Πέμπτη, 29 Μαρτίου 2018 10:14

Το ταξίδι της “Πυλιακής Γης” μόλις τελείωσε…

Το ταξίδι της “Πυλιακής Γης” μόλις τελείωσε…

 

"Κουράστηκα, βαρέθηκα και θέλω να πάω σπίτι μου".

Με αυτές τις λέξεις, και μετά από μια κοπιαστική και δημιουργική σχεδόν 10ετία, η Γιάννα Μπαλαφούτη εξηγεί τους λόγους που αποφάσισε να πέσουν οι… τίτλοι τέλους στην “Πυλιακή Γη”. Μιλώντας μαζί της αντιλαμβάνεται κανείς συγκίνηση αλλά και πίκρα από ένα ταξίδι γεμάτο γλυκές γεύσεις, εμπειρίες, δυσκολίες και απογοητεύσεις.

Οπως η ίδια σχολιάζει στο Διαδίκτυο: «Αγκαλιάζω αυτούς που βρέθηκαν στο ταξίδι μου, κάνω φυλαχτά τις λέξεις τους, πακετάρω αναμνήσεις, μαζεύω μπαγκάζια και αρχειοθετώ τις φωτογραφίες στα ψηφιακά άλμπουμ».

Κι επειδή -όπως γράφει και η ίδια- 10 χρόνια ιστορίας δεν ξεπετάγονται με δύο λέξεις, έγραψε στο MetoMati τους λόγους για τους οποίους πήρε αυτή «την οριστική απόφαση» όπως τονίζει: Κουράστηκα, βαρέθηκα και θέλω να πάω σπίτι μου, γράφει η Γιάννα.

“Ηρθα να σας αποχαιρετήσω γιατί δεν θα ξαναέρθω. Κουράστηκα, βαρέθηκα και θέλω να πάω σπίτι μου!”. Ηταν η μικρότερη πελάτισσα της “Πυλιακής Γης”, μόλις 5 χρονών. Κάθε απόγευμα, μετά το κολυμβητήριο που ήταν απέναντι από το εργαστήριό μου, ερχόταν με τους γονείς της και αγόραζε φρεσκοφουρνιστά κουλουράκια για το σχολείο.

Εκείνο το απόγευμα την είδα για τελευταία φορά. Το εννοούσε… Τα λόγια της μικρής επανερχόντουσαν τον τελευταίο καιρό όλο και πιο συχνά στη σκέψη μου. Ταυτίστηκα!

Κουράστηκα να κολυμπάω καθημερινά στα χλωρινιασμένα νερά της γραφειοκρατίας και της νομοθεσίας, να βλέπω το ΤΕΒΕ, τον ΟΑΕΕ, το ΕΦΚΑ να αλλάζει ονόματα, ενώ συνέχιζε να με χρεώνει υπέρογκα ποσά για υπηρεσίες που ποτέ δεν ζήτησα και ποτέ δεν χρειάστηκα. Και τις λίγες φορές που τις χρειάστηκα, απλά δεν τις κάλυπτε. Κουράστηκα να δουλεύω νυχθημερόν για να χρεώνομαι κάθε χρόνο 150 ευρώ (+ 5ευρώ για κάθε εκτύπωση) το ηλεκτρονικό μητρώο εμπόρων που όμως τυπώνεται σε Α4 χαρτί. Αλήθεια αυτοί που τα κοστολογούν έχουν αναρωτηθεί πόσες ώρες πρέπει να πλάθω με τα χέρια για να το πληρώσω; Κουράστηκα να αγωνίζομαι καθημερινά για να πληρώσω φόρους που δεν μου αναλογούν. Βαρέθηκα να αισθάνομαι υπόλογος γιατί δεν συμβιβάστηκα με ανεξήγητες απαιτήσεις, όπως τους αμφιβόλου προελεύσεως φόρους ανακύκλωσης σε μία χώρα που δεν ανακυκλώνει τίποτα. Βαρέθηκα να βλέπω τους «ημέτερους» να εξαντλούν τα κονδύλια των επιδοτήσεων και να μην μένει τίποτα για αυτούς που πραγματικά παράγουν -και μάλιστα δημιουργώντας ένα ερμαφρόδιτο καθεστώς ανίερου ανταγωνισμού. Βαρέθηκα να βλέπω τους άλλους να αντιγράφουν κάθε τι που δημιουργώ, ενώ εμένα απλά με ενδιέφερε να κάνω σήμερα κάτι καλύτερο από αυτό που έκανα εχθές. Βαρέθηκα να βλέπω να καταρρέει γύρω μου ένα γερασμένο μοντέλο οικονομίας χωρίς να δημιουργείται ένα νέο, φρέσκο, ορεξάτο και πραγματικά δημιουργικό.

