Το Μαξίμου και το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης διαφημίζουν εδώ και μήνες την έξοδο από το πρόγραμμα-μνημόνιο και την επιστροφή στη λεγόμενη κανονικότητα. Κατά την άποψή μου πολλά από αυτά που συμβαίνουν δεν μπορούν να θεωρηθούν κανονικά και στέκονται εμπόδιο στην επιστροφή της οικονομίας σε πορεία δυναμικής ανάπτυξης και στην κοινωνική πρόοδο.
Νέο ρεκόρ υπερχρέωσης
Το 2018 έληξε με νέο ρεκόρ υπερχρέωσης του Δημοσίου αλλά και των πολιτών και των επιχειρήσεων. Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε στο 182% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) και με τη βοήθεια του πρόσθετου δανεισμού για τη διαχείριση του χρέους το 2019 και το 2020.
Πιο εντυπωσιακός είναι ο υπερδιπλασιασμός του ιδιωτικού χρέους στη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας. Μόνο οι οφειλές προς την Εφορία αυξάνονται με ρυθμό 10 δισ. ευρώ τον χρόνο, ενώ μέσα σε μια τετραετία υπερδιπλασιάστηκαν οι οφειλές προς την Εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία και τις τράπεζες συνολικά.
Κανείς δεν γνωρίζει πώς θα διαχειριστούμε μακροπρόθεσμα το τεράστιο δημόσιο χρέος, με το ελληνικό Δημόσιο να αδυνατεί να βγει στις αγορές με ανταγωνιστικά επιτόκια. Eτσι όπως πάνε τα πράγματα θα επιβεβαιωθούν οι προγνώσεις του ΔΝΤ για χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, υψηλό επιτόκιο δανεισμού και αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους σε βάθος χρόνου.
Χειρότερη είναι η κατάσταση σε ό,τι αφορά το ιδιωτικό χρέος, γιατί εκεί το αδιέξοδο επιβεβαιώνεται σχεδόν καθημερινά για εκατομμύρια συμπολίτες μας κι ένα μεγάλο τμήμα του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.
Η αδυναμία των τραπεζών
Η επιστροφή στην κανονικότητα εμποδίζεται και από την αδυναμία του τραπεζικού συστήματος να ανταποκριθεί στη βασική υποχρέωση της επαρκούς χρηματοδότησης της οικονομίας με ανταγωνιστικούς όρους.
Οι τράπεζες δεν έχουν συνέλθει από την κρίση του 2015. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα 40 δισ. ευρώ καταθέσεων που αποσύρθηκαν από αυτές έχουν επιστρέψει κάτι παραπάνω από 10 δισ.
Ο συνδυασμός ελλιπούς ανακεφαλαιοποίησης, χαμηλών καταθέσεων και ρεκόρ “κόκκινων” δανείων τις έχει μετατρέψει, άθελά τους, σε «φρένο» στην ανάπτυξη της οικονομίας.
Η κυβέρνηση Τσίπρα προκάλεσε την κρίση του τραπεζικού συστήματος, δεν προχώρησε στην επαρκή ανακεφαλαιοποίησή τους και έφυγε από το τρίτο πρόγραμμα-μνημόνιο με 24 δισ. λιγότερα από αυτά που είχαν συμφωνηθεί αρχικά.
Σαν αποτέλεσμα όλων αυτών το τραπεζικό σύστημα είναι εξαιρετικά προβληματικό και μεθοδεύεται η εξυγίανσή του με ένα βάναυσο για την κοινωνία τρόπο, κυρίως μέσα από μαζικούς πλειστηριασμούς ακινήτων συμπεριλαμβανόμενης της πρώτης κατοικίας.
Η μεθόδευση που ακολουθείται είναι εξωφρενική και κοινωνικά ανάλγητη γιατί οι οφειλέτες θα χάσουν την ακίνητη περιουσία τους σε εξευτελιστικές τιμές, ενώ θα συνεχίσουν να βαρύνονται με το μεγαλύτερο μέρος του χρέους που δεν εξυπηρετούν.
Η νέα... κανονικότητα είναι εντελώς απαράδεκτη.
Δύσκολη πορεία
Η ελληνική οικονομία έχει χάσει σημαντικό έδαφος σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους και ανταγωνιστές.
Μπήκαμε στην κρίση με το 14ο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην ΕΕ των 28 και είμαστε ήδη στην 24η θέση. Χάσαμε τις ευκαιρίες της αναπτυξιακής τριετίας 2015-2017, με τις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες να αναπτύσσονται δυναμικά και την ελληνική να μένει στάσιμη.
Οι επενδύσεις σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ είναι στο μισό του μέσου όρου της Ευρωζώνης, μόλις 11% του ΑΕΠ, με την Ευρωζώνη να κινείται πάνω από το 20%.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι πώς θα βρούμε τρόπο να σταματήσουμε να μένουμε πίσω κουβαλώντας ένα δημόσιο χρέος-ρεκόρ, έχοντας διπλασιάσει στην τετραετία Τσίπρα το ιδιωτικό χρέος και χωρίς αξιόλογο και αποτελεσματικό τραπεζικό σύστημα.