Σάββατο, 01 Απριλίου 2023 10:10

Παραμύθι* με Ονομα - Για την Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου 2023

Γράφτηκε από την

Πίνακας του Boris Ivanovich Mayorov

Πίνακας του Boris Ivanovich Mayorov

 

 

Της Μεσσήνιας συγγραφέως Κωνσταντίνας Τασσοπούλου.

Η γιαγιά μου η Ντίνα κατάφερε αυτό που ευχόμαστε όλοι όταν πηγαίνουμε σε γενέθλια. Να τα εκατοστίσει! Μάλιστα. Η γιαγιά μου η Ντίνα έφτασε εκατό χρονών και όπως λένε κάποιες φήμες, μάλλον έφτασε και παραπάνω. Θα μου πείτε γιατί «μάλλον» και όχι «σίγουρα». Θα σας πω, επειδή κανείς δεν ξέρει στα σίγουρα. Η μία της η αδερφή τα θυμόταν έτσι, ο άλλος της ο αδερφός τα θυμότανε αλλιώς και ακόμα και η ίδια εδώ που τα λέμε, δεν ήξερε ακριβώς να μας πει. Βλέπετε, εκατό και τόσα χρόνια πριν, στο μικρό καλύβι που γεννήθηκε, δεν υπήρχε ούτε χάρτινο ημερολόγιο κρεμασμένο στον τοίχο ούτε ραδιόφωνο να ενημερώνει για το τι μέρα έχουμε ούτε κινητό τηλέφωνο με ψηφιακή ημερομηνία ούτε σούπερ μοντέρνο ρολόι να τα υπολογίζει όλα αυτά.

Η γιαγιά μου η Ντίνα κατάφερε πολλά πράγματα στη ζωή της και όλα δύσκολα. Μάζεψε από τα δέντρα τσουβάλια τις ελιές και από τις ελιές πιθάρια το λάδι. Κουβάλησε στην πλάτη της φορτώματα τις βαριές πέτρες, βοηθώντας τους εργάτες να χτίσουν το σπίτι της κι από το μακρινό πηγάδι, μπουγέλα το νερό για να έχουν να πίνουν όλοι. Και, το πιο δύσκολο. Όταν ψώνιζε στο μπακάλικο, δεν την κορόιδεψε ποτέ κανείς στα ρέστα. Ποτέ. Ήξερε ακριβώς πόσα λεφτά να δώσει και πόσα λεφτά να πάρει πίσω. Θα μου πείτε «σιγά το πράμα». Θα σας πω, «καθόλου σιγά» και θα σας το πω δυνατά. Για εσάς είναι όλα εύκολα αφού σας έχει μάθει η δασκάλα να κάνετε πρόσθεση κι αφαίρεση, ενώ η γιαγιά μου η Ντίνα δεν έκατσε ποτέ της σε θρανίο σχολείου με δασκάλα. Βλέπετε, εκατό και τόσα χρόνια πριν, τα κορίτσια των μικρών χωριών δεν συνήθιζαν να τα στέλνουν στο σχολείο. Συνήθιζαν να τα αφήνουν στο σπίτι για να συγυρίζουν, να πλένουν, να βοηθούν τα αδέρφια τους, να σκαλίζουν τον κήπο, να μαγειρεύουν και να ζυμώνουν το νοστιμότερο ψωμί του κόσμου. Ίσως επειδή το ζύμωναν μαζί με ένα παράπονο.

«Βρε, αν είχα πάει εγώ σχολείο κι ήξερα γράμματα…» έλεγε καμιά φορά η γιαγιά η Ντίνα κι άφηνε την πρόταση στη μέση. Εγώ ήθελα να την συνεχίσω και έκανα σκέψεις φοβερές. Θα ξεκινούσα να της μάθω τα γράμματα, γιατί όχι; Δεν ήταν δα και τόσα πολλά. Εφτά φωνήεντα, δέκα εφτά σύμφωνα και μερικοί συνδυασμοί. Πήγα και της αγόρασα ένα μπλε τετράδιο, κάποιο καλοκαίρι, αλλά τελικά το χρησιμοποίησα εγώ όταν ανοίξανε ξανά τα σχολεία το Σεπτέμβρη, γιατί οι μεγάλοι γελάσανε μαζί μου και η γιαγιά είπε απλώς «Τώρα να μάθω γράμματα; Τώρα πάει πια…».