Θέλω να πάω σπίτι μου. Γιατί εκτός από μαμά της “Πυλιακής Γης” είμαι και η μαμά της Νεφέλης. Και η Νεφέλη, με τη σοφία που διαθέτει ένα νέο παιδί, πολύ πριν από εμένα σταμάτησε να καταλαβαίνει τον λόγο που η μαμά της δεν ήταν σπίτι.

Σε λίγες μέρες η “Πυλιακή Γη” θα γινόταν επίσημα 9 χρονών, ανεπίσημα 10, όπως λέω πάντα. Ηταν αρχές του 2008 όταν αποφάσισα να ιδρύσω την ΕΠΕ και χρειάστηκε περίπου ένας χρόνος ώστε αυτή να αποκτήσει σάρκα και οστά. Πριν από δέκα χρόνια έβγαλα τα ταγιέρ και τα δωδεκάποντα για να φορέσω ποδιές και σαμπό. Χωρίς να γνωρίζω το τίμημα σε χρόνο, κόπο -σωματικό και ψυχικό- που θα έπρεπε να καταβάλω. Χρειάστηκε να σταθώ όρθια μπροστά στην έξοδο της Νομαρχίας ένα μεσημέρι και να αποτρέψω την έξοδο των υπαλλήλων από το κτήριο της Νομαρχίας μέχρι να μου πουν τι δικαιολογητικά χρειάζονται για να βγάλω άδεια λειτουργίας, αφού είχα φάει μια ολόκληρη ημέρα που με έστελναν από το ένα γραφείο στο άλλο και από το ισόγειο στον τρίτο –και το αντίστροφο. Δεν ήμουν ζαχαροπλαστείο, δεν ήμουν βιομηχανία, δεν ήμουν αρτοποιείο ή φρουταγορά. Μου ζήτησαν να αποδείξω ότι το νερό από τα βρασμένα πορτοκάλια δεν σκότωνε τα ψάρια (ενώ οι τουαλέτες των εστιατορίων της περιοχής τα έθρεφαν φαντάζομαι).

Δεν μπορούσα να πάρω άδεια λειτουργίας γιατί ο χώρος που είχα νοικιάσει -και που ο μηχανικός με είχε διαβεβαιώσει ότι ήταν κατάλληλος– βρισκόταν σε περιοχή αμιγούς κατοικίας. Δίπλα ήταν σουβλατζίδικα και μπαράκια, αλλά επειδή εξυπηρετούσαν την τοπική κοινωνία δεν είχαν πρόβλημα. Η τσίκνα δεν δημιουργεί πρόβλημα, σε αντίθεση με τη δική μου μυρωδιά της κανέλας και της καψαλιασμένης ζάχαρης: Βρωμάει η κανέλα. Ναι, το έχω ακούσει και αυτό από γειτόνισσα επαγγελματία.

Ξόδεψα όλο μου το αρχικό κεφάλαιο για να ανακαλύψω μεταξύ άλλων ότι το τοπικό δίκτυο υδροδότησης –λόγω παλαιότητας (αρχαιότητας δηλαδή)- έβγαζε βαρέα μέταλλα. Και έβραζα τα φρούτα για τα γλυκά και τις μαρμελάδες με εμφιαλωμένο νερό μέχρι να επιστρέψω στην Αθήνα, έχοντας αλλάξει ήδη τρία εργαστήρια. Ανακάλυψα ότι τα θεμέλια του εργαστηρίου που νοίκιασα (και που ποτέ δεν χρησιμοποίησα) είχαν σαπίσει επειδή είχαν καταστραφεί πριν από χρόνια οι αγωγοί της αποχέτευσης και κανένας δεν έμπαινε στον κόπο να τους επισκευάσει.

Εζησα και άλλα πολλά στη σκοτεινή πλευρά της ελληνικής πραγματικότητας που για ευνόητους λόγους δεν μπορώ να καταγράψω. Μάλλον επειδή ήμουν πάντα μικρή, δειλή και λίγη για να την αντιμετωπίσω και κάπου εκεί έχασα τη δημιουργικότητά μου.

Θέλω να πάω σπίτι μου γιατί -παρ’ ότι σε αυτό το ταξίδι έζησα δημιουργικές στιγμές με πολλές συγκινήσεις, παρ’ ότι είδα τους κόπους μου να πιάνουν τόπο και να αμείβονται συναισθηματικά, παρ’ ότι πήρα βραβεία, παρ’ ότι θυσιάζοντας ώρες και στιγμές από τα βήματα της μονάκριβής μου κόρης κατάφερα να δημιουργήσω και να παράγω, ενώ ταυτόχρονα έγινα πιο δυνατή αντιμετωπίζοντας ανθρώπους που με προσέβαλαν ή με ταπείνωσαν με λόγια απαξιωτικά μόνο και μόνο επειδή φορούσα λερωμένη ποδιά και είχα λαδωμένα χέρια, παρ’ ότι ήμουν δημιουργική, παραγωγική αναζητώντας ύλες της περιοχής, παράγοντας ιστορίες κλεισμένες ερμητικά σε βαζάκια που στη συνέχεια ταξίδευαν στον κόσμο– βαρέθηκα και κουράστηκα.

Βαρέθηκα και κουράστηκα, γιατί ενώ χρειάστηκα περισσότερα από 4 χρόνια έρευνας και δοκιμών για να βγάλω ένα πρωτότυπο προϊόν (την ελιά Καλαμών σε κρασί και μέλι), σήμερα βλέπω κάποιους να την ονοματίζουν -για ίδιο όφελος- ως το παραδοσιακό γλυκό κουταλιού της Μεσσηνίας. Το έκανε και η γιαγιά τους. Φαντάζομαι με το κλασικό cabernet που υπήρχε ανέκαθεν στην περιοχή και το πιπέρι σετσουάν που φύτρωνε εκεί από την εποχή που ο πατέρας του Νέστορα κατέφυγε στην Πυλία, διωκόμενος από τον Ηρακλή.

Βαρέθηκα, κουράστηκα και θέλω να γυρίσω σπίτι μου, γιατί ενώ καταφέραμε (μαζί με τους ανταγωνιστές/συναγωνιστές μου) να βάλουμε τα γλυκά κουταλιού στα ράφια των «ντελικατέσσεν» –με ετικέτες όχι χειρόγραφες αλλά τυπωμένες με ημερομηνία λήξης, περιγραφή συστατικών σε δύο γλώσσες, θρεπτική αξία και barcode– τα ηλιοκαμένα βαζάκια στις παράγκες των επαρχιακών δρόμων συνεχίζουν να υπάρχουν και κανένας δεν ζητάει HACCP, ISO, τεστ ωρίμανσης, διατροφική αξία και φόρο επιτηδεύματος. Και με το «κανένας» εννοώ τόσο τις αρμόδιες αρχές, όσο και τους καταναλωτές.

Βαρέθηκα, κουράστηκα και θέλω να γυρίσω σπίτι μου, γιατί ενώ ήμουν μία από αυτούς τους λίγους που έβαλε την Πύλο στο γαστρονομικό χάρτη και ξόδεψα πολλές λέξεις εξηγώντας στους καταναλωτές ότι η “Πυλιακή Γη” γράφεται με Υ γιατί η Πύλος δεν είναι το Πήλιο ή η Μήλος ή η Τήλος και βρίσκεται στη Δυτική Πελοπόννησο, οι συγχωριανοί και οι εκεί συγγενείς μου με θυμούνται μόνο όταν βλέπουν κάποια συνέντευξή μου στα αναλογικά ή ψηφιακά μέσα ή κάποια βράβευσή μου ή κάποια εκδήλωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην οποία είμαι καλεσμένη. Μου γράφουν (σε inbox) πόσο περήφανοι είναι για εμένα, αλλά κανένας δεν επιλέγει δικά μου προϊόντα. Εχω πελάτη στην Κορώνη (κάτι σαν τον μπάρμπα), αλλά όχι στην Πύλο! Δυστυχώς, δεν συμβαίνει μόνο στην Πύλο αυτό. Συμβαίνει σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Οπως με τα κουτάβια: Αν πάρεις ένα κουτάβι από τη μάνα του και της το επιστρέψεις την επόμενη μέρα, εκείνη δεν το δέχεται πλέον.

Βαρέθηκα, κουράστηκα και θέλω να γυρίσω σπίτι μου, γιατί ενώ τα τελευταία 10 χρόνια ήταν όμορφα, δημιουργικά, νόστιμα και είχα τη χαρά και ευτυχία σε κάθε αλλαγή της εποχής να μελετάω τους καρπούς της φύσης, να σκέφτομαι τι μπορώ να φτιάξω με το φασκόμηλο, πώς θα αξιοποιήσω τη μυρτιά, με τι θα συνδυάσω το αγουρέλαιο, πώς αλλιώς τρώγεται η ελιά, αν μεταποιείται το πεπόνι, αν ταιριάζει ο κρόκος της Κοζάνης με το καρπούζι, γινόμουν ύστερα παρατηρητής των κακών αντιγραφών και ένιωθα συχνά πυκνά σε ρόλο «κατσίκας» που προσπαθούσε να επιβιώσει από το μίσος του γείτονα. Η “Πυλιακή Γη” έγινε παράδειγμα προς από-μίμηση. Ισως και να έγινε πηγή έμπνευσης… όμως δεν είχε πια εμπνευστές η ίδια.

Βαρέθηκα, κουράστηκα και θέλω να γυρίσω σπίτι μου, γιατί ενώ χαίρομαι που τόσες οικοτεχνίες ξεφυτρώνουν σε κάθε νέο φεγγάρι παράγοντας νόστιμα ή ακόμα και καινοτόμα προϊόντα, μοιάζει να μην αντιλαμβάνονται ότι χρειάζεται ένα όραμα. Το μήνυμα δεν είναι το μέσον. Ενα προϊόν πρέπει να αφηγείται μία ιστορία. Αλλιώς δεν έχει νόημα ύπαρξης. Το νόημα δεν βρίσκεται στον προορισμό, ούτε καν στο ταξίδι, αλλά στη συνολική εμπειρία του ταξιδιού. Γλυκό του κουταλιού ρεβίθι με στέβια και άγαρ άγαρ. Καινοτόμο; Ισως. Τι ιστορία έχει όμως να αφηγηθεί αυτό; Και μάλιστα με λίγο σορβικό. Παραδοσιακό. Οπως της Ανδριώτισσας γιαγιάς μου που πάντα έβαζε σορβικό κάλιο στα γλυκά της. Οπως και γλυκόζη άλλωστε. Ασφαλώς και ειρωνεύομαι.

Πάντα πίστευα πως η γεύση δεν έχει όρια, πως μπορούν να παραχθούν νόστιμα προϊόντα με φαινομενικά αταίριαστους συνδυασμούς. Ποτέ δεν πίστεψα στη θεωρία ότι η τελευταία παρθενογένεση συνέβη πριν από 2018 χρόνια. Οσο μετακινούνται οι πληθυσμοί και αναμειγνύονται οι πολιτισμοί, κάτι νέο θα ανακαλύπτουμε. Για μένα υπάρχει παρθενογένεση στη γαστρονομία κάθε μέρα γιατί αποτελείται από δύο αστάθμητους παράγοντες, οι οποίοι λειτουργούν αέναα και ακατάπαυστα: Τη φύση που παράγει και το ανήσυχο πνεύμα που δημιουργεί.

Βαρέθηκα, κουράστηκα και θέλω να γυρίσω σπίτι μου. Πάντα όμως θα μνημονεύω και θα ευχαριστώ τον καπετάν Βασίλη και θα είμαι ευγνώμων στην οικογένεια Κωνσταντακόπουλου, παρότι ο ίδιος πίστευε ότι δεν χρειάζεται να τον ευχαριστώ. «Αν δεν ήσασταν καλοί άνθρωποι και δεν βγάζατε καλά προϊόντα δεν θα σας προτιμούσαμε!» ήταν τα λόγια που μου είχε πει στα πρώτα βήματα της “Πυλιακής Γης”, όταν σε μια συζήτησή μας τον ευχαρίστησα για τη στήριξή του.

Τώρα, γυρνώντας σπίτι μου, θα ήθελα να κάνω μία μεγάλη αγκαλιά στην Ιωάννα, τον Ηλία, τη Θάλεια, την Ελένη, το Δημήτρη, τη Νανά, την Τάτα, τον Γιάννη, την Κική που με διόρθωσαν, με ενθάρρυναν, με επιβράβευσαν, με προστάτευσαν, με βοήθησαν, με μάλωσαν –πάντα με τρυφερότητα. Εκανα φυλαχτά τις λέξεις τους. Ημουν τυχερή που βρέθηκαν στο ταξίδι μου.

Θα ήθελα να πω ένα μεγάλο «ευχαριστώ» κι ακόμη μεγαλύτερο «συγγνώμη» στην κόρη μου, στον σύζυγόο μου και στην αδερφή μου που τόσο πολύ ταλαιπώρησα. Παρότι τους πρόσφερα λίγες χαρές και πολλές απογοητεύσεις, εκείνοι δεν με άφησαν ούτε λεπτό μόνη.

Κουράστηκα, βαρέθηκα και θα πάω σπίτι μου, γιατί θέλω να είμαι πάντα μάχιμη, δημιουργική και κεφάτη.

Με αυτό το αποχαιρετιστήριο κείμενο, κατάθεση ψυχής για μένα, ολοκληρώνεται το μακρύ ταξίδι της “Πυλιακής Γης”. Αγάπησα τη γαστρονομία και θα συνεχίσω να δημιουργώ. Οχι όμως με τον σκούφο της “Πυλιακής Γης” που μου πιέζει το κεφάλι.

Ηρθα να σας αποχαιρετήσω. Πακετάρω αναμνήσεις, μαζεύω μπαγκάζια και αρχειοθετώ τις φωτογραφίες στα ψηφιακά άλμπουμ. Το εννοώ! Το ταξίδι της “Πυλιακής Γης” μόλις τελείωσε…

Θα προτιμήσω πραγματικές φουρτούνες και ηλιοβασιλέματα σε μπλε θάλασσες.