Παράλληλα, στο άρθρο του στην κυριακάτικη Kontra News ο εκπρόσωπος Τύπου και βουλευτής Μεσσηνίας του ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί την κυβέρνηση ότι «κυριολεκτικά πετάει στα σκουπίδια το συσσωρευμένο θετικό φορτίο και τις σημαντικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας».
Με αφορμή την κατάθεση του προσχεδίου του προϋπολογισμού για το 2020 κάνει λόγο για «περικοπές και ιδεοληψίες», αλλά και για «την τελευταία πράξη σε μία σειρά χαμένων ευκαιριών αρχής γενομένης από τις 8 Ιουλίου του 2019», που καθίστανται «ανησυχητικές», όπως είπε, «όταν ρίχνει κανείς μία ματιά στις δυνατότητες που είχε η κυβέρνηση, δυνατότητες που σχετίζονται με τη συλλογική προσπάθεια του ελληνικού λαού και του ΣΥΡΙΖΑ για την έξοδο της χώρας από τη μνημονιακή επιτήρηση και τη σταθεροποίηση της οικονομίας σε τροχιά ανάπτυξης».
Ο εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναφέρεται στο παράδειγμα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων: «Το πρώτο εξάμηνο του 2019 από το ΠΔΕ διατέθηκαν στην πραγματική οικονομία 1.473 εκατομμύρια ευρώ, έναντι 956 εκατ. το πρώτο εξάμηνο του 2018. Οι δαπάνες αυτές δεν ήταν λεφτά πεταμένα από το παράθυρο.Το αντίθετο. Hταν χρήματα που ενίσχυσαν την πραγματική οικονομία, ανακούφισαν τον ιδιωτικό τομέα, τροφοδότησαν την αύξηση της απασχόλησης και κυρίως στήριξαν την εκπόνηση αναπτυξιακών έργων μακράς πνοής. Αντί η ΝΔ να συνεχίσει με αυτό το δεδομένο -τη ρεαλιστική δυνατότητα για αυξημένες δημόσιες επενδύσεις- προεξοφλεί για το δεύτερο εξάμηνο την περιστολή των δαπανών».
Αυτό, προσθέτει, «συνεπάγεται περικοπές στις πληρωμές προς τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και μειώσεις στη χρηματοδότηση του ευρύτερου δημόσιου τομέα, και ιδιαίτερα των Δήμων και των περιφερειών»
«Η ΝΔ προεκλογικά υποσχέθηκε μειώσεις στους φόρους και ανάπτυξη για όλους», επισημαίνει. «Σήμερα, 100 μέρες μετά την εκλογική της επικράτηση βλέπουμε ότι πίσω από τις μεγαλόστομες διακηρύξεις κρυβόταν εκείνος ο τρόπος άσκησης πολιτικής και οικονομικής πολιτικής που μας οδήγησε στην ανασφάλεια και στα πρόθυρα της χρεοκοπίας».
Καταλήγοντας στο άρθρο του, ο κ. Χαρίτσης υπογραμμίζει ότι «τέτοιου είδους επιλογές δεν συνιστούν μονόδρομο. Οφείλουμε να επιμείνουμε στις δυνατότητες ενός διαφορετικού δρόμου ανάπτυξης με δίκαιες φοροελαφρύνσεις, ενίσχυση των δημοσίων επενδύσεων και μέριμνα για τα μεσαία στρώματα και τους αδύνατους, προκειμένου η χώρα να ξανακερδίσει τη δυνατότητά της να ευημερήσει συλλογικά».