένων στρατηγικών πρόληψης. Η επιβάρυνση από τον καρκίνο μπορεί επίσης να μειωθεί με την έγκαιρη ανίχνευση του καρκίνου και την κατάλληλη θεραπεία και περίθαλψη των ασθενών που αναπτύσσουν καρκίνο. Πολλοί καρκίνοι έχουν μεγάλες πιθανότητες ίασης, εάν διαγνωστούν νωρίς και αντιμετωπιστούν κατάλληλα.
Στη χώρα μας, η Πολιτεία, αντιλαμβανόμενη τη μεγάλη ανάγκη έγκαιρης διάγνωσης, υλοποιεί προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου στο πλαίσιο του Προγράμματος Δοξιάδη και μέσω κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, οι καθημερινές συνήθειες που αποτελούν παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση καρκίνου στην Ελλάδα είναι οι εξής:
Κάπνισμα: Το 34,6% των περιπτώσεων καρκίνου σχετίζεται με τη χρήση καπνού.
Αλκοόλ: Το 5,5% σχετίζεται με την κατανάλωση αλκοόλ.
Παχυσαρκία: Το 6,9% σχετίζεται με την παχυσαρκία.
UV Ακτινοβολία: Το 38,4% των περιστατικών μελανώματος σχετίζεται με την έκθεση στην UV ακτινοβολία.
Επαγγελματικοί κίνδυνοι: 4,2% συνδέεται με επαγγελματικούς κινδύνους.
Οι συχνότεροι τύποι καρκίνου στην Ελλάδα:
Ο καρκίνος του πνεύμονα έχει το υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας (25,1%) και είναι ο πιο συχνός, ενώ αντιστοιχεί στο 14,8% των νέων περιστατικών.
Ο καρκίνος του παχέος εντέρου ακολουθεί, με ποσοστό θνησιμότητας 10,3% και 10,9% επί των νέων περιστατικών.
Άλλοι συχνοί τύποι καρκίνου περιλαμβάνουν τον καρκίνο του μαστού (11,5% νέα περιστατικά), της ουροδόχου κύστεως (8,6%), και του προστάτη (9,6%).
Ο καρκίνος του στομάχου και του παγκρέατος έχουν μικρότερα ποσοστά επίπτωσης αλλά σημαντική θνησιμότητα.
Πιο συγκεκριμένα, το 2019 ο καρκίνος του πνεύμονα ήταν η κύρια αιτία θανάτου από οποιονδήποτε τύπο καρκίνου στην Ελλάδα και ευθυνόταν για περίπου 59 θανάτους ανά 100.000 άτομα.
Ο καρκίνος του πνεύμονα ευθύνεται για το 5,7% του συνόλου των θανάτων και εξακολουθεί να αποτελεί την τρίτη αιτία θανάτου στη χώρα, μετά τις καρδιακές και τις εγκεφαλοαγγειακές νόσους, σύμφωνα με δεδομένα του 2022 της Εθνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ). Η κατάσταση αυτή μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από τον υψηλό επιπολασμό του καπνίσματος στον ελληνικό πληθυσμό, καθώς σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία ένας στους τέσσερις Ελληνες ενηλίκους εξακολουθεί να καπνίζει.
«Κάλλιον το προλαμβάνειν ή το θεραπεύειν» Ιπποκράτης
Η πρόληψη του καρκίνου είναι κομβικής σημασίας για τον περιορισμό της επίπτωσης και της θνητότητας της νόσου.
Περίπου το 30% των περιπτώσεων καρκίνου μπορούν να προληφθούν μέσω αλλαγών στον τρόπο ζωής και τη διενέργεια προληπτικών εξετάσεων. Συνήθειες όπως, η διακοπή του καπνίσματος, η υγιεινή διατροφή, η σωματική άσκηση και η μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ, συμβάλλουν στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης της νόσου. Επιπλέον, η πρόσβαση σε προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου, αλλά και ατομικά, όπως (μαστογραφία, test Παπανικολάου, PSA στους άνδρες 1 φορά το χρόνο μετά τα 40, κολονοσκόπηση κάθε 5 χρόνια μετά τα 50, έλεγχος δεικτών καρκίνου) μπορεί να συμβάλλει στην έγκαιρη διάγνωση και βελτίωση των αποτελεσμάτων της θεραπείας.