Με τίποτα απ’ τα δύο δε συμφώνησα, ποτέ. Ούτε με εκείνο το γέλιο των μεγάλων ούτε με εκείνα τα λόγια της γιαγιάς. Μακάρι να με είχε ακούσει και να είχε καθίσει να της μάθω τα γράμματα. Έστω, κάποια. Έστω, λίγα. Για να μπορεί τουλάχιστον να διαβάζει κανά βιβλίο, γιατί να. Ήρθαν έτσι τα πράγματα που κάποια στιγμή η γιαγιά η Ντίνα έμεινε μόνη σ’ ένα τεράστιο σαλόνι γεμάτο βιβλία που άλλα τα είχε αφήσει ο μπαμπάς, άλλα τα είχε αφήσει ο θείος κι όλα μαζί ήταν αφημένα σε σειρές πάνω στα ράφια, μα στα μάτια της, έμοιαζαν σαν κουτιά που είχαν κλεισμένα μέσα τους μυρμήγκια. Κρίμα δεν ήταν;

Τόσοι ιππότες με άλογα να τρέχουν, τόσες νεράιδες με ραβδιά να κάνουν μαγικά, τόσοι κροκόδειλοι να παίζουνε κυνηγητό με ιπποπόταμους, τόσες ιστορίες μυστηρίου με ρουμπίνια, τόσες ιστορίες μυστηρίου με κλέφτες και σκύλους λαγωνικά, τόσα παραμύθια με κλειδωμένα μπαούλα και χαμένα κλειδιά, τόσοι θησαυροί κρυμμένοι και τόσες αλήθειες φανερές, τυπωμένες σε λεπτές σελιδούλες και να μην μπορεί να τις διαβάσει;

Τα θυμήθηκα όλα αυτά σήμερα, όσο περίμενα το λεωφορείο και δεν ερχόταν και έψαχνα μέσα στην τεράστια τσάντα για να βρω το βιβλίο μου, αλλά δεν το έβρισκα. Δυστυχώς, το είχα ξεχάσει στο σπίτι! Πόσο άσχημα ένιωσα που έπρεπε να περιμένω χωρίς την παρεούλα μου και πόση ώρα θα περνούσε χαμένη, χωρίς να προχωράω τις σελίδες με τις φοβερές περιπέτειες από την Αφρική που έχω ξεκινήσει να διαβάζω… Και τέλος πάντων, εάν εγώ αισθάνθηκα έτσι μια φορά, σε μία στιγμή, πόσο μόνη θα έπρεπε να αισθανόταν η γιαγιά μου η Ντίνα μια ζωή, εκατό και τόσα χρόνια, ειδικά στα τελευταία της, όταν περνούσε τις μέρες της μέσα σε ένα σαλόνι γεμάτο βιβλία, μα στην ουσία, δεν πέρασε ούτε μια στιγμή συντροφιά με ένα βιβλίο.

[Το κείμενο βρίσκεται στην συλλογική έκδοση της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς “Συντροφιά με ένα βιβλίο” που κυκλοφορεί από την Ελληνοεκδοτική.]

 

Η Κωνσταντίνα Τασσοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977 και έχει μεσσηνιακή και μανιάτικη καταγωγή.

Σπούδασε Δημοσιογραφία και είναι κάτοχος Πτυχίου Πιάνου και Πτυχίου Θεωρητικών της Μουσικής.

Είναι μέλος της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών και της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς.

Βιβλία της κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Υδροπλάνο, Καστανιώτη, Άπαρσις, Ίτανος, Οσελότος, Εντύποις, Αστερόπη, Otherwise, ενώ έχει συμμετάσχει σε πολλές συλλογικές εκδόσεις, με διηγήματά της και παραμύθια.

Γράφει ιστορίες για μεγάλα και μικρά παιδιά. Γράφει, όπως η ίδια συνηθίζει να λέει, με την ψυχή, όχι με το χέρι.

Μπορείτε να την γνωρίσετε μέσω της ιστοσελίδα της: www.tassopoulou.gr