Η εγχώρια παραγωγή ελαιολάδου υπερκαλύπτει την εγχώρια ζήτηση, ενώ μεγάλες ποσότητες διατίθενται και σε χώρες του εξωτερικού. Το μέγεθος της παραγωγής ελαιολάδου και πυρηνελαίου εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες οι οποίες επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό το μέγεθος της παραγωγής των ελαιόδεντρων και, κατ' επέκταση, την παραγωγή των συγκεκριμένων προϊόντων. Την περίοδο 2010/11 η εγχώρια παραγωγή ελαιολάδου υποχώρησε κατά 4% περίπου σε σχέση με την προηγούμενη ελαιοκομική περίοδο.
Το μέγεθος των εξαγωγών ελαιολάδου και πυρηνελαίου εξαρτάται κατ' αρχήν από το ύψος της εγχώριας παραγωγής (κυκλικότητα της παραγωγής), καθώς και από τη ζήτηση των χωρών του εξωτερικού. Κατά συνέπεια, οι εξαγωγές ελαιολάδου συνήθως παρουσιάζουν σημαντικές διακυμάνσεις από έτος σε έτος. Το μεγαλύτερο ποσοστό των εξαγόμενων ποσοτήτων αφορά χύμα ελαιόλαδο, το οποίο προωθείται στην Ιταλία.
Για την εξέλιξη και διάρθρωση της αγοράς ελαιολάδου-πυρηνελαίου, τόνισαν στελέχη της ICAP Group, ότι: «Το 2010/11 η εγχώρια κατανάλωση ελαιολάδου μειώθηκε κατά 3% περίπου σε σχέση με το 2009/10. Εντονότερη υποχώρηση παρατηρείται στη ζήτηση τυποποιημένου ελαιολάδου (περίπου 5%), καθώς η πλειοψηφία των καταναλωτών εξακολουθεί να προμηθεύεται χύμα ελαιόλαδο. Την περίοδο 2010/11 το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής εγχώριας κατανάλωσης καλύφθηκε από το χύμα διακινούμενο ελαιόλαδο (45%). Για την περίοδο 2011/12 εκτιμάται περαιτέρω μείωση της τάξεως του 3% στην συνολική κατανάλωση ελαιολάδου, αλλά και στην κατανάλωση τυποποιημένου ελαιολάδου (περίπου 8%).
Οσον αφορά το πυρηνέλαιο, ο κύριος όγκος του διακινείται σε ακατέργαστη μορφή, ενώ η παραγωγή ραφιναρισμένου πυρηνελαίου είναι μικρή. Η εγχώρια αγορά ραφιναρισμένου πυρηνελαίου εκτιμάται ότι σημείωσε αύξηση κατά 11% περίπου το 2010/11, ενώ λιγότερο έντονη αύξηση, της τάξης του 4% εκτιμάται για την περίοδο 2011/12. Θετικό παραμένει το εμπορικό ισοζύγιο ελαιολάδου - πυρηνελαίου τα τελευταία έτη, καθώς η αξία των εξαγωγών υπερβαίνει κατά πολύ την αξία των εισαγωγών».
Το ποσοστό συγκέντρωσης στην αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου είναι αρκετά υψηλό, γεγονός που αυξάνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων, οι οποίες προσπαθούν να διατηρήσουν τα μερίδια που κατέχουν στην αγορά με κάθε τρόπο (π.χ. καλύτερη προώθηση και προβολή των προϊόντων τους, προσφορές κ.λπ.). Στην ένταση του ανταγωνισμού συμβάλλει και η αύξηση του μεριδίου αγοράς των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, η οποία στηρίζεται στη διαφορά τιμών σε σχέση με τα "επώνυμα" προϊόντα.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα του κλάδου ωστόσο είναι το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις τυποποίησης ελαιολάδου εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ισχυρό (και αθέμιτο) ανταγωνισμό από τους παραγωγούς που διακινούν χύμα ελαιόλαδο, παρά τη σχετική απαγόρευση που ισχύει (Κανονισμός (ΕΚ) 1019/2002).
(Πηγή: tovima.gr